«Ήμουν δειλή μέχρι αηδίας. Αν δεν υπήρχε ο Κουν να μου πει: “Είσαι λαπάς, βγάλε τα σπλάχνα σου στο πιάτο”, πώς θα τα έβγαζα;», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της η Ελένη Χατζηαργύρη. Μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς που πέρασαν από το θεατρικό σανίδι τον 20ό αιώνα μισούσε το παρελθόν, χωρίς όμως να το αρνείται· έγραψε ξεχωριστές σελίδες και ευτυχώς τα ελάχιστα πράγματα που έκανε σε τηλεόραση και σινεμά την έκαναν γνωστή στους νέους ανθρώπους που δεν την πρόλαβαν να… διδάσκει πάνω στη σκηνή. Βέβαια, με το σινεμά υπήρξε μια ιδιαίτερη σχέση, όπως θα δούμε πιο κάτω. Και όχι, το ρήμα «δίδασκε» δεν είναι τυχαίο, αφού υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες δασκάλες υποκριτικής.
Είτε ως ηθοποιός, είτε ως δασκάλα, η Ελένη Χατζηαργύρη ζούσε και ανέπνεε για το θέατρο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε προσωπική ζωή, αφού χάρηκε και παιδιά και εγγόνια. Μάλιστα η εγγονή της Σάννυ Χατζηαργύρη έχει ασχοληθεί και με την υποκριτική.
Από τη Χαλκίδα στου Κουν
Η Ελένη Χατζηαργύρη (Γαρυφαλλίδου, το πατρικό της) είδε το φως της ζωής στις 9 Νοεμβρίου 1923 και δήλωνε υπερήφανη για τις δύο της πατρίδες· την Κωνσταντινούπολη απ’ όπου κατάγονταν οι δικοί της και τη Χαλκίδα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αλλά και η Χαλκίδα την αγαπούσε και την τίμησε.
Όταν εκείνη ήταν 14 η οικογένεια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στην Κυψέλη. Κόρη «καλής οικογενείας», φοιτούσε σε ιδιωτικό σχολείο και δεν της περνούσε από το μυαλό να γίνει ηθοποιός. «Ήμουν πολύ δειλή για να σκεφτώ να γίνω ηθοποιός. Και ακόμα είμαι» είχε δηλώσει.
Και εδώ ξεκινάει το παιχνίδι της μοίρας: Η Ελένη Χατζηαργύρη βρέθηκε στο θέατρο σε πολύ νεαρή ηλικία και τυχαία. «Στον Κουν με είχε πάει η Διονυσία Σκουλούδη, η σύζυγος του λογοτέχνη και μεταφραστή Μανώλη Σκουλούδη. Δεν περνάει μέρα που να μην την αναφέρω. Καθόμασταν απέναντι. Διάβαζα στη βιβλιοθήκη της, της άρεσε η φωνή μου και μου είπε ότι υπάρχει ένας νεαρός σκηνοθέτης που ανεβάζει ρώσικα έργα που νομίζει ότι θα μου πηγαίνουν. Και με οδήγησε στον Κουν. Έτσι άφησα το σχολείο. Δεν το τέλειωσα. Πήγαινα στο ιδιωτικό του Φωτόπουλου και δεν έδωσα εξετάσεις για να πάρω το απολυτήριο», είχε περιγράψει.
Οι άντρες της ζωής της
Στην ομάδα του Κουν μια μέρα πήγε ο… Άγιος Βασίλης – έτσι τον είχε αποκαλέσει ο σκηνοθέτης. Ήταν ο συγγραφέας Κώστας Χατζηαργύρης, ένας από τους χρηματοδότες του Θεάτρου Τέχνης. Εκείνος γοητεύτηκε από τη νεαρή ξανθιά ηθοποιό, όπως και εκείνη. «Μου ζήτησε ο Χατζηαργύρης να παντρευτούμε, είπα ναι. Δεν έχω ούτε χαρτί από τον Κουν ότι φοίτησα στη σχολή του», είχε πει.
Παρ’ όλα αυτά μπήκε με το καλημέρα σας στα βαθιά και ξεκίνησε την καριέρα της με Ίψεν. Παράλληλα απέκτησε τον γιο της – και όλα αυτά γύρω στα 20 της χρόνια.
Μετά το χωρισμό της με τον Χατζηαργύρη συνδέθηκε με τον ηθοποιό Νίκο Τζόγια, με τον οποίον έγιναν και καλλιτεχνικό ζευγάρι με εξαιρετικά δείγματα ερμηνείας δίπλα στην Παξινού και τον Μινωτή. Το 1966 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Κώστα Λίβα.
Η καριέρα της πλήρης· παρότι δεν το επιδίωξε ποτέ να πάρει κάποιον ρόλο: «O δεύτερος σύζυγός μου, με τον οποίο και έζησα πολλά χρόνια, έλεγε ότι έχω το “τρυποφουντούκιον σύστημα”. Γνωστό σε αρκετούς συναδέλφους, μας έκανε να γελάμε. Τι σημαίνει; Ότι κάθεσαι στη φωλιά σου και σου ‘ρχονται. Ουδέποτε έχω επιδιώξει οτιδήποτε».
Αν και προερχόταν από του Κουν, στις αρχές του ’60 προσελήφθη στο Εθνικό θέατρο όπου έμεινε μέχρι το 1981, για δύο δεκαετίες. Έγραψε ιστορία σε κλασικά έργα αλλά και στην τραγωδία, αν και όπως είχε δηλώσει: «Στην Επίδαυρο δεν χάρηκα ποτέ παράσταση, λόγω άγχους».
Η περίεργη σχέση με τον κινηματογράφο
Η Ελένη Χατζηαργύρη δεν είχε κρύψει ότι δεν αισθανόταν άνετα στον κινηματογράφο. Ήταν από τη γενιά των ηθοποιών που έβλεπαν με μισό μάτι την κάμερα αλλά και όλο το σταρ σίστεμ που εκπροσωπούσε. Για να είμαστε ειλικρινείς, στο σινεμά δεν έκανε ούτε πολλά ούτε σπουδαία πράγματα.
Στην ουσία οι καλές ταινίες στις οποίες έπαιξε ήταν λίγες, με κορυφαία φυσικά την Αγνή του λιμανιού, όπου δεν δίστασε να υποδυθεί έναν τολμηρό και κόντρα ρόλο, μια πόρνη της Τρούμπας που ορκίζεται να καταστρέψει τον θετό γιο του πατέρα της.
Πίσω από αυτή την ταινία υπάρχει μια ιστορία. Η αρχική πρόταση του Γιώργου Τζαβέλα προς τον Φίνο ήταν η Μελίνα Μερκούρη, η οποία τότε στα 32 της διέπρεπε στο θέατρο, αλλά δεν είχε κάνει καθόλου σινεμά. Είναι γνωστή αντιπάθεια του παραγωγού προς τη Μελίνα· πολλοί μιλάνε για αρχικά προσωπική εμπάθεια από τα χρόνια της Κατοχής. Όμως κινηματογραφικά ο Φίνος υποστήριζε ότι η Μερκούρη ήταν υπερβολική για τον θεατή της εποχής. Ψηλή, μεγάλα μάτια, μεγάλο στόμα, μεγάλα χείλη. Και ίσως να είχε δίκιο. Σε κάθε περίπτωση η Μελίνα έπρεπε να περιμένει τρία χρόνια για να κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στη Στέλλα, το φιλμ που αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει ο Φίνος, όπως και το Ποτέ την Κυριακή.
Έτσι ρόλος πήγε στη Χατζηαργύρη, η οποία όχι μόνο δικαίωσε τον παραγωγό αλλά πιστώθηκε και μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία που την κουβαλούσε για πάντα. Και δικαιολογημένα.
Περί ανέμων, υδάτων, θεάτρου και ζωής
Όπως ήταν αναμενόμενο, η καριέρα της δεν τελείωσε με το που έφυγε από το Εθνικό. Αξιώθηκε μεγάλους ρόλους και φυσικά σπουδαίες ερμηνείες. Αλλά ήταν και η επαφή της με τη νέα γενιά, όχι μόνο των θεατών αλλά και των συναδέλφων της.
Η Ελένη Χατζηαργύρη υπήρξε από τις καλύτερες δασκάλες υποκριτικής που βγήκαν στο ελληνικό θέατρο. Και όπως ξέρουμε, η σχέση καθηγητή-μαθητή είναι δούναι και λαβείν. Και οι δυο και παίρνουν και δίνουν.
Όσον αφορά την τηλεόραση, οι δουλειές που έκανε ήταν πολύ λίγες. Όμως η τελευταία από αυτές, το Περί ανέμων και υδάτων της Κάκιας Ιγερινού, υπήρξε μεγάλη επιτυχία. Σαν ένα ακόμα παιχνίδι της μοίρας: η επαφή της με το φακό τής χάρισε μια τεράστια επιτυχία στην αρχή της καριέρας της (στο σινεμά) και μια στο φινάλε (στην τηλεόραση).
Η ίδια εκτιμούσε μεν τη δύναμη της εικόνας, όμως ήξερε και τις παγίδες που έκρυβε. Σιχαινόταν τα κοσμικά αλλά της άρεσε η επαφή με φίλους και με τον κόσμο. «Πρέπει ο κόσμος να μας βλέπει στην καθημερινότητα μας. Να δει πώς μεγαλώνουμε, να μην μένει στην εικόνα του παρελθόντος» είχε δηλώσει.
Η Ελένη Χατζηαργύρη συνήθιζε να πηγαίνει το πρωί σε ένα διακριτικό καφέ της πλατείας Κολωνακίου και να κάθεται για ώρα με ένα βιβλίο. «Μελαγχολώ που μεγάλωσα, ως γυναίκα. Αλλά αν δεν είχα γεννηθεί και τόσο νωρίς δεν θα γνώριζα όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Ευτυχώς που γεννήθηκα νωρίς, για να τους προλάβω. Νιώθω πλήρης. Πλήρης από έρωτα, οικογενειακή ζωή, φίλους, καριέρα» ήταν η κατάθεση ψυχής που είχε κάνει, δείχνοντας όλη της την ευγνωμοσύνη για τη χορτάτη ζωή που έζησε μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2004 που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
Σπύρος Δευτεραίος