Όταν με την οικογένειά του έφευγαν κυνηγημένοι από την Προύσα της Μικράς Ασίας το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ουδείς μπορούσε να φανταστεί πως ο μόλις τριών ετών Μανόλης Ανδρόνικος μια μέρα θα κατάφερνε να στρέψει τα φώτα της παγκόσμιας κοινότητας προς την Ελλάδα, με την ανακάλυψη του τάφου του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’.
Το σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο, ένα από τα σπουδαιοτερα του 20ού αιώνα, ήρθε στο φως, στις 8 Νοεμβρίου 1977, στη Βεργίνα.
Τα ευρήματα, η χρυσή λάρνακα με το αστέρι-σύμβολο των Μακεδόνων βασιλέων, οι τοιχογραφίες και τα όπλα που βρέθηκαν στον ασύλητο τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας, ήταν αυτά που έκαναν τον Ανδρόνικο και την ομάδα του να πιστέψουν πως ανακάλυψαν τον τάφο του Φιλίππου του Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) –Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα – όπως και όλες τις επόμενες – στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο-τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί.
»Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως, την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας.
»Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…) Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα.
»Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή – και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας – κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε», γράφει στο βιβλίο του Το χρονικό της Βεργίνας (εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης).
Ο Μανόλης Ανδρόνικος δέχθηκε πόλεμο για την απόδοση του ταφικού μνημείου στον βασιλιά Φίλιππο Β’.
Αρκετές έρευνες τον έχουν διαψεύσει αλλά ακόμα περισσότερες τον έχουν επιβεβαιώσει έως σήμερα: ο τάφος ανήκει στον βασιλιά των Μακεδόνων. Εκείνο που είναι αδιαμφισβήτητο είναι πως η ανακάλυψή του είναι μια από τις μεγαλύτερες του 20ού αιώνα και η λάμψη της δεν θα σβήσει ποτέ.