Η Συνθήκη των Σεβρών που υπεγράφη τον Αύγουστο του 1920 καθόρισε τον μεταοθωμανικό κόσμο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εμφάνιση του κεμαλικού κινήματος, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1919-1922 και η συντριβή του ελληνικού στρατού οδήγησε στην υπογραφή της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λοζάνης.
Ένα από τα ζητήματα που κρίθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν και η μοίρα των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο. Ο Πόντος εξαιρέθηκε των ρυθμίσεων της Συνθήκης των Σεβρών διχοτομούμενος σε τουρκικό τμήμα και αρμενικό.
Ας δούμε όμως την αρχή των γεγονότων και τις αιτίες της παραγνώρισης του Ποντιακού Ζητήματος από τους νικητές.
Η πολιτική των Νεότουρκων και η γενοκτονία στον Πόντο
Η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους, το 1908, θα αλλάξει άρδην τις εσωτερικές ισορροπίες και πολιτικές που έως εκείνη τη στιγμή επικρατούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η νέα εξουσία έχει ως κύριο στόχο τη μετατροπή της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό εθνικό κράτος. Μόνο που για να γίνει αυτό κατορθωτό θα έπρεπε είτε να εκδιωχθεί είτε να εξοντωθεί ένα μεγάλο μέρος του οθωμανικού πληθυσμού που ανερχόταν περίπου στο 30%.
Ο εκτοπισμός στις περιοχές του μικρασιατικού Πόντου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1915, χωρίς να λάβει καθολικό χαρακτήρα –αυτό θα γίνει έναν χρόνο αργότερα.
Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. 1 Σε έγγραφο που ετοίμασε το Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας για να σταλεί στο Βερολίνο αναφέρεται: «Όποια μέτρα εφαρμόστηκαν κατά των Αρμενίων εφαρμόζονται και κατά του Πόντου».2
Οι εξελίξεις στον Πόντο
Στον ανατολικό Πόντο η προέλαση του ρωσικού στρατού τον Απρίλιο του 1916 διαμόρφωσε διαφορετικές συνθήκες από αυτές που επικρατούσαν στον δυτικό με τις εθνικές εκκαθαρίσεις κατά του ελληνικού πληθυσμού και την απελπισμένη αντίσταση των Ποντίων ανταρτών. Λίγες μέρες πριν από την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, ο βαλής της πόλης παρέδωσε την εξουσία στον μητροπολίτη Χρύσανθο και σε τριμελή επιτροπή Ελλήνων.3 Οι Ρώσοι αποδέχθηκαν την ελληνική διοίκηση της πόλης, η οποία έγινε γνωστή ως «Προσωρινή Κυβέρνηση Τραπεζούντας».4
Στις 23 και 24 Φεβρουαρίου (8 και 9 Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο), 1917 λαμβάνει χώρα η αστική επανάσταση στη Ρωσία που ανέτρεψε την τσαρική απολυταρχία. Η Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι φάνηκε αποφασισμένη να ανεχτεί την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Τραπεζούντα με το ελληνικό καθεστώς. Στις περιοχές που είχε καταλάβει ο ρωσικός στρατός δημιουργήθηκαν σοβιέτ, δηλαδή επαναστατικές επιτροπές, στις οποίες συμμετείχε και ο μητροπολίτης Χρύσανθος.5
Ο αστάθμητος παράγοντας ήταν η έλευση του Βλαδίμηρου Λένιν στην επαναστατημένη Ρωσία τον Απρίλιο του 1917. Η αποστολή της πλέον ριζοσπαστικής ομάδας επαναστατών από την Ελβετία στη Ρωσία διευκολύνθηκε από τον Γερμανό αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β´. Στόχος των Γερμανών ήταν να αποδυναμωθεί εντελώς η Ρωσία, ώστε να αποσυρθεί από την πολεμική αντιπαράθεση μαζί τους και να επιτρέψει στις γερμανικές δυνάμεις του Ανατολικού Μετώπου να χρησιμοποιηθούν κατά της Αντάντ.6
Εν τω μεταξύ στον ίδιο το χώρο του ανατολικού Πόντου τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Τον Δεκέμβριο του 1917 επικράτησαν οι μπολσεβίκοι στην Τραπεζούντα. Διαλύθηκε ο ρωσικός στρατός στο μέτωπο του ποταμού Χαρσιώτη. Στην Τραπεζούντα τα διάφορα έθνη, που υπηρετούσαν στο ρωσικό στρατό, άρχισαν τη συγκρότηση αυτόνομων εθνικών μονάδων. Μεταξύ αυτών και ελληνικά στρατιωτικά τμήματα από τον διαλυμένο ρωσικό στρατό.7
Στις 3 Μαρτίου 1918 υπεγράφη στο Μπρεστ-Λιτόφσκ (Brześć Litewski στη δυτική Λευκορωσία, στα σύνορα με την Πολωνία) η ομώνυμη συνθήκη, με την οποία οι μπολσεβίκοι παραχώρησαν στη Γερμανία όλη την Ουκρανία και την Κριμαία, και στην Τουρκία τις περιοχές Καρς, Αρνταχάν και Βατούμι ενώ τα ρωσικά στρατεύματα αποχώρησαν από τον Ανατολικό Πόντο. 8
Μετά το τέλος του Πολέμου: για μια Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου
Στις 17 Οκτωβρίου 1918 (30 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) η Τουρκία με τη συνθήκη του Μούδρου κατέθεσε τα όπλα. Στις 25 Σεπτεμβρίου είχε συνθηκολογήσει η Βουλγαρία. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση τής Αυστροουγγαρίας και τέλος της Γερμανίας.
Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918). Ο Βρετανός διπλωμάτης Ρέντελ θεωρεί ότι τουλάχιστον 500.000 άτομα εκτοπίστηκαν, με πολλές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.9
Πρώτη πολιτική έκφραση του αιτήματος για την πολιτική αυτοδιάθεση θα σημειωθεί στις 4 Φεβρουαρίου 1918 στο πλαίσιο του Α´ Παμπόντιου Συνεδρίου, που συνήλθε στη Μασσαλία της Γαλλίας. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο άρχισε μια μεγάλη εκστρατεία διαφώτισης του ευρωπαϊκού κοινού για το Ποντιακό Ζήτημα. Τυπώθηκαν χιλιάδες χάρτες του διεκδικούμενου Πόντου. Στο κάτω μέρους του χάρτη γράφτηκε η φράση: Citoyens du Pont Euxin, levez-vous! Rappelez aux nations libérales vos droits suprêmes à la Vie et à l’Indépendence.10
Στο χώρο της Υπερκαυκασίας οι Έλληνες συνέχισαν να οργανώνονται στρατιωτικά. Πολιτική έκφραση της στρατιωτικής οργάνωσης των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας ήταν το Εθνικό Συμβούλιο Αντικαυκάσου, ή επί το ορθότερον Ελληνικό Υπερκαυκασιανό Εθνικό Συμβούλιο.11
Το φαινόμενο της αυτοοργάνωσης παρατηρήθηκε και σε όλες τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας με κύριο αίτημα τη δημιουργία ανεξάρτητης ελληνικής δημοκρατίας στον Πόντο.
Τον Ιούλιο του 1918 συγκλήθηκε στο Μπακού συνέδριο εκπροσώπων του ελληνισμού από τη νότια Ρωσία, Υπερκαυκασία και Πόντο. Διακήρυξε την ανεξαρτησία του Πόντου και εξέλεξε επταμελές συμβούλιο, κάτω από τη διοίκηση του οποίου μπήκαν όλα τα ποντιακά σωματεία.12 Τον Νοέμβριο του 1918 συνήλθε στο Παρίσι η μεγάλη διάσκεψη των ποντιακών οργανώσεων. Στάλθηκε στις συμμαχικές κυβερνήσεις υπόμνημα με το οποίο ζητήθηκε η ανεξαρτησία του Πόντου για τους Έλληνες κατοίκους του, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Η μεγαλύτερη ελληνική οργάνωση της παραλίας ήταν αυτή του Βατούμι. Ακολουθούσε η οργάνωση του Αικατερινοντάρ (σήμερα Κρασνοντάρ), η οποία ήταν και η παλιότερη.13 Στις 23 Ιουνίου 1919 έλαβε χώρα, στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμι, η πρώτη συγκέντρωση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων, το οποίο εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου. Έντυπο όργανο του Συμβουλίου ήταν η εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος, η οποία εκδόθηκε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Αργοναύτης.14 Έναν χρόνο αργότερα το Συμβούλιο μετονομάσθηκε σε «Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων Ποντίων», με στόχο να καταστεί κυβέρνηση εξορίας.15
Η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, η «Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού» όπως αποκαλούνταν, αποφάσισε ότι «το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους».16 Η δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου θεωρήθηκε ότι θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό και το εθνικό ζήτημα των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ρωσίας, ώστε «[…] να απελευθερωθούν οι 350.000 Έλληνες που βρίσκονταν εκεί και να επανέλθουν στις εστίες τους οι 500.000 των φυγάδων Ποντίων, οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και πέθαιναν στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, καταδιωκόμενοι από τους μπολσεβίκους» και αδυνατούσαν να επανέλθουν στον Πόντο από τον φόβο των Τούρκων.17
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ιδρύθηκε το Σύνταγμα Ποντίων, στα πλαίσια του ελληνικού στρατού, με στόχο την αποστολή του στον Πόντο όταν θα επέτρεπαν οι συνθήκες.18 Όπως πληροφορούμαστε από μια έκθεση του συνταγματάρχη Δημητρίου Καθενιώτη προς τους ηγέτες των Ποντίων: «Τη επιμόνω αιτήσει σας, επετράπη στρατολογία εν Ελλάδι Ποντίων και κατηρτίσθησαν δύο Τάγματα και μία Πυροβολαρχία».19 Την περίοδο αυτή ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται τις πολιτικές προτάσεις των Ποντίων, καθώς και την αποστολή μικρού αριθμού αξιωματικών στον Πόντο με στόχο την οργάνωση μικρής στρατιωτικής δύναμης, η οποία θα αποτελούσε τον πυρήνα του μελλοντικού ποντιακού στρατού. Ο στρατός αυτός θα υποστήριζε τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.20 Ο Βενιζέλος εξουσιοδότησε τον συνταγματάρχη Καθενιώτη να οργανώσει την αποστολή αυτή, με τη χρησιμοποίηση 20 αξιωματικών ποντιακής καταγωγής του ελληνικού στρατού.21
Η διαχείριση του Ποντιακού Ζητήματος
Το Ποντιακό Ζήτημα εξαρχής αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως ζήτημα των Ποντίων και όχι τόσο ως μέρος του ευρύτερου εθνικού προβλήματος.22 Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, στις 30 Δεκεμβρίου 1918, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία, ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος υπέβαλε ξεχωριστό υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού. Με το υπόμνημά του ο Χρύσανθος ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και ανέπτυσσε εκτενώς την επιχειρηματολογία για τα δίκαια των Ελλήνων της περιοχής.23 Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στην αδύναμη θέση της Ελλάδας στο στρατόπεδο των νικητών, λόγω της πολύ καθυστερημένης εισόδου στον πόλεμο. Η δίχρονη φιλογερμανική ουδετερότητα κατά τα έτη 1915-1917 και η υπονόμευση της συμμαχικής επιχείρησης από την μοναρχική κυβέρνηση, υποβάθμισαν τις μεταπολεμικές δυνατότητες της Ελλάδας.
Στον μικρασιατικό Πόντο η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς. Μετά την απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου 1919, οι συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν. Ο Θ. Πετιμεζάς, εκπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, έγραφε στον Έλληνα αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη ότι οι παλιννοστούντες στον Πόντο από τη Ρωσία κινδύνευαν άμεσα να σφαγιαστούν άοπλοι από τους φανατισμένους τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι διαρκώς εξοπλίζονταν από την τουρκική κυβέρνηση και είχαν καταστήσει απροσπέλαστη την ενδοχώρα.24
Το αντάρτικο κίνημα εμφανιζόταν ως ο μόνος εγγυητής της ασφάλειας των ελληνικών πληθυσμών.
Κύρια βάση στήριξής του παρέμειναν οι ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας και του Καυκάσου.25 Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επίσης ενίσχυση και από την Ελλάδα. Οι εκκλήσεις τους όμως για στρατιωτική βοήθεια έμειναν αναπάντητες από την ελληνική κυβέρνηση. Στις προσπάθειες αυτές αντέδρασαν οι Τούρκοι της σουλτανικής κυβέρνησης ζητώντας παρέμβαση των συμμάχων.26 Η ελληνική πολιτική δεν επιβεβαίωσε τους φόβους αυτούς των Τούρκων.
Στις 31 Ιουνίου 1919 ο Χρύσανθος, με υπόμνημά του προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Πρότεινε τη διάθεση ποντιακών ταγμάτων, τα οποία μαζί με Αμερικανούς θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την τάξη στον Πόντο.27 Η γενικότερη στάση των συμμάχων ήταν όμως αρνητική. Τον Νοέμβριο του 1919 ο συνταγματάρχης Καθενιώτης πρότεινε, ανεπιτυχώς, στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επανέλαβε τις προτάσεις του στον Βρετανό αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνοβρετανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Ο Καθενιώτης πρότεινε την απόβαση στην Τραπεζούντα των ποντιακών ταγμάτων που είχαν δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού, ώστε να δημιουργηθεί μια μικρή ελεύθερη περιοχή όπου θα κατέφευγαν οι Έλληνες από τη Ρωσία, όπου καταδιώκονταν από τους μπολσεβίκους. Επιπλέον το απόσπασμα αυτό, ενισχυμένο, θα μπορούσε να αναχωρήσει στο εσωτερικό γύρω από το Ερζιγκιάν, ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του αρμενικού στρατού από τους Τούρκους.28
Η πρόταση αυτή συνάντησε την άρνηση της βρετανικής πλευράς.29
Η ελληνοαρμενική ομοσπονδία
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Πόντιους στη διερεύνηση των πιθανοτήτων συμμαχίας με τα κινήματα της περιοχής. Ο Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Ερεβάν. Εκεί, από τις 10 ως τις 16 Ιανουαρίου 1920, πήρε μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάση θυσία συμφωνία με τους Αρμενίους στην παρακάτω κατεύθυνση: «Κοινή αντίληψις πείθει, ότι δημιουργία Ποντικής γωνίας ελευθέρας και αυτοδιοικουμένης, ην Αρμένιοι αναγνωρίζουσι και ήτις αποτελεί ένα ευκταίον σταθμόν παντοειδούς ανασυγκροτήσεως του εν Πόντω διεσπαρμένου ελληνισμού».30
Τα δύο μέρη κατέληξαν σε γενική συμφωνία, η οποία υπεγράφη από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον μητροπολίτη Χρύσανθο. Προέβλεπε ελληνοαρμενική ομοσπονδία και ελληνική στρατιωτική βοήθεια προς την Αρμενία. Το στρατιωτικό σκέλος της συμφωνίας υπεγράφη από Αρμένιους αξιωματικούς και τον συνταγματάρχη Καθενιώτη. Η στρατιωτική αυτή συμφωνία προέβλεπε για τα ελληνικά στρατεύματα που επρόκειτο να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα την προώθησή τους ως το Ερζερούμ με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Παράλληλα ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου.31 Όμως τα δύο μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες.32 Οι Έλληνες πρότειναν συνομοσπονδία Πόντου – Αρμενίας.33 Οι Αρμένιοι, από την πλευρά τους, πρότειναν την εισδοχή του Πόντου στο κρατικό συγκρότημα της Αρμενίας.34 Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, ηγέτης του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος του Παμποντίου Συνεδρίου της Μασσαλίας, καταδίκασε τις δηλώσεις Αχαρονιάν, προέδρου της αποστολής της Αρμενικής Δημοκρατίας και κατήγγειλε την αρμενική ηγεσία ότι διακατεχόταν από «πνεύμα Ιμπεριαλιστικής επεκτάσεως εις βάρος γείτονος έθνους».35
Οι ποντιακές οργανώσεις υπέβαλαν στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι πρόσθετο υπόμνημα, ζητώντας την αναγνώριση ενός ανεξάρτητου Πόντου υπό την προστασία του ελληνικού κράτους ή την κηδεμονία των ΗΠΑ.36
Το υπόμνημα Βενιζέλου και η πρόταση για δημιουργία κράτους Πόντου
Ο Ιωάννης Σταυριδάκης, επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον Πόντο και στον Καύκασο, με υπόμνημά του από την Τιφλίδα υποδείκνυε ως ρεαλιστική και επιβεβλημένη την ελληνική επέμβαση στον Πόντο. Πρότεινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην περιοχή με στόχους την απελευθέρωση μιας «ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος», την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας στον χώρο της Υπερκαυκασίας.37
Τον Νοέμβριο του 1919 ο Σταυριδάκης τηλεγράφησε στην Αθήνα και ανέφερε ότι μόνο με τη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Μετέφερε προς την ελληνική κυβέρνηση την πρόταση του συνταγματάρχη Χάσκελ (William N. Haskell), Ύπατου Αρμοστή των συμμάχων στην Αρμενία,38 για αποστολή 10.000 τουφεκιών, σημειώνοντας παράλληλα ότι η αρμενική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εξοπλισμό των ντόπιων Ελλήνων.39 Όντως, τα όπλα αυτά μεταφέρθηκαν στους Αρμένιους με το πλοίο «Ελευθερία».40
Σε υποστήριξη των απόψεων του Σταυριδάκη ήρθε λίγο αργότερα ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καθενιώτης. Στις 3 Ιουνίου 1920 πρότεινε τη στρατιωτική επέμβαση του ελληνικού στρατού στον Πόντο, με στρατηγικό στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί και την αποκοπή του δρόμου επικοινωνίας Τούρκων-μπολσεβίκων.41 Ενέτασσε το Ποντιακό Ζήτημα στις ευρύτερες εθνικές επιλογές της Ελλάδας, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτόν τη βενιζελική αντίληψη, που ουσιαστικά έθετε τον Πόντο εκτός των εθνικών επιδιώξεων.42
Ο Καθενιώτης ζητούσε επίσης από τις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες του Καυκάσου να είναι έτοιμες για εκστρατεία στον Πόντο.43
Ως αποτέλεσμα των προτάσεων αυτών ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβαλε την άποψή του για το Ποντιακό Ζήτημα. Ανακοίνωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο, με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους στα όρια που του είχε περιγράψει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης το 1917.44
Ο Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι τελικά ο Βενιζέλος, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του ’20, παρ’ όλες τις παλινωδίες του στο ζήτημα του Πόντου –που κόστισαν πολύτιμο χρόνο σε κρίσιμες εποχές–, αποφάσισε να αποστείλει ελληνικά στρατεύματα στον Πόντο και ενημέρωσε γι’ αυτό τον Βρετανό πρωθυπουργό. Η βενιζελική πλευρά υποστήριζε αργότερα ότι εάν στις εκλογές δεν κέρδιζε η φιλομοναρχική παράταξη, η Αντάντ θα είχε «[…] καλύψει την απελευθέρωση του Πόντου από την Μεραρχία Δ. Καθενιώτη».45 Αυτό συνάγεται και από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου, γράφει μεταξύ άλλων: «Έτσι, για το κόμμα, για το πείσμα, αρνήθηκε [ο λαός της ελλαδικής Ελλάδας] να μπει στην Πόλη, να λειτουργηθεί στην Αγία Σοφία κι έχασε την περίσταση να ελευθερώσει τον Πόντο».46
Στις 5 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος κατέθεσε υπόμνημα στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ για άμεση δράση για την καταστολή του κεμαλικού κινήματος που είχε αρχίσει να προκαλεί μεγάλη ενόχληση στην αγγλική πλευρά. Η προϋπόθεση που έθετε η πρόταση ήταν η βρετανική υλική και στρατιωτική υποστήριξη. Με το υπόμνημα εισηγήθηκε την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και το σχηματισμό ενός ξεχωριστού κράτους υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών. Επίσης τη σύσταση ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες κατοίκους αλλά και τους πρόσφυγες στη Ρωσία, οι οποίοι θα παλιννοστούσαν από τη Ρωσία.
Ο Πόντος θα περιελάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, εκτός του σαντζακίου του Λαζιστάν, καθώς και τα σαντζάκια της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και της Νικόπολης (Γαράσαρη) ή Καραχισάρ.47
Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονο προβληματισμό στη βρετανική ηγεσία. Ο Βρετανός στρατιωτικός εκπρόσωπος στη Σμύρνη ανέφερε: «Η απόφαση αναμένεται να είναι καταφατική». Η τάση αυτή διαφαινόταν από την τηλεγραφική εντολή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κάρζον (Lord Curzon) προς τον ναύαρχο Ντε Ρόμπεκ, ύπατο εκπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη, όπου επισημαινόταν ότι οι πρόσφατες επιθέσεις των Τούρκων εθνικιστών κατά της Αρμενίας είχαν προκαλέσει ισχυρά «αντιτουρκικά αισθήματα» και όπως έγραφε «είναι δυνατόν να απολήξει σε σοβαρό αίτημα για την αναθεώρηση της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας». Ο Σβολόπουλος εκτιμά: «[…] μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου: αναθεώρηση συνομολογημένων διατάξεων της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας και συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων».48
Με το υπόμνημα ο Βενιζέλος επιχειρούσε, με επιτυχία όπως φαίνεται, να μετακυλίσει το βάρος της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών στις συμμαχικές δυνάμεις.
Εκλογές 1ης Νοεμβρίου 1920 και η οριστική εγκατάλειψη του Πόντου
Όμως ο Εθνικός Διχασμός και οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της νέας γραμμής στο Ποντιακό Ζήτημα. Στις 1/14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Η φιλομοναρχική παράταξη επικέντρωσε την προεκλογική της εκστρατεία πάνω στην κούραση του ελληνικού λαού: «Ειρήνη, αποστράτευση, επάνοδο των στρατευμένων στα σπίτια τους», επιστροφή στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία.49 Με την απόφασή της η νέα φιλομοναρχική κυβέρνηση να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο Α’ στο θρόνο, αγνοώντας και απορρίπτωντας τις αυστηρότατες συμμαχικές διακοινώσεις, διέρρηξε τις σχέσεις με τους συμμάχους και επί της ουσίας μετέτρεψε τη συμμαχική επιχείρηση για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού χώρου σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η ρεβανσιστική διάθεση και ο φανατισμός της νέας πολιτικής ηγεσίας μετέφερε αλλού το κέντρο βάρος και υποβάθμισε τη μικρασιατική προσπάθεια. Ο ελληνισμός της αντίπερα όχθης του Αιγαίου δεν αντιμετωπιζόταν πια ως «Ελλάδα» και η αλυτρωτική ιδεολογία, που ήταν η κινητήρια δύναμη μέχρι εκείνη τη στιγμή, αντικαταστάθηκε από μια καθαρά στρατιωτική αντίληψη.50 Ακόμα και ο Ίων Δραγούμης θεωρούσε ότι τη στιγμή της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο μέγιστος εχθρός ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, Κρητικοί και Μικρασιάτες.51 Η ανορθολογική στρατιωτική διαχείριση ήταν τέτοια, που δεν είχε προβλεφθεί ούτε καν η οχύρωση της Σμύρνης.52
Για το Ποντιακό Ζήτημα η νέα κυβέρνηση δεν είχε καμιά άποψη. Και ο Πόντος ήταν το πρώτο θέμα που υποβαθμίστηκε τελείως.53
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου και η δεύτερη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο
Η διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας μαζί με τη διαφαινόμενη στρατιωτική αδυναμία της μοναρχικής Ελλάδας να επιλύσει το ζήτημα μόνη της, οδήγησε τους συμμάχους στη διερεύνηση νέων λύσεων. Το ορόσημο αυτής της μεταβολής ήταν η Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από 21 Φεβρουαρίου έως 18 Μαρτίου 1921 (με το νέο ημερολόγιο). Ήδη η Ελλάδα δεν είχε κληθεί στην προηγούμενη συνάντηση που έγινε στο Παρίσι. Η απομόνωση και η υποβάθμιση της Ελλάδας ήταν γεγονός. Στο Λονδίνο κλήθηκε, μαζί με τη σουλτανική και την κεμαλική ηγεσία, απλώς για να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις. Ο μόνος που έμεινε να υποστηρίζει την Ελλάδα ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ενώ κύκλοι του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών ήταν αντίθετοι.
Η Γαλλία και η Ιταλία έθεταν ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος της Ελλάδας.
Προσπαθώντας η ελληνική αντιπροσωπεία να διαμορφώσει θετικό κλίμα, υποσχέθηκε τη στρατιωτική κατανίκηση του κεμαλικού κινήματος. Ο Έλληνας στρατιωτικός εκπρόσωπος διαβεβαίωσε ότι ήταν εφικτή η νίκη επί του Κεμάλ με βάση τη μελέτη για την εκστρατεία στην Άγκυρα. Τόνισε ότι υπήρχε και η λύση να γίνει απόβαση στον Πόντο, όπου διαβιούσε σημαντικός ελληνικός, πληθυσμός και στη συνέχεια να καταληφθούν η Σεβάστεια και το Ερζερούμ σε συνεργασία με τους Αρμένιους.54
Τα νέα και οι υποσχέσεις δημοσιεύτηκαν αναλυτικά στον ελληνικό Τύπο. Η ενημέρωση των κεμαλιστών για τις στρατιωτικές προοπτικές δόθηκε άμεσα. Και οι άμεσες προετοιμασίες ήταν η εκκαθάριση του Πόντου από τον εναπομείναντα ελληνικό πληθυσμό.55 Έτσι άρχισαν οι μαζικές εκτοπίσεις στο εσωτερικό της χώρας.56
Ακόμα και οι σοβιετικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν πλήρη γνώση των τουρκικών ωμοτήτων κατά των Ελλήνων, δεν μπορούσαν να κρύψουν τον αποτροπιασμό τους για τα φρικτά εγκλήματα των συμμάχων τους. Ο Σεμιόν Αράλοφ (Semyon Ivanovich Aralov), σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μιχαήλ Φρούνζε (Mikhail Vasilyevich Frunze) Ο Φρούνζε τού είπε ότι είχε δει πλήθος Ελλήνων που είχαν σφαγιαστεί, «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες – γέρους, παιδιά, γυναίκες». Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοφ για το ότι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων, τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει στους δρόμους.57 Για το θέμα αυτό ο Αράλοφ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: «Του είπα [του Κεμάλ] για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούνζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας υπ’ όψιν μου τη συμβουλή του Λένιν να μη θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου […]».58
Την ίδια περίπου εποχή στην επαναστατημένη Ρωσία που μόλις έχει τελειώσει ο Εμφύλιος περιπλανώνται περί τους 150.000 ομογενείς, μεγάλο μέρος των οποίων διέθεταν πλέον την ελληνική ιθαγένεια, η οποία είχε αποδοθεί στους πρόσφυγες από Πόντο και Νότιο Καύκασο από τα ελληνικά προξενεία έως την παύση της λειτουργίας με την πλήρη επικράτηση των μπολσεβίκων. Αυτό το κύμα των Ελλήνων προσφύγων θέλησε να σταματήσει η μοναρχική κυβέρνηση με την ψήφιση του νόμου 2870/22. 59 Πάντως ο νόμος εφαρμόστηκε από τις ελληνικές Αρχές ένα μήνα μετά την ψήφισή του στην προβλήτα της Σμύρνης. Και ως υλοποίηση του νόμου 2870/22 μπορεί να θεωρηθεί και η Ημερήσια Διαταγή του στόλου με την υπογραφή του υποναυάρχου Καλαμίδα την ημέρα που τα τουρκικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Σμύρνη: «Πάντα τα πολεμικά πλοία διετάχθησαν να μεταχειρισθώσι βίαν και εν ανάγκη να βυθίσωσι παν εμπορικόν πλοίον αρνούμενον να συμμορφωθεί».60
Εξάλλου στην ίδια κατεύθυνση της απαγόρευσης ήταν η απόφαση του Θεοτόκη, όταν μετέβη στη Σμύρνη λίγο πριν από την είσοδο του κεμαλικού στρατού. Η θέση αυτή έγινε η τελευταία κυβερνητική εντολή προς την Αρμοστεία Σμύρνης πέντε ημέρες πριν καταληφθεί η Σμύρνη: «Εγκρίνετε εμποδισθώσι αναχωρίσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι’ Ελλάδα, ακόμα και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια».61
Η ανορθολογική διαχείριση εκείνης της μεγάλης ιστορικής πρόκλησης επέφερε την πλήρη ήττα των Ελλήνων η οποία επισφραγίστηκε με το ελληνοτουρκικό Πρωτόκολλο Ανταλλαγής Προσώπων και Περιουσιών τον Ιανουάριο του 1923 και ενσωματώθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Διεθνή αναθεωρητική Συνθήκη της Λοζάνης.
Βλάσης Αγτζίδης, δρ Νεότερης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
* Η εισήγηση του δρ Αγτζίδη έγινε στο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Πόντος. Ιστορία-Μνήμη-Πολιτισμός» που διοργανώθηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, από το Σύλλογο Ποντίων Χανίων «Παναγία Σουμελά», στο θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης» στα Χανιά.