Γεώργιος Ν. Παυλίδης. Μικρασιάτης πρόσφυγας από τη Φώκαια με μια ζωή μυθιστορηματική· αν και πέθανε νέος, βρέθηκε μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων της εποχής του. Γενοκτονία, Μικρασιατική Καταστροφή, Ανταλλαγή, Κατοχή, Εμφύλιος· από τη φτώχεια του απόλυτου τίποτα μετά τον ξεριζωμό, στα πλούτη που μοιράζονταν σε όσους είχαν ανάγκη. Κυρίαρχο στοιχείο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του βίου του ήταν ο άνθρακας· και παρόλο που το όνομά του θα έπρεπε να είχε γραφτεί φαρδύ πλατύ στο κεφάλαιο της ενεργειακής ιστορίας της Ελλάδας, για κάποιον… μυστήριο λόγο είναι ξεχασμένο στις υποσημειώσεις.
Η περιπέτεια της αξιοποίησης του λιγνίτη που βρισκόταν στο υπέδαφος της εορδαϊκής γης, εκεί όπου έφτιαξαν οι πρόσφυγες τα νέα τους σπίτια, έχει συνδεθεί με αυτό το πρόσωπο από την ιωνική γη που έζησε έντονα όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά την ανακάλυψη του λιγνίτη, η συνταξιούχος εκπαιδευτικός Μιράντα Παυλίδου ακολουθώντας τα χνάρια του παππού της προσφέρει πρωτογενείς πληροφορίες στο βιβλίο-λεύκωμα Η ιστορία των λιγνιτών της Δυτικής Μακεδονίας (1925-1957) και ο Μικρασιάτης Γεώργιος Ν. Παυλίδης. Πρόκειται, όπως λέει η ίδια, για ένα έργο ζωής, ένα προϊόν ιστορικής έρευνας που κράτησε 15 ολόκληρα χρόνια.
«Αναφέρεται καταρχάς στην ιστορία της δικής μου οικογένειας, αλλά η ιστορία της οικογένειάς μου ουσιαστικά είναι η σύγχρονη ιστορία της δυτικής Μακεδονίας. Αρχικά δεν είχα στο μυαλό μου να γράψω ένα βιβλίο, απλά όταν ο πατέρας μου, ο Νικόλαος Παυλίδης, αρρώστησε από καρκίνο και κατάλαβα ότι θα τον έχανα πήρα μια κάμερα, πήγα στο νοσοκομείο και τον έβαλα κάτω να μου τα πει ξανά, από την αρχή. Όταν πέθανε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να προσεγγίσω το παρελθόν του, και ξεκίνησα να αναζητώ άτομα ώστε να μου επιβεβαιώσουν αυτά που μου είχε πει» εξηγεί στο pontosnews.gr.
Ξεκίνησε λοιπόν να συγκεντρώνει συνεντεύξεις, μαρτυρίες, οικογενειακές φωτογραφίες, συμβόλαια, δικαστικές αποφάσεις, δικηγορικά σημειώματα. Και όταν συνειδητοποίησε ότι αυτό το υλικό που είχε ήταν πολύ σημαντικό, αποφάσισε να το αξιοποιήσει. «Γιατί κατάλαβα ότι αυτά τα πράγματα που είχα στην κατοχή μου εάν δεν τα έγραφα εγώ για να μείνουν θα χάνονταν για πάντα. Οπότε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του τόπου θα είχε εξαφανιστεί», προσθέτει.
Στην πραγματικότητα βέβαια η Μιράντα Παυλίδου είχε σπαράγματα που έπρεπε να ενταχθούν στον ιστορικό χρόνο ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αφήγηση. Έτσι προέκυψε αυτή η ιστορική βιογραφία, με τη βοήθεια και του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη και της Κίας Σακελλαρίδου που έκανε την επιμέλεια του κειμένου.
Από τη φλεγόμενη Φώκαια στη Θεσσαλονίκη και ξανά πίσω
Ο Γεώργιος Ν. Παυλίδης γεννήθηκε στη Φώκαια, 60 χλμ από τη Σμύρνη. «Ήταν 14-15 ετών (γιατί δεν ξέρουμε αν γεννήθηκε το 1897 ή το 1898) όταν έγινε το ολοκαύτωμα. Το έζησε, η οικογένειά του καταστράφηκε, έχασε τον πατέρα του, έχασε τη γιαγιά του, έχασε συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα. Και βρέθηκε μέσα σε ένα πλοίο, του Καρασούλη, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη» αναφέρει η εγγονή του.
Την ώριμη εφηβεία του την πέρασε μέσα στα στρατόπεδα των συμμάχων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου. Ήρθε σε επαφή με Άγγλους αξιωματικούς την περίοδο 1915-17, όταν η Στρατιά της Ανατολής είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή του Βαρδάρη και γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα του έραβε σεντόνια για τα νοσοκομεία και τα στρατόπεδα, και ο μικρός έκανε θελήματα.
«Νομίζω πως η αγάπη του για τις μηχανές και η τάση του να κοιτάζει προς το μέλλον δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτά τα στρατόπεδα, επειδή ήρθε σε επαφή με όλη την πολεμική τεχνολογία της εποχής· την είδε μπροστά στα μάτια του, αντιλήφθηκε την αξία της, κατάλαβε τι μπορούσε να προσφέρει στους ανθρώπους και αυτό ήταν που τον επηρέασε πολύ. Οι Γάλλοι έφερναν και κάρβουνο από την Κατερίνη μέσω θαλάσσης, ποσότητες πολύ καλής ποιότητας λιγνίτη» σημειώνει η συγγραφέας.
Από τη Θεσσαλονίκη έφυγε το 1919 μαζί με τον Ελληνικό Στρατό· κατετάγη εθελοντής για να ελευθερώσει την πατρίδα του, τη Μικρά Ασία. Ξαναβρέθηκε λοιπόν εκεί και επέστρεψε το 1922 μετά την Καταστροφή. Και ήταν και πάλι μέσα στην καρδιά των γεγονότων, καθώς υπηρέτησε στον όρχο αυτοκινήτων, την τότε νεοσύστατη μονάδα του ΕΣ που ασχολήθηκε με τις μηχανές, με τα οχήματα, με το να συναρμολογεί τα πολυβόλα, τα όπλα, κτλ.
Η ανακάλυψη του λιγνίτη
Ερχόμενος πίσω στην Ελλάδα, μαζί με τον συνέταιρο και γαμπρό του Κωνσταντίνο Αδαμόπουλο (γνωρίστηκαν όταν ήταν εθελοντές στο στρατό) αρχικά αγόρασε ένα γαλλικό φορτηγό, απομεινάρι του Α’ Παγκοσμίου – στην πορεία απέκτησε και άλλα. Με τα φορτηγά έκανε τη μεταφορά των ανταλλαγέντων, από και προς το λιμάνι του Βόλου.
«Είναι μυθιστορηματική η ανακάλυψη του λιγνίτη, αλλά και όλη του η ζωή που θα μπορούσε να γίνει μια φοβερή ταινία, με πάρα πολλές ανατροπές, πάρα πολλές καταστροφές, με αναγεννήσεις, με ανάπτυξη, με όλα αυτά τα στοιχεία που έχει μια πολύ πλούσια και δύσκολη ζωή. Μια ζωή που έχει προσφέρει τόσα πολλά σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στη δυτική Μακεδονία» τονίζει η Μιράντα Παυλίδου.
Η ιστορία ξεκίνησε όταν μεταξύ Προαστείου και Μαυροπηγής έπαθε βλάβη το φορτηγό και ο Γεώργιος Παυλίδης αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στην ύπαιθρο. Μέσα από τις ανταύγειες της φωτιάς που άναψε για να ζεσταθεί παρατηρούσε το έδαφος να καίγεται – διέκρινε τις καφετιές και μαύρες ζώνες του. Έβγαλε κομμάτια και τα έριξε στη φωτιά.
Στο βιβλίο της η εγγονή του γράφει: «Και τότε, σε ηλικία 25 χρονών, μέσα στο κρύο, το σκοτάδι και την ερημιά του ήρθε σαν “αποκάλυψη” η σκέψη ότι κρύβεται κάτι πολύ σημαντικό μέσα στο σπλάχνα αυτής της γης. Προικισμένος με ευφυΐα, παρατηρητικότητα, έντονη δραστηριότητα και εμπειρικές γνώσεις που λίγοι διέθεταν εκείνη την εποχή, ξεκίνησε τις έρευνες».
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο pontosnews.gr εξηγεί: «Αυτό που έκανε και αυτό που τον ξεχωρίζει –διότι πολλοί τον μιμήθηκαν–, ήταν ότι τελικά μόνο ο Παυλίδης κατάφερε να πάρει μαύρη γη σε ένα τσουβάλι και να την πάει στο Χημείο του Κράτους. Και από εκεί και έπειτα έκανε αιτήσεις για να του δοθεί άδεια ερευνών (1925), και αφού έκανε τις έρευνές του (άνοιγε πηγάδια) για να δει πού βρίσκεται ο λιγνίτης και σε τι ποσότητα, το 1930 έλαβε την επίσημη άδεια εκμετάλλευσης λιγνιτωρυχείου. Άρα, πήρε ένα ορυχείο στο όνομά του και στο όνομα του συνεταίρου του και γαμπρού του, του Αδαμόπουλου, και τους ανήκε αυτό, ήταν δικό τους».
Και συνεχίζει: «Στη δυτική Μακεδονία ανακάλυψε ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα λιγνίτη σε όλη την Ευρώπη – το τρίτο μεγαλύτερο λιγνιτωρυχείο. Επομένως, χάρη σε αυτή την ανακάλυψη και στην ορμή που είχε να καθιερώσει το λιγνίτη προέκυψε η ανάπτυξη, έγινε η εκβιομηχάνιση, ηλεκτροδοτήθηκε η χώρα, αναπτύχθηκε ο τουρισμός. Και η Ελλάδα από “πτωχή πλην έντιμος”, έγινε αυτή που ξέρουμε σήμερα».
Και σκαπανέας και ειδικός στο μάρκετινγκ
Ο Γεώργιος Ν. Παυλίδης υπήρξε και ο πρώτος σκαπανέας της περιοχής – έμπαινε μέσα στις στοές μαζί με τους υπόλοιπους λιγνιτωρύχους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να τον μεταφέρουν λιπόθυμο πάνω σε μια κουβέρτα έξω στον καθαρό αέρα. «Αυτά είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του και πέθανε σε ηλικία 49 ετών, μέσα στον Εμφύλιο» λέει η εγγονή του.
Ήταν επίσης ένας μετρ του… μάρκετινγκ, καθώς η νέα καύσιμη ύλη αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και φόβο.
«Αρχικά ο Παυλίδης αναγκάστηκε να χαρίζει τόνους λιγνίτη σε φιλικές οικογένειες έτσι ώστε να μάθουν να τον χρησιμοποιούν. Και η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη παρόλο που οι πρόσφυγες πραγματικά πέθαιναν από το κρύο αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν το λιγνίτη· τον θεωρούσαν ανθυγιεινό μιας και τον έβαζαν στα μαγκάλια. Ο Παυλίδης έκανε παραγγελία ειδικές σόμπες με μπουριά για να πείσει τους ανθρώπους να τον χρησιμοποιήσουν, διότι ήταν εξαιρετική καύσιμη ύλη σε σχέση με τα ξύλα, με πολύ μεγαλύτερη θερμιδική ικανότητα» σύμφωνα με τη Μιράντα Παυλίδου.
Αργότερα βέβαια πάρα πολλοί που δούλευαν στα «Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδος Παυλίδου-Αδαμοπούλου» το απόγευμα πήγαιναν στις αυλές των σπιτιών τους και άνοιγαν πηγάδια, έβγαζαν λιγνίτη και τον πουλούσαν στη μαύρη αγορά.
«Φυσικά άνοιξε το δρόμο, και πάρα πολλοί επιχειρηματίες απ’ όλη την Ελλάδα πήγαν στη δυτική Μακεδονία που τότε ήταν η γη της Επαγγελίας, το αντίστοιχο Ελ Ντοράντο – όλοι είχαν το όνειρο να γίνουν ζάμπλουτοι. Όμως η δουλειά αυτή ήταν (και είναι) τόσο σκληρή, τόσο δύσκολη που δεν κατάφεραν να παραμείνουν στην περιοχή. Εκτός από τον Μποδοσάκη, τη ΔΕΗ και όλα αυτά που ξέρουμε αργότερα, δηλαδή ικανότατοι επιχειρηματίες που είχαν τεράστιες γνωριμίες και πήραν τεράστια δάνεια, και ξεκίνησαν την εξόρυξη ανοιχτού πεδίου πλέον, χωρίς στοές, με το να αφαιρούν το χώμα πάνω από το λιγνίτη, να τον βάζουν σε ταινιόδρομους και να τον μεταφέρουν στα εργοστάσια» αναφέρει η συγγραφέας.
Στην αφάνεια
Όπως εκτιμά, είτε γιατί τα πράγματα μετά τον Β’ Παγκόσμιο και μετά τον Εμφύλιο άλλαξαν εντελώς στην Ελλάδα, είτε γιατί οι κάτοικοι της περιοχής πλούτισαν πάρα πολύ γρήγορα και ξαφνικά εξαιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης, ο παππούς της ξεχάστηκε.
«Και εμένα μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση που σήμερα δεν μνημονεύεται· προσπαθώντας να δώσω μια εξήγηση διαπίστωσα ότι τα μίση και τα πάθη του Εμφυλίου καλά κρατούν. Επίσης, ο Παυλίδης την εποχή εκείνη θεωρήθηκε καπιταλιστής, επομένως ένας καπιταλιστής λιγότερος θα ήταν κάτι καλό – έτσι πίστευαν πολλοί, παρόλο που τους βοήθησε, διότι βοήθησε και τον ΕΛΑΣ πολύ.
»Και βοήθησε και όλους όσοι προσέτρεχαν σε αυτόν, για ρούχα, για τρόφιμα, όπως και τους φαντάρους που επέστρεφαν από το αλβανικό μέτωπο, που υποχωρούσαν. Τους έδινε πολιτικά ρούχα, τρόφιμα, τους είχε στο σπίτι του να πλένονται. Γιατί αν τους έβλεπαν να κουβαλούν οπλισμό και να φορούν στρατιωτικά ρούχα ήταν σίγουρο ότι θα τους λήστευαν και θα τους σκότωναν στο δρόμο την εποχή εκείνη.
»Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ξεχάστηκε είναι ότι ο Μποδοσάκης, πρόσφυγας και αυτός, μια τεράστια προσωπικότητα που προσέφερε πάρα πολλά στην Ελλάδα και στην ελληνική οικονομία, ήθελε να συνδέσει το έργο της Πτολεμαΐδας, όλη αυτή την ανάπτυξη που έγινε, με το δικό του όνομα. Επομένως όταν “εξαγόρασε” (με όρους εκποίησης) τα λιγνιτωρυχεία Παυλίδου-Αδαμοπούλου μάλλον πλήρωσε για να γίνει καλά η δουλειά.
»Υπήρξε μια συστηματική συκοφάντηση από τις τοπικές εφημερίδες, οι κάτοικοι κάποια στιγμή θεώρησαν οι δύο οικογένειες ήταν υπεύθυνες που δεν προχωρούσε το έργο της Πτολεμαΐδας, ενώ η πραγματικότητα ήταν άλλη, υπήρχαν πολιτικές ζυμώσεις. Θέλησαν λοιπόν να τους σβήσουν από την περιοχή, παρόλο που αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν τη ζωή τους.
»Τελικά τα έφερε έτσι η ιστορία, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να τους θεωρούν ανεπιθύμητους, διότι πίστευαν ότι τα έργα καθυστερούν επειδή δεν υπογράφουν για την παραχώρηση των λιγνιτωρυχείων τους», περιγράφει.
Η ανθρωπιστική προσφορά και ξανά η φτώχεια
Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι δεν ξεχάστηκε μόνο η προσφορά του Γεώργιου Ν. Παυλίδη στους λιγνίτες, αλλά και η προσφορά του η ανθρωπιστική. Διότι, όπως λέει η εγγονή του, δύο χρόνια προτού πεθάνει έσωσε περίπου 2.500 γυναικόπαιδα που κρατούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών στην Πτολεμαΐδα, μιας και ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά με την οικογένειά του να τους σιτίζουν.
«Μετά τον βρήκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος· όταν ξεκίνησε η εταιρεία ήταν κραταιή, αλλά επειδή ο Παυλίδης ήταν πρώτα φιλάνθρωπος και μετά επιχειρηματίας χρησιμοποίησε και τα αποθέματα που είχε σε σιτάρι (διότι ασχολήθηκε και με τη γεωργία, είχε ολόκληρο αλωνιστικό συγκρότημα όταν στην Ελλάδα δεν υπήρχε άλλο). Βοηθούσε τους πάντες.
»Πέρασε τόσες δυσκολίες ο ίδιος στη ζωή του, οι οποίες όμως δεν τον σκλήρυναν σαν άνθρωπο, τον έκαναν πάρα πολύ ευαίσθητο.
»Υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες άνθρωποι του έδιναν το χωράφι τους για ένα πιάτο φαγητό (κάτι που δεν δεχόταν), πήγαινε άρρωστα παιδιά στη Θεσσαλονίκη, η κόρη του η Παναγιώτα Παυλίδου έμαθε να κάνει ενέσεις για να βοηθάει τον κόσμο, στο σπίτι του ένα τεράστιο τραπέζι ήταν καθημερινά γεμάτο τρόφιμα γιατί πήγαιναν άνθρωποι που δεν είχαν να φάνε για να κάνουν επίσκεψη και εκείνος τους τάιζε. Η οικογένεια είχε πάρα πολλές υπηρέτριες, γιατί ήξερε ότι είχαν τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και με αυτόν τον τρόπο τις βοηθούσε χωρίς να θίγει την προσωπικότητά τους» περιγράφει.
Κάπως έτσι τ’ αποθέματα, είτε σε σιτάρι, είτε σε χρήματα, είτε σε λιγνίτη (γιατί όλα υπολειτουργούσαν την περίοδο της Κατοχής), ελαχιστοποιήθηκαν. Και μετά το θάνατό του η χήρα και τα 5 παιδιά τους βρέθηκαν σε δεινή οικονομική θέση. «Και ένας τρόπος πίεσης του Μποδοσάκη ήταν να συγκεντρώσει όλο τον Εμπορικό Σύλλογο της Πτολεμαΐδας· αποφάσισαν να μην δίνουν βερεσέ στην οικογένεια για να την υποχρεώσουν να υπογράψει την εξαγορά-εκποίηση του λιγνιτωρυχείου» δηλώνει η Μιράντα Παυλίδου.
Είναι επίσης βέβαιη ότι αν ο παππούς της δεν πέθαινε νωρίς τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, για τον τόπο. «Κάποιος συμπατριώτης μου σε μια συνέντευξη είπε ότι “αν ζούσε ο Γεώργιος Παυλίδης η Πτολεμαΐδα θα ήταν στρωμένη με μάρμαρο”. Μου έκανε τεράστια εντύπωση όταν το άκουσα, και ίσως να είναι και αλήθεια. Αλλά όταν ο Παυλίδης πέθανε είχε πέντε παιδιά, τα δύο ανήλικα, πήγαιναν στο σχολείο· η κόρη του η μεγάλη ήταν 19 ετών, ο πατέρας μου ο Νικόλαος 18, και ο Στέργιος ήταν 17. Σύζυγός του ήταν η Μαρίτσα Νικολαΐδου από το Αϊδίνι» λέει.
Βέβαια, πίσω έμεινε ο συνεταίρος του και συγγενής εξ αγχιστείας Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος, ο οποίος όμως φάνηκε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Αρχικά παραχώρησε το ορυχείο σε ομάδες λιγνιτωρύχων, να το εκμεταλλεύονται και να δίνουν ένα ποσοστό 25%.
Αργότερα, όταν ήρθαν επιχειρηματίες από την Πελοπόννησο και έταξαν να αναπτύξουν την επιχείρηση, να ρίξουν χρήμα και να τον κάνουν διευθυντή, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στους όρους του συμβολαίου ο θείος της «υπέγραψε ένα απαράδεκτο χαρτί που το διαβάζει κανείς τώρα και του… σηκώνεται η τρίχα» σύμφωνα με τη Μιράντα Παυλίδου.
Έτσι δημιουργήθηκε η ΑΒΕΟΚ (Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Ορυκτών Καυσίμων «Πτολεμαΐς»), η οποία με δανεικά αγόρασε οριακά άχρηστα μηχανήματα, σχεδόν τριπλασίασε την τιμή του λιγνίτη και ό,τι έβγαζε τα έστελνε στα κεντρικά της Αθήνας. Η οικογένεια του Γεώργιου Ν. Παυλίδη δεν έπαιρνε μέρισμα, ενώ μετά από ένα δύο-χρόνια «ξηλώθηκε» ο Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος και στη θέση του μπήκε ένας στρατιωτικός.
«Χρειάστηκε να κάνουν δικαστήρια για να λαμβάνουν τα ενοίκια και να παρακαλούν για να παίρνουν βερεσέ. Μετά από αυτό ήρθε ο Μποδοσάκης, ο οποίος μέσα σε δύο χρόνια έκανε τα Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας (ΛΙΠΤΟΛ), έχτισε και τη μονάδα παραγωγής ρεύματος προτού τον πετάξει έξω ο Καραμανλής εν μια νυκτί ώστε να αναλάβει η ΔΕΗ, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού» σημειώνει η Μιράντα Παυλίδου.
Ιστορική βιογραφία
Αν και χειρίστηκε τόσο υλικό και για τόσο μεγάλο διάστημα, η συγγραφέας του έργου Η ιστορία των λιγνιτών της Δυτικής Μακεδονίας (1925-1957) και ο Μικρασιάτης Γεώργιος Ν. Παυλίδης ακόμα δεν μπορεί να εξηγήσει τον… μαγικό τρόπο με τον οποίο έχει αγνοηθεί το όνομα του παππού της.
«Από τη μία να είναι μια ιστορική βιογραφία που να συγκινεί ως τέτοια, και από την άλλη να είναι μια μελέτη πάνω στην ιστορία των λιγνιτών. Διότι πολλοί λίγοι θα μπορούσαν να γυρίσουν τόσο πίσω και να σκαλίσουν αυτή την περίοδο χωρίς να έχουν τις μαρτυρίες του δικού μου πατέρα· και οι πρωτογενείς μαρτυρίες είναι ταυτόχρονα οι πιο δύσκολες, διότι εννοείται ότι συνάντησα ανθρώπους που δεν θυμόντουσαν καλά ή ήταν παραπληροφορημένοι από τις φήμες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή» δηλώνει.
Σχετικά με το έργο που παρέδωσε αναφέρει: «Είμαι πραγματικά χαρούμενη γιατί αυτό το χρέος που είχα στις πλάτες μου έφυγε και τώρα μπορώ να αναπνέω πιο ελεύθερα. Πιστεύω ότι ο κόσμος χρειάζεται λίγο χρόνο για να καταλάβει αυτό που διαβάζει. Και όταν το καταλάβει και το χωνέψει τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Γιατί βρίσκεις άπειρες πληροφορίες μέσα στο βιβλίο».
Γεωργία Βορύλλα