Όταν όλος ο πλανήτης ήταν απασχολημένος με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία –κρυμμένη πίσω από την ουδετερότητα και το «σύμφωνο φιλίας» με τη ναζιστική Γερμανία– έβλεπε την ευκαιρία που έψαχνε από καιρό προκειμένου να εξοντώσει όσους Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους ζούσαν ακόμα στη χώρα.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η γενική επιστράτευση των μη μουσουλμάνων ανδρών από 20 έως 45 ετών. Η ιδέα ήταν να σταλούν στα βάθη της Ανατολίας, με σκοπό τη φυσική τους εξόντωση (στα πρότυπα των αμελέ ταμπουρού).
Το δεύτερο βήμα ήταν η ψήφιση, στις 11 Νοεμβρίου του 1942, του διαβόητου «Φόρου περιουσίας», του Βαρλίκ Βεργκισί (Varlık Vergisi) – βαρλίκι στα πολίτικα.
Ο φόρος ψηφίστηκε ως αναγκαίος για τη συγκέντρωση κεφαλαίων, ενόψει της ενδεχόμενης εισόδου της χώρας στον πόλεμο. Ωστόσο έχει αναγνωριστεί ως φόρος που στόχευε στην οικονομική καταστροφή των μειονοτικών πληθυσμών (Αρμενίων, Εβραίων και Ελλήνων) προς όφελος των Τούρκων. Ο νόμος 4305 εισήχθη προς ψήφιση στην τουρκική Εθνοσυνέλευση από τον τότε πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτσογλου (Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν ο Ισμέτ Ινονού), και ανακλήθηκε στις 15 Μαρτίου 1944 λόγω της διεθνούς κατακραυγής.
Θεωρητικά, με αυτόν το φόρο ο Σαράτσογλου θα αγωνιζόταν κατά του πληθωρισμού, αυξάνοντας τα κρατικά έσοδα από αυτούς που πλούτισαν στα χρόνια του πολέμου.
Σε κλειστή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του CHP, ωστόσο, δήλωνε: «Ταυτόχρονα αυτός ο νόμος είναι επαναστατικός. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ευκαιρία που θα μας δώσει την οικονομική μας ανεξαρτησία. Εξαλείφοντας τους ξένους που κυριαρχούν στην αγορά μας, θα βάλουμε την τουρκική αγορά στα χέρια των Τούρκων».
Υπολογίζεται ότι για την εξόφληση του φόρου που επιβλήθηκε σε κάθε Έλληνα, Αρμένη ή εβραίο αλλά δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί, απαιτούνταν καταναγκαστική εργασία διακοσίων έως τριακοσίων ετών προκειμένου να εξοφληθεί!
Ο σχεδιασμός του Τούρκου πρωθυπουργού είχε ως εξής:
• Πρώτα έπρεπε να προετοιμαστεί το κατάλληλο κλίμα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ο τουρκικός Τύπος άρχισε σταδιακά να εξαπολύει μια εκστρατεία μίσους και φανατισμού εναντίον των μη μουσουλμάνων. Όλα τα δεινά της Τουρκίας φορτώνονταν στις πλάτες των μειονοτήτων, και βέβαια στην οικονομική ευημερία που απολάμβαναν.
• Δεύτερον, ανασύρθηκε ένας νόμος που είχαν ετοιμάσει το 1914 οι Νεότουρκοι για την «ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας» με πλιάτσικο των χριστιανικών περιουσιών της Τουρκίας. Ξεσκονίστηκε, καθαρογράφτηκε, συμπληρώθηκε και παρουσιάστηκε από τον υφυπουργό οικονομικών Εσαάτ Τεκελί στον πρωθυπουργό Σαράτσογλου. Ο τελευταίος ζήτησε από τον σεσημασμένο για σφαγές άμαχων Ελλήνων Fuat Agrali τη δημιουργία ενός μικρού διευθυντηρίου που θα εφάρμοζε το νόμο. Μέλη του ορίστηκαν οι Faik Ökte, (έφορος Κωνσταντινούπολης) και Mumtaz Tarham τους οποίους ο Agrali παρουσίασε στον Τούρκο πρωθυπουργό με τα εξής λόγια: «Αυτά τα δύο παλικάρια θα εφαρμόσουν το νόμο μας στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη».
• Το επόμενο βήμα ήταν η μυστική συνεδρίαση του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Τούρκος πρωθυπουργός έδωσε εγγυήσεις πως ο νέος νόμος για τον έκτακτο φόρο περιουσίας, το βαρλίκι, στην πράξη θα εφαρμοστεί μόνο στις μειονότητες. Εξήγησε ότι έπρεπε, για τα μάτια, να υπάρχει και ένας φόρος για Τούρκους, αλλά θα ήταν μικρός και συμβολικός, έτσι για να τηρηθούν στοιχειωδώς τα προσχήματα. Αμέσως μετά, η τουρκική Βουλή ψήφισε σε μια συνεδρίαση το νόμο 4305 με 17 άρθρα, στις 11 Νοεμβρίου 1942.1
Ειδικά για τις μειονότητες ο φόρος υπολογιζόταν από τις τοπικές Αρχές αυθαίρετα, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο συντελεστή, αλλά κυριολεκτικά από ένα καπρίτσιο της στιγμής. Τεράστιες περιουσίες χάθηκαν τότε ή και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια άτομα από τις μειονότητες που καταστράφηκαν οικονομικά, έφτασαν ακόμα και στην αυτοκτονία.
Στο βιβλίο Η συμφορά του φόρου Βαρλίκι (Varlık Vergisi Faciası), ο έφορος Κωνσταντινούπολης Faik Ökte περιγράφει με ποιον τρόπο οριζόταν το ποσό του φόρου, αφού πρώτα εξεταζόταν ο φάκελος του θύματος και βεβαιώνονταν το θρήσκευμα και η εθνικότητα του:
Πόσο θα πληρώσει αυτός;
500.000 λίρες πρότεινε ένα μέλος της επιτροπής.
Όχι, όχι. 1.000.000 λίρες, αντιπρότεινε ένα άλλο.
Πείτε ένα ενδιάμεσο ποσό να τελειώνουμε, επενέβαινε ένας τρίτος.1
Από τον Δεκέμβριο του 1942 ως και τον Ιανουάριο του 1943, χιλιάδες ακίνητα που ανήκαν σε μη μουσουλμάνους άλλαξαν χέρια στην Κωνσταντινούπολη.
Ανάμεσα στα ακίνητα που άλλαξαν χέρια ήταν και τα περισσότερα κτήρια της οδού Ιστικλάλ. Το 67% των πωληθέντων ακινήτων αγοράστηκε από Τούρκους ιδιώτες και το 30% από επίσημα ιδρύματα και οργανισμούς. Από τις 21 Ιανουαρίου 1943, χιλιάδες μη μουσουλμανικά σπίτια και επιχειρήσεις κατασχέθηκαν και δημοπρατήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944 λόγω διεθνών πιέσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και πλέον είχε επέλθει τεράστια οικονομική εξαθλίωση των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μετά την κατάργησή του, όσοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα γύρισαν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση της Τουρκίας υποσχέθηκε να τους αποδώσει πίσω και τις περιουσίες τους, αλλά στην πράξη δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο.