«Καταγόμαστε από την Κίο της Μικράς Ασίας, η μαμά μου ήταν από τη Χίο. Δυστυχώς, δεν έχω καταφέρει να πάω ακόμη στα ιερά χώματα καταγωγής του πατέρα μου. Έχω όμως αποφασίσει κάποια στιγμή να πάω εκεί. Ήταν το μεγάλο όνειρο του μπαμπά μου, να επιστρέψουμε εκεί, γιατί έχουμε περιουσία. Είχαμε 11 ακίνητα εκεί και δεν ξέρουμε πού βρίσκονται. Το ψάχνω πάνω από 30 χρόνια να διεκδικήσω την περιουσία μας. Ήταν και η μόνη επιθυμία του πατέρα μου, να πάρουμε πίσω την περιουσία μας».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην κόρη του Γιάννη Παπαϊωάννου, Χρύσα. Μικρασιάτης ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής του ρεμπέτικου, και ένας από τους κύριους και σημαντικότερους εκπροσώπους του, έζησε μια ζωή που άνοιξε και ολοκληρώθηκε με τραγωδία.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, του Παναγιώτη και της Χρυσής, το γένος Βονομπάρτη, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1913· δύο χρόνια αργότερα ορφάνεψε από πατέρα, και το 1922 έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόσφυγας, με τη μητέρα και τη γιαγιά εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη και αργότερα στην Καλλιθέα, στις Τζιτζιφιές.
Χρόνια μεγάλης φτώχειας, βγήκε από μικρός στο μεροκάματο ως ψαράς, μαραγκός, σε συνεργείο αυτοκινήτων και σε οικοδομές. Το σχολείο το σταμάτησε από νωρίς, ενώ προπολεμικά τον κέρδισαν και τα γήπεδα, καθώς υπήρξε τερματοφύλακας στον Φαληρικό Σύνδεσμο.
«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη», έλεγε.
Η μουσική ήταν το… μικρόβιο του από νεαρή ηλικία. Αρχικά έπιασε το μαντολίνο, λίγο αργότερα την κιθάρα και στη συνέχεια βρήκε παντοτινό σύντροφο στο μπουζούκι. Για το πώς έγινε αυτή η συνάντηση έχει περιγράψει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα (εκδόσεις Kάκτος, 1996).
Ένα μεσημέρι, λοιπόν, στην ταβέρνα του Γκινόπουλου στις Τζιτζιφιές όπου πήγαινε μετά τη δουλειά στις οικοδομές άκουσε το «Μινόρε του Τεκέ» που είχε ηχογραφήσει ο Γιάννης Χαλκιάς στην Αμερική. Και συγκλονίστηκε. «Τρέλα! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αυτό είναι το σύμβολο. Αμέσως είπα θα πάρω μπουζούκι», ανέφερε.
Η απόφαση αυτή όμως προκάλεσε θύελλα στο σπίτι, και συνάντησε τις έντονες αντιρρήσεις της μάνας του. Έτσι φυγάδευσε το μουσικό όργανο στο σπίτι ενός φίλου του και εκεί μελετούσε.
Επαγγελματικά πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937. Την ίδια χρονιά ήρθε και η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, η «Φαληριώτισσα», «η πιο μεγάλη καντάδα εκείνης της εποχής σε Τζιτζιφιές και Φάληρο» – σχεδόν 27 χρόνια μετά μπήκε στο φιλμ Μοδιστρούλα, όπου ο συνθέτης εμφανίζεται με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Αληθινή ιστορία: για τη γραμμοφώνηση του δίσκου που αργότερα ξεπουλούσε σαν… ζεστό κουλούρι ο Γιάννης Παπαϊωάννου πήγε στο στούντιο της «Οντεόν» με τα ρούχα της δουλειάς, όλο ασβέστες.
Οι συνθέσεις του είναι ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται και πρωτοπόρος, καθώς εισήγαγε στο ρεμπέτικο τραγούδι τη διφωνία (πρίμο σεκόντο). «Oι στίχοι δεν είναι εύκολο πράμα, μην ακούτε τι λένε. Δεν είναι τόσο εύκολο ο συνθέτης να γράφει τους στίχους μόνος του. Xρειάζεται και τη βοήθεια του στιχουργού που πολλές φορές βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά. Tο ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο. Όχι παίζουμε» αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του.
Μετά τη θητεία του, το 1937 έφυγε για τη Θεσσαλονίκη με την κομπανία που είχαν φτιάξει με τον Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Κερομύτη και άλλους με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα στην Αθήνα.
Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά το μπουζούκι αρχίζει να διώκεται και η λογοκρισία να βασιλεύει.
«Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί και ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά και από τους δρόμους, από τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Και αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Όποιο τραγούδι έβγαινε –ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε–, το ‘παιζε κάποιος στην επιτροπή και πέρναγε. Ή, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το ‘κοβαν. Δεν τους ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε. Δεν δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε». Ο συνθέτης μάλιστα έφτασε στο σημείο να πάει στον Μεταξά, για να του ζητήσει να πάρει πίσω την απαγόρευση.
Μεταπολεμικά δούλεψε στις Τζιτζιφιές, την εποχή της μεγάλης ακμής των λαϊκών κέντρων στην περιοχή. «Στο μαγαζί του κουμπάρου μου του Καλαματιανού», είχε πει χρόνια αργότερα, «ήτανε η μεγαλύτερη ορχήστρα, το μεγαλύτερο συγκρότημα. Εγώ, ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος, ο Κερομύτης, ο Μητσάκης, ο Αργύρης, ο Κοριός, ο Ροβερτάκης, ο Περιστέρης, ο Ρούκουνας, ο Ποτοσίδης, ο Μαρσέλος, ο Μοσχονάς και άλλοι».
Και αργότερα, πάλι στις Τζιτζιφιές, «με τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τη Νίνου, τον Χιώτη, τη Σεβάς Χανούμ, τη Χρυσάφη, την Ντάλια, και βάλε. Ιστορίες ολόκληρες. Πώς να τις θυμάσαι; Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;».
Ήταν η εποχή των μεγάλων επιτυχιών. Δεκάδες τα τραγούδια του ερμήνευσαν οι: Μοσχονάς, Καλλέργης, Παγιουμτζής, Νίνου, Τσαουσάκης, Χασκίλ, Γεωργακοπούλου, Περδικόπουλος, και πολλοί άλλοι.
Ο «Ψηλός» ή «Πατσάς», όπως ήταν γνωστός, συνδέθηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, και λόγω της μόνιμης συνεργασίας αλλά και μέσω κουμπαριάς. Αυτό έγινε αφότου επέστρεψε από την Αμερική και τον Καναδά: το 1953 έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε για να τραγουδήσει για τους απόδημους, βγάζοντας το μπουζούκι εκτός συνόρων.
Μερικές από τις τεράστιες επιτυχίες του είναι τα: «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Άνοιξε-άνοιξε», «Μοδιστρούλα», «Γλέντα τη ζωή», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πριν το χάραμα», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε».
Για το τελευταίο στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Tο “Σβήσε το φως να κοιμηθούμε”, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου, το ’χει γράψει η γυναίκα μου. Δηλαδή αυτό έχει μια ιστορία. Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. H γυναίκα μου άρχισε τη γκρίνια. Tης λέω: “Άσε με στη σκοτούρα μου και μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, άντε τώρα, για να μην ξυπνήσουμε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε”. Έτσι γράφτηκε αυτό.
»Eίναι μια αληθινή ιστορία, είναι τραγούδι της γυναίκας μου, το λέω κάθε βράδυ στο μαγαζί γι’ αυτήνε. O Tσάντας ο Bασιλειάδης το χτένισε τότε. O Bασιλειάδης ήτανε Mικρασιάτης. Πολύ μορφωμένος. Συγγραφέας. Πολύ καλός στιχουρχός, είπαμε, αλλά τα τραγούδια τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου σκοτώθηκε σε τροχαίο στις 3 Αυγούστου του 1972. Ήταν 59 ετών και οδηγούσε στον Πειραιά όταν έπεσε πάνω σε κολόνα. «Θέλω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου, να μην πεθάνω άξαφνα και μείνουν στην καρδιά μου», τραγουδούσε από το πάλκο του κέντρου «Πανόραμα» στις Τζιτζιφιές λίγες ώρες νωρίτερα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ζωγράφου Αντώνη Ιωάννου.
«Του Γούναρη, του μεγάλου Γούναρη, οι Aμερικάνοι του έκαναν άγαλμα. Tον τίμησαν. Eμάς ποιος θα μας τιμήσει; Eμείς δεν θέλουμε αγάλματα. Eμείς είμαστε η ιστορία της λαϊκής μουσικής. Tον Mάρκο, τον Kερομύτη, τον Περιστέρη, τον Στράτο, τον Mπαγιαντέρα, τον Tσιτσάνη, τον Xατζηχρήστο, τον μπαρμπα-Mήτσο;
»Δεν θέλουμε αγάλματα εμείς, θέλουμε σεβασμό. Για μας τα αγάλματα είναι ό,τι είναι για τους πολιτικούς η αλήθεια. Γράφ’ το αυτό.
»Oι σημερινοί τα βρήκανε έτοιμα. Ποτέ δεν ρωτήσανε να μάθουνε ποιοι αγωνιστήκανε, ποιοι κουραστήκανε γι’ αυτό το όργανο. Bρήκανε τραπέζι στρωμένο. Δρόμο ανοιχτό και οργώνουνε. Όλο κούνημα, μαγκιά και ιδέα. Οι φίρμες αυτές, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, αυτοί που δεν ξέρουνε τι θα πει λαϊκό τραγούδι. Άμα τους βλέπω μου στρίβουνε τ’ άντερα. Άμα τους ρωτήσεις δεν ξέρουνε τι θα πει λαϊκό τραγούδι, γι’ αυτό. Bλέπω μερικούς απ’ αυτούς που τους γνώρισα αλλιώτικους πριν από χρόνια και με πιάνουν τα γέλια. Γελάω, δεν τους βρίζω. Γιατί μόνο για γέλια είναι όλοι τους. Άλλα περιβόλια είναι αυτοί», είχε πει.