Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929, οι ρίζες του όμως ήταν από την Αγία Παρασκευή της Κρήνης (Τσεσμέ) της επαρχίας Σμύρνης, και ήταν περήφανος γι’ αυτές. Δήλωνε Μικρασιάτης, έγραψε βιβλία και μυθιστορήματα για τη Μικρασία (οι Χαμένες πατρίδες, το 1962, ήταν το πρώτο, και ακολούθησαν H μαύρη βίβλος, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Τα σμυρνέικα τραγούδια κ.ά.), αγωνίστηκε για την καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρας Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Άλλωστε μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι που αντηχούσε τον καημό της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς ο πατέρας του, ο Σμυρνιός δημοσιογράφος Παντελής Καψής, είχε ζήσει από πρώτο χέρι τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους.
Για να τιμήσουμε τη μνήμη του επιλέξαμε δύο σύντομα κεφάλαια από το πολυδιαβασμένο Χαμένες πατρίδες – Από την απελευθέρωση στην καταστροφή της Σμύρνης, στα οποία ο Γιάννης Καψής περιγράφει τις άσχημες ώρες που περνούσε ο ελληνικός στρατός το χειμώνα του 1921. Το βιβλίο εκδόθηκε στην 40ή επέτειο από την Καταστροφή, και 60 χρόνια αργότερα συνεχίζει να ανατυπώνεται και να διαβάζεται.
Στα 88 χρόνια που έζησε (πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 2017) ως επιτυχημένος δημοσιογράφος, πολιτικός και συγγραφέας, τιμήθηκε με 14 παράσημα.
~
Το σπέρμα του θανάτου
«Η Στρατιά είχε το θάνατο μέσα της…». Με τα λόγια αυτά ο Αρχιστράτηγος της συμφοράς, ο Χατζηανέστης, προσπάθησε στο Στρατοδικείο να δικαιολογήσει τη συντριπτική ήττα του. Κι είχε δίκιο. Χωρίς την παραμικρή επιθυμία να μειωθούν οι ευθύνες του –είναι τόσο μεγάλες, ώστε θα ήταν αχάριστο το έργο του συνηγόρου του– πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι ο Χατζηανέστης από το εδώλιο του κατηγορούμενου, προβλέποντας το τραγικό τέλος του, είχε το θάρρος να διακηρύξει την αλήθεια, που δεν είπε όταν οραματιζόταν να μπει νικητής στη Κωνσταντινούπολη. Η Στρατιά είχε, πράγματι, το μικρόβιο του θανάτου στα σπλάγχνα της – όλοι το γνώριζαν. Το γνώριζε η ηγεσία της, το γνώριζαν οι αξιωματικοί της. Το διαισθανόντουσαν οι στρατιώτες μας και πιο πολύ απ’ όλους, το γνώριζαν αυτοί που σκόπιμα, συνειδητά το καλλιέργησαν.
Γιατί; Τι επιδίωκαν; Ήταν πολλά τα συμφέροντα, οι φιλοδοξίες και κυρίως τα ταπεινά πάθη, που συνεργάστηκαν στη καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού. Θα πρέπει, ίσως να εκτεθούν ευρύτερα.
Είναι αλήθεια ότι, για μια στιγμή, η Κυβέρνηση της Αθήνας συνέρχεται, θέλει να προλάβει την καταστροφή. Και δέχεται τις εισηγήσεις του Παπούλα, που, στους τελευταίους μήνες της αρχιστρατηγίας του, αποκαλύπτει υπέροχο πατριωτισμό. Αδιαφορεί για την προσωπική του δόξα – ζητεί την επαναφορά των αξιωματικών της Κωνσταντινούπολης. Και γράφει στον Παρασκευόπουλο: « Ανδρείε στρατηγέ… Η Στρατιά περιμένει τον Αρχιστράτηγό της… Θα ήμουν περήφανος αν μπορούσα να υπηρετήσω υπό τας διαταγάς σας».
Η Κυβέρνηση της Αθήνας, κάτω από την πίεση των αξιωματικών του Μετώπου, λυγίζει, δέχεται την επαναφορά των βενιζελικών. Ο Παπούλας ανταλλάζει επιστολές με τον Παρασκευόπουλο, τον Πάγκαλο. Κανείς δεν έχει αντίρρηση. Οι γενναίοι εκείνοι αξιωματικοί δεν επιθυμούν τίποτε περισσότερο, παρά να βρεθούν και πάλι στη πρώτη γραμμή.
Έβλεπαν την καταστροφή κι ήθελαν ν’ αγωνιστούν για να την αποτρέψουν – να σκοτωθούν, τουλάχιστον, πολεμώντας, παρά να την ζήσουν.
Η πληροφορία ότι θα επέστρεφαν οι «Κωνσταντινουπολίται» μεταδίδεται αστραπιαία στο Στράτευμα, φθάνει μέχρι τις προφυλακές και ηλεκτρίζει τους στρατιώτες μας. Και τότε γίνεται ένα θαύμα. Η κουρασμένη Στρατιά ορθώνει το γηρασμένο κορμί της. Οι λιποταξίες σχεδόν σταματούν, οι μεμψιμοιρίες λησμονούνται κι αρχίζουν πάλι τα λεβέντικα τραγούδια. Ήταν, όμως, πολύ ωραίο το θαύμα, για ν’ αποδειχθεί αληθινό. Η Κυβέρνηση, που έχει δεχθεί την επαναφορά των απότακτων του 1921, τη τελευταία στιγμή βάζει έναν ταπεινωτικό όρο: πριν αναλάβουν υπηρεσία, πρέπει να παρουσιασθούν στην Αθήνα, ν’ αναφέρουν τα της δράσης τους. Κι όμως, η δράση τους ήταν γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλη την Ευρώπη, που τους παρακολουθούσε με δέος και θαυμασμό.
Ο όρος που βάζει η Κυβέρνηση δεν επιζητούσε τίποτε περισσότερο, παρά να τους ταπεινώσει. Οι «Γερμανοί» του Επιτελείου, στο άκουσμα της επιστροφής τους, πανικοβάλλονται, βλέπουν ότι η εφήμερη δόξα τους κινδυνεύει. Κι απαιτούν από την Κυβέρνηση να ταπεινώσει τους υπερήφανους, να δεσμεύσει τους αδούλωτους. Δεν είχαν στη ψυχή τους τη φλόγα εκείνων δεν ήταν δυνατό να ζήσουν με το παλμό τους. Κι επίστεψαν στη στιγμή ότι θα μπορούσαν να τους εκβιάσουν. Αλλ’ οι αξιωματικοί της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκαν, η συμφιλίωση απέτυχε, και το μικρόβιο του θανάτου άρχισε και πάλι ν’ αναπτύσσεται στην ψυχή της Στρατιάς.
Τεράστια η ευθύνη εκείνων που απέτρεψαν την επαναφορά των αξιωματικών της Κωνσταντινούπολης – μεγάλο το μερίδιό τους από τη συμφορά.
Κι είναι απογοητευτικό ότι στη κρίσιμη εκείνη στιγμή, κανείς από τους γαντοφορεμένους αξιωματικούς της Αθήνας δεν κατόρθωσε να σκαρφαλώσει ψηλότερα από τα πάθη του, κανείς δεν μπόρεσε να δει την Ελλάδα μεγαλύτερη από το προσωπικό του συμφέρον. Κι όμως η Στρατιά ήταν δυνατόν να σωθεί – δεν χρειαζότανε τίποτε περισσότερο από έναν ψυχωμένο ηγέτη, ένα εκτελεστικό απόσπασμα και δύο-τρία θύματα, για παραδειγματισμό. Ήταν τα συστατικά με τα οποία λίγους μήνες αργότερα, με τα λείψανα της προδομένης Στρατιάς, ο Πάγκαλος δημιουργούσε το Στρατό του Έβρου. Το Στρατό αυτόν ο νικητής Κεμάλ δεν τόλμησε να τον αντιμετωπίσει.
Η σήψη
Ήταν θλιβερές οι ημέρες εκείνες, πιο θλιβερές κι απ’ την καταστροφή που επρόκειτο ν’ ακολουθήσει. Τότε τουλάχιστον υπήρχε η ελπίδα του θανάτου – η λύτρωση. Στα χαρακώματα, όμως, στα πρόχειρα αμπρί, οι στρατιώτες μας ζούσαν για έναν χρόνο γεμάτοι αγωνία, απογοήτευση και πικρία, γιατί τόσοι αγώνες, οι αιματηρές μάχες που έδιναν δύο χρόνια αποδεικνύονταν μάταιες.
Ο Κεμάλ δεν είχε νικηθεί και γνώριζαν ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να τον νικήσουν.
Οι αναφορές των διοικητών μεγάλων μονάδων ήταν ανησυχητικές, το ηθικό των ανδρών είχε κουρελιαστεί και των αξιωματικών ακόμη. Παρά τις αναφορές του Παπούλα, τις διαμαρτυρίες των Σωματαρχών, οι προαγωγές γίνονται από την επετηρίδα. Κι οι αξιωματικοί των κοσμικών σαλονιών προηγούνται από τους πολεμιστές του Μετώπου. Αυτό ήταν το τελειωτικό πλήγμα. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη κατάρρευση του ηθικού, την απογοήτευση των στρατιωτών, ήταν οι αξιωματικοί τους. Αλλ’ είναι κι οι ίδιοι απογοητευμένοι, δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Η σήψη της Στρατιάς είναι αποπνικτική. Κι ο Κωνσταντίνος, στρατιωτικός κι ο ίδιος, στέλνει τον Διάδοχο Γεώργιο στο Μέτωπο, για να εμψυχώσει τους πολεμιστές. Είναι μια προσπάθεια, που μαζί με την αποδοκιμασία της εκστρατείας του Σαγγάριου, αποτελούν σοβαρές ενδείξεις ότι ο Κωνσταντίνος βρισκόταν πολλές φορές σε διένεξη με τις «σκοτεινές δυνάμεις» της Αθήνας. Έχει, όμως, ταυτίσει τη τύχη του μαζί τους, η αντίδρασή του δεν φέρνει αποτέλεσμα.
Ο Γεώργιος φτάνει στο Μέτωπο και στις 11 Νοεμβρίου του 1921 περνά από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπουγιούκ Ουτουράκ, όπου βλέπει μια συγκέντρωση ανδρών της 1ης Μεραρχίας. Θέλει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και προσπαθεί να τους μιλήσει, να τους εμψυχώσει. Αντί, όμως, να τον υποδεχτούν με επευφημίες, τον υποδέχονται με την κραυγή: «Θέλουμε απολυτήρια… Απόλυση». Είναι η κραυγή που τον συνοδεύει σ’ όλη τη περιοδεία του – η κραυγή που του γίνεται εφιάλτης.
Κι όταν αρχίζει η «αποχώρησις» από τον Σαγγάριο, ο Γεώργιος αντιλαμβάνεται ότι έχουν χαθεί όλα – σπεύδει να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η ηττοπάθεια προσλαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, η απειθαρχία είναι ο κανόνας. Οι στρατιώτες αρνούνται να πάνε στην πρώτη γραμμή, προτιμούν να λιποτακτήσουν. Σε 80.000(!) υπολογίζει ο στρατηγός Μπουλαλάς τους λιποτάκτες. Οι φυγάδες επέστρεφαν στην Αθήνα, τον Πειραιά – έφταναν ως και την Αμερική ακόμη, κι έγραφαν στους πρώην συναδέλφους τους για να τους παροτρύνουν να μιμηθούν το παράδειγμά τους. Είναι, όμως, λιποτάκτες; Έφυγαν γιατί δείλιασαν ή μήπως τους παρότρυναν; Την αλήθεια την γνωρίζουν όλοι όσοι έπαιξαν ηγετικό ρόλο την εποχή εκείνη. Κανείς όμως δεν τόλμησε να την βροντοφωνήσει – κανείς εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο, και τότε Μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο, ο οποίος στις αναμνήσεις του γράφει:
«Ευρεθείς εν περιοδεία τον Ιούνιον του 1922 εν Αφιόν-Καρά-Χισάρ της επαρχίας μου, παρηκολούθησα και επιχειρήσεις του Στρατού μας, ως έπραττον συνήθως. Εις μίαν εξ αυτών, ενώ οι στρατιώται μας έκαμναν άλματα προς κατάληψιν λόφου, είδον στρατιώτην ημέτερον να σκοπεύη και να πυροβολή τον προπορευόμενον ανθυπολοχαγόν – διμοιρίτην, ον καί επλήγωσε θανασίμως, εκ προθέσεως, διότι ηκούσθη λέγων ότι “τον τουφεκίζει δια να παύση ταχύτερον ο πόλεμος“. Φυσικόν ήτο να φρίξω επί τω γεγονότι…
»Πλην του ανωτέρω επεισοδίου, παρηκολούθουν μετ’ απογοητεύσεως και κινήσεις των στρατιωτών, και ιδιαιτέραν μοι ενεποίει εντύπωσιν η αθρόα παροχή αδειών εις αυτούς δια την Παλαιάν Ελλάδα, οπόθεν ουδείς επέστρεφε. Μοι εδηλώθη δε εκ της Στρατιωτικής Διοικήσεως Μαγνησίας, ότι υπήρχε διαταγή του Αρχηγείου του Στρατού να μη επιτρέπεται η προς το Μέτωπον μετακίνησις πυρομαχικών και ενισχύσεων. Ώστε καταλήγομεν και πάλιν εις το αποκαρδιωτικόν συμπέρασμα, ότι γενική ήτο η πρόθεσις εγκαταλείψεως της εκστρατείας αυτής…».
Τη διαταγή αυτήν έπρεπε να την γνώριζαν όσοι έζησαν την μικρασιατική τραγωδία κι έγραψαν γι’ αυτήν. Κι αν δεν την γνώριζαν, έπρεπε να την φαντασθούν. Δεν είναι δυνατόν να λιποτακτήσουν 80.000 στρατιώτες χωρίς να συλληφθεί έστω κι ένας, χωρίς να λειτουργήσουν τα στρατοδικεία και να συγκροτηθούν εκτελεστικά αποσπάσματα. Μόνον αν υπήρχε οργανωμένη προδοσία θα ήταν δυνατό να διαφύγουν, μόνον αν είχε καταδικασθεί αμετακλήτως η Μικρά Ασία θα ήταν δυνατό να συμβούν όσα συνέβησαν.
Άλλωστε, και πάλιν ο στρατηγός Μπουλαλάς, προσθέτει: «Δυστυχώς, ουδέν μέτρον ελήφθη, διότι το κρατούν εν Ελλάδι αντιπολεμικόν κλίμα του κομματισμού φαίνεται ότι δεν επροστάτευε μόνον τους λιποτάκτας, αλλά και τους εγκληματίας φυγαδευτάς των».
Οι μεγάλοι ένοχοι δεν ήταν οι λιποτάκτες – απλοί φυσικοί αυτουργοί, έγιναν όργανα των ηθικών αυτουργών του στυγερού εγκλήματος που έχει διαπραχθεί εναντίον του ελληνικού Έθνους. Κι αυτοί, οι πραγματικοί ένοχοι, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στην Αθήνα, ήταν τιμητές των δημιουργών της Μεγάλης Ελλάδας – ήταν η ίδια η Κυβέρνηση. Είχαν κερδίσει τις εκλογές με το σύνθημα «πίσω τα παιδιά μας – να τελειώσει ο αποικιακός πόλεμος». Και, με αξιοθαύμαστη ευσυνειδησία, προσπαθούσαν να εκπληρώσουν την προεκλογική τους υπόσχεση – ήθελαν να είναι βέβαιοι ότι θα κέρδιζαν και τις επόμενες εκλογές.
Ήταν γνωστό σ’ όλους τους αξιωματικούς από ταγματάρχη και πάνω, ότι οι στρατιώτες μας έφευγαν στην Αθήνα με πρόχειρα σημειώματα, γραμμένα πίσω από ένα πακέτο τσιγάρα – ένα οποιοδήποτε κομμάτι χαρτιού. Και δεν επέστρεφαν ποτέ. Τα φρουραρχεία της Αθήνας, του Πειραιά και όλων των μεγάλων πόλεων είχαν τόσους πολλούς «προσκεκολλημένους» στη δύναμη τους, που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα ακόμη Σώμα Στρατού. Λίγους μήνες αργότερα, όταν θα εκδηλωθεί η επίθεση, δεν θα υπάρχει ούτε μια εφεδρική διμοιρία για να ριχτεί στη μάχη.