Η Σοφία Χατζίδου ζούσε στο Χατζίκιοϊ (Γκüμüς Χατζίκιοϊ, Γκουμούς Χατζίκιοϊ, Μπακίρ-Μαdέν) το οποίο βρισκόταν σε κάμπο, ανατολικά της Μερζιφούντας και βόρεια της Κάβζας. Αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της περιοχής, εντούτοις ελάχιστοι από τους Έλληνες κατοίκους καταγίνονταν με το εμπόριο. Ήταν κυρίως τεχνίτες και γεωργοί, καπνοκαλλιεργητές.
Οι Έλληνες κάτοικοι, 50 πολυμελείς οικογένειες, κατάγονταν από το Γκüμüσμαdέν και μιλούσαν ποντιακά, εκτός ελάχιστων τουρκόφωνων, που προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Καισάρειας.
≈
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μιας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Μια μέρα μάς είπαν ότι γίνεται Ανταλλαγή. Δηλαδή εμείς οι Έλληνες της Τουρκίας θα πάμε στην Ελλάδα και οι Τούρκοι της Ελλάδας θα έρθουν στην Τουρκία. Το 1922 ήτανε. Ωωω, πόσο χαρήκαμε σαν το μάθαμε! Το «χαρήκαμε» δε λέει τίποτα⋅ κάτι παραπάνω αισθανθήκαμε. Θα γλιτώναμε, επιτέλους από τα χέρια των Τούρκων, θα πηγαίναμε σε τόπο χριστιανικό.
Πουλήσαμε ό,τι μπορέσαμε, άλλα είδη χαρίσαμε.
Οι Τούρκοι λέγανε: «Αμάααν, και τώρα που θα φύγουν οι μαστόροι, ποιοι θα χτίζουν τα σπίτια μας;» Εμένα ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι, ήτανε χτίστης. Άλλοι πάλι μας έλεγαν: «Θα μετανοήσετε εκεί που θα πάτε, είναι φτωχός τόπος, θα υποφέρετε…».
Μπήκαμε σε αλογόκαρα και τραβήξαμε για τη Σαμψούντα. Μας συνόδευαν χωροφύλακες για την ασφάλειά μας. Περάσαμε από το Μαρσοβάν. Καμένα τα ελληνικά σπίτια. Μετά περάσαμε από τη Χαβζά κι εκεί έσφαξαν πολλούς οι Τούρκοι. Ύστερα φτάσαμε στο Γαβάκ¹ κι απ’ εκεί στη Σαμψούντα. Από τη Σαμψούντα δεν είχανε φύγει ακόμα οι Έλληνες. Μείναμε ένα μήνα εκεί. Κοιμόμασταν στα σχολεία.
Μετά ήρθε βαπόρι τούρκικο. Το λέγανε «Κουρτ Τζεμάλ»⋅ έτσι νομίζω. Με καΐκι πήγαμε στο βαπόρι. Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα. Τρέμαμε καθώς ανεβαίναμε τη σκάλα του πλοίου. Εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου και τη μικρή αδελφούλα μου… Οι Τούρκοι ναύτες μάς κορόιδευαν και γελούσαν: «Άιντε γκιαβούρ» λέγανε. Κόσμος πολύς στο βαπόρι, πέντε χιλιάδες ψυχές. Νερό δεν είχαμε να πιούμε. Κάθε πρωί μοιράζανε ένα κουβά νερό στην κάθε οικογένεια. Όποιος προλάβει να πάρει. Γινότανε σκοτωμός! Οι Σαμψούντιοι, σαν πιο ευγενείς που ήταν από μας, κατάφερναν και παίρνανε.
Το ταξίδι ως την Πόλη διάρκεσε πέντε μέρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μάς θέριζε η δίψα. Τραβούσαμε νερό από τη θάλασσα και το βράζαμε για να το πιούμε. Συνέχεια πέθαναν στο βαπόρι, τους ρίχνανε στη θάλασσα τους πεθαμένους. Οκτώ μέρες κάτσαμε στην Πόλη. Μέναμε σε σχολεία. Να δεις τι περιποίηση! Μας έφερναν τρόφιμα, έτοιμα φαγητά, γλυκά.
Η πρώτη σκάλα που πιάσαμε στην Ελλάδα ήταν η Λευκάδα. Δε μας χώνευαν καθόλου εκεί. Λέγανε: «Δε βούλιαζε καλύτερα το πλοίο σας να πνιγήτε κι εσείς μαζί! Τρώτε το ψωμί μας». Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε λιγοστό ψωμί. Το μοιράζανε με δελτίο. Μπορεί να είχαν δίκιο. Είχαμε όμως κι εμείς δίκιο. Στον τόπο μας δε μας έλειπε τίποτε. Γιατί να υποφέρουμε τώρα;
Ο αδελφός μου πήγαινε στο βουνό κι έκοβε ξερούς θάμνους. Τους πουλούσε στα σπίτια κι αγόραζε σύκα. Αυτή την τροφή τρώγαμε.
Στη Λευκάδα μείναμε ένα χρόνο⋅ δε μας άρεσε ο τόπος, πεινούσαμε. Φύγαμε όλοι μαζί και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, στα προάστιά της. Μετά πήγαμε στη Δοϊράνη. Σκορπίσαμε απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Βασανισμένη η γενιά μας. Κι εδώ είχαμε πόλεμο, κατοχή, ανταρτοπόλεμο. Ησυχία δε μας βρήκε…