Στη νεοελληνική είναι πολύ συνηθισμένη η λέξη «μπερντάκι» (ή «μπερντάχι»), και φυσικά στο μυαλό μας ακολουθείται πάντα από τη λέξη «ξύλο» – ενίοτε δε προηγείται η λέξη «γερό».
Όπως λέμε: «Του έδωσα ένα γερό μπερντάκι ξύλο» – ή, στην ποντιακή διάλεκτο: «Εδώκα ’τον έναν περτάχ’» αλλά και «επερταχλάεψα ’τον».
Περτάχ’ λοιπόν το ουσιαστικό, περταχλαεύω το ρήμα, και στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου βρίσκουμε ότι η λέξη προέρχεται από την τουρκική «perdah» που σημαίνει «λούστρο, στίλβωμα».
Εν ολίγοις, όταν περταχλαεύουμε κάποιον, απλώς τον… γυαλίζουμε – κατ’ αναλογία με τη (μεταφορική, πάντα) «περιποίηση».