Η Πένι Ζαγκαρέλου-Μάκισον από την Αυστραλία πάντα ήξερε ότι ήταν υιοθετημένη· οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν δεν της είχαν κρύψει ποτέ την αλήθεια. Στην πορεία της ζωής της αναζήτησε μέσω των κρατικών αρχείων υιοθεσίας τη βιολογική της μητέρα, και για 20 χρόνια πίστευε ότι καταγόταν από μια αγγλική οικογένεια.
Αυτό που δεν γνώριζε κανείς, όμως, ήταν ότι την ημέρα της γέννησής της στο ίδιο νοσοκομείο είχε έρθει στη ζωή κι άλλο ένα κοριτσάκι.
Κάποιος μπέρδεψε τα δύο μωρά, τα οποία δόθηκαν αμφότερα για υιοθεσία, και μόνο όταν έκανε τεστ DNA ανακάλυψε την πραγματική της ταυτότητα. Είναι Ελληνίδα.
Ο αγώνας για αναγνώριση
Μετά το αρχικό σοκ ότι με τη γυναίκα την οποία θεωρούσε βιολογική μητέρα της, και με την οποία είχε αναπτύξει σχέσεις για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, τελικά δεν είχαν καμία συγγένεια, η Πένι αποφάσισε να αναζητήσει για μία ακόμη φορά, την πραγματική μητέρα της.
Το μόνο που είχε στα χέρια της ήταν το τεστ που επιβεβαίωνε την ελληνική καταγωγή της, και με αυτό η υπηρεσία υιοθεσιών της Αυστραλίας (AIS) κατάφερε να εντοπίσει πολύ γρήγορα μια γυναίκα με ελληνικό όνομα, η οποία είχε γεννήσει την ίδια μέρα ένα άλλο κοριτσάκι, στο ίδιο νοσοκομείο.
Ωστόσο, αυτό που αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο στη συνέχεια ήταν να μάθει περισσότερα για την Ελληνίδα μητέρα της, καθώς έπρεπε να διορθώσει τα επίσημα χαρτιά, τα οποία περιέγραφαν την πραγματική της καταγωγή.
Αρχικά απευθύνθηκε στο δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε τη νομική αναγνώριση της πραγματικής της ταυτότητας, καθώς και τον τερματισμό της εντολής υιοθεσίας που της είχε επιβληθεί σε βρεφική ηλικία.
Την ίδια στιγμή, η πραγματική μητέρα της δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να κάνει ένα τεστ DNA προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι είχαν συγγένεια. Όταν επικοινώνησαν μαζί της για πρώτη φορά οι κοινωνικοί λειτουργοι της AIS, η γυναίκα δήλωσε ότι «ήταν πλέον πολύ αργά».
Νέα, μόνη και ανύπαντρη στην ξενιτιά
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε η Πένι για τη μητέρα της, η κοπέλα είχε φτάσει ανύπαντρη στη Μελβούρνη με πλοίο από την Ελλάδα, και τη γέννησε τον Μάρτιο του 1963. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με τον μετέπειτα σύζυγό της και τα παιδιά τους.
Όταν πληροφορήθηκε για την Πένι, στην αρχή το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ότι είναι καλά και ότι είχε μεγαλώσει σε καλή οικογένεια. Είπε ότι ήταν τόσο νέα όταν έμεινε έγκυος, και ως ανύπαντρη γυναίκα που έφτασε πρόσφατα σε μια ξένη χώρα, χωρίς να ξέρει αγγλικά, είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν σε θέση να φροντίσει το μωρό της.
Αργότερα, η ηλικιωμένη Ελληνίδα πρόσθεσε ότι κουβαλούσε το μυστικό σε όλη της τη ζωή και φοβόταν τι θα συμβεί αν έβγαινε τώρα στη φόρα.
Το γεγονός ότι της είχαν πάρει το μωρό της ήταν μια ανάμνηση που την στοίχειωνε ακόμα, μια πληγή που τώρα είχε ανοίξει ξανά. Εκείνη την εποχή, είπε, δεν έβλεπε άλλη επιλογή από το να το παραδώσει για υιοθεσία.
Εξετάζοντας τα αρχεία, η Πέντι ανακάλυψε επίσης ότι η γραπτή συγκατάθεση της βιολογικής της μητέρας για την υιοθεσία ελήφθη μία μέρα μετά την αναχώρησή της από το νοσοκομείο για τη νέα της οικογένεια. Η Πένι γνώριζε ότι κάτι τέτοιο ήταν παράνομο σύμφωνα με τον αυστραλιανό νόμο περί υιοθεσίας παιδιών του 1958, γεγονός που την έκανε να υποπτευθεί ότι ίσως ο χωρισμός από τη μητέρα της έγινε υπό συνθήκες εξαναγκασμού.
Το σήμερα
Τελικά τα βιολογικά αδέλφια της Πένι στην Ελλάδα συμφώνησαν σε ένα τεστ DNA, επιβεβαιώνοντας έτσι τη συγγένειά τους. Μίλησαν τότε στη μητέρα τους και την ενθάρρυναν να συναντηθεί με την πρωτότοκη κόρη της, κάμπτοντας τις αντιστάσεις της.
Μετά από 34 χρόνια αναζήτησης, η Πένι γνωρίζει πλέον ότι η μητέρα της πάντα την σκεφτόταν, την αγαπούσε, και άναβε το πρώτο κερί για εκείνην στην εκκλησία. Έμαθε επίσης ότι της είχε δώσει ελληνικό όνομα, από την Ελληνίδα γιαγιά της.
Η Πένι διατηρεί τακτικές επαφές με μέλη της οικογένειας της στην Ελλάδα και μαθαίνει την ελληνική γλώσσα, ώστε να μπορεί να μιλήσει απευθείας με τη μητέρα της την επόμενη φορά που θα την επισκεφθεί.
«Ιδανικά, θα ήθελα να ακούσω απευθείας από τη μητέρα μου την ιστορία της σύλληψής μου και τις συνθήκες της υιοθεσίας μου, και φυσικά να μάθω ποιος είναι ο πατέρας μου, αλλά μόνο αν αισθάνεται άνετα να μου την πει», δήλωσε στην ιστοσελίδα neoskosmos.com.
«Το επόμενο ταξίδι μου έχει ήδη προγραμματιστεί για τον Απρίλιο του χρόνου, με τον σύζυγό μου, και θα πάω ξανά τον Σεπτέμβριο με τον γιο μου, επειδή κανένας από τους δύο δεν έχει γνωρίσει ακόμα τη μητέρα μου και την υπόλοιπη οικογένεια» συμπλήρωσε.
Για να βοηθήσει κι άλλους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, αλλά και να καταδείξει τις αδυναμίες του συστήματος υιοθεσιών, η Πένι Ζαγκαρέλου-Μάκισον έγραψε ένα βιβλίο περιγράφοντας την εμπειρία της, στο οποίο αμφισβητεί νόμους και πρακτικές που εδραιώνουν το στίγμα της μυστικότητας γύρω από τα υιοθετημένα παιδιά ενώ παράλληλα επιχειρηματολογεί για εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις.
Το βιβλίο έχει τίτλο Greek, Actually («Ελληνίδα, τελικά») και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Spinifex Press. Η Πένι Ζαγκαρέλου-Μάκισον είναι κοινωνική λειτουργός στο επάγγελμα, και εργάζεται επί τρεις δεκαετίες στον τομέα των υπηρεσιών για το παιδί και την οικογένεια.