Το ρήμα είναι προσωρεύω ή πουσωρεύω, και οι ερμηνείες του είναι όλες λίγο-πολύ αναπάντεχες, μια και ουδεμία σχέση έχει με το «προσωρινό» το οποίο μας θυμίζει. Η ρίζα της λέξης είναι το σωρεύω, οπότε έχουμε και λέμε:
Προσωρεύω σημαίνει περιμαζεύω, σωρεύω (Προσωρεύω το σαχτάρ’), υπάρχει δε και η κατάρα «Άδης να σε πουσωρέψη»!
Στο ίδιο κλίμα είναι και η ερμηνεία «τακτοποιώ», αλλά όταν μιλάμε για πληγή, σημαίνει ότι έχει γεμίσει πύον.
Στη μέση φωνή το ρήμα γίνεται προσωρεύκομαι και προσουρεύκομαι, και αντίστοιχα με το «συμμαζεύομαι» της νεοελληνικής, σημαίνει 1) Περιποιούμαι τον εαυτό μου ως προς την εξωτερική εμφάνιση, 2) Συστέλλομαι μπροστά σε μεγαλύτερους, 3) (αντιγράφουμε κατά γράμμα από το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου) «Περιπατών ή καθήμενος ανασηκώνω το ένδυμά μου».
Εξ αυτού λοιπόν και το προσώρεμα του τίτλου, που θα πει 1) Το να ανασηκώσει κάποιος το ένδυμά του καθώς βαδίζει για να μην λερωθεί, 2) Συμμάζεμα, «συστολή ενώπιον πρεσβυτέρου».
Άλλες σχετικές λέξεις είναι το προσωρευτέριν, δηλαδή το ξύλινο όργανο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή πεσμένων φύλλων, χόρτων κτλ., και ο προσωρευτής, δηλαδή εκείνος που κάνει αυτήν τη δουλειά, που περιμαζεύει π.χ. τα πεσμένα φύλλα.