Όταν η Χριστίνα-Ελένη Τσχεΐτζε άφηνε πριν από χρόνια την πατρίδα της, τη Γεωργία, μαζί τις δύο κόρες της για να έρθει ως οικονομική μετανάστρια στην Ελλάδα, δεν φανταζόταν ότι θα έμενε τρεις δεκαετίες εδώ προτού έρθει η ώρα της επιστροφής. Πριν από λίγες μέρες, η 82χρονη σήμερα Χριστίνα-Ελένη έφυγε από τη Θεσσαλονίκη ώστε να επιστρέψει στην αγκαλιά των παιδιών της που μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους παιδιά και εγγόνια, με τα χρήματα που τους έστελνε όλα αυτά τα χρόνια αφήνοντας η ίδια πίσω την προσωπική της ζωή.
«Την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα –με βίζα– το 1993, σε ηλικία 52 ετών, εργάστηκα για κάποιους μήνες, φροντίζοντας έναν παππού με αναπηρία. Μάζεψα χρήματα και επέστρεψα στις κόρες μου, αλλά οι ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες και η ζωή ανυπόφορη, με πολλές ελλείψεις, που έφυγα ξανά στην Ελλάδα. Κι αυτήν τη φορά με μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή μου, αφού περάσαμε τα σύνορα από τα βουνά της Βουλγαρίας», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η 82χρονη γυναίκα.
«Ούτε θέλω να την θυμάμαι αυτή την οδυνηρή περιπέτεια, μην με ρωτάτε τις λεπτομέρειες», συνεχίζει μετά από μια μικρή παύση.
Στο διάβα των 30 χρόνων στην Ελλάδα, άλλαξε έξι οικογένειες. Έξι σπίτια όπου έμενε μαζί με τους ηλικιωμένους, αλλά και χρόνια ασθενείς που φρόντιζε. «Και όταν μου έλεγαν “είμαστε τυχεροί που σε έχουμε”, τους απαντούσα: “εγώ είμαι τυχερή που εργάζομαι για εσάς”! Και είναι αλήθεια αυτό» λέει, μιλώντας στην ελληνική γλώσσα, που την έμαθε καλά.
Για τη Χριστίνα Τσχεΐτζε μάθαμε από μια συγκινητική δημοσίευση της Ελπίδας Χοχλιούρου στο φέισμπουκ, με αφορμή τον αποχαιρετισμό: «Είναι κι αυτές οι υπέροχες γυναίκες φροντιστές ενηλίκων, των γιαγιάδων μας, των μανάδων μας, που αφιέρωσαν χρόνο και κατέθεσαν ψυχή για να τις κρατήσουν στη ζωή, όταν ο χρόνος μας ήταν λιγοστός κι ο πόνος μας μεγάλος, ήταν ίσως οι μόνες που αναγνώριζαν όταν η μνήμη τους τους εγκατέλειπε… Την κυρία Χριστίνα από τη Γεωργία την γνωρίζω σχεδόν μια ζωή και λίγο παραπάνω, ήταν τότε που φρόντισε με περισσή φροντίδα την αγαπημένη μου θεία», έγραφε η Ελπίδα Χοχλιούρου.
Η ίδια, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, πρόσθεσε: «Η Χριστίνα εργάστηκε περίπου 10 χρόνια στην οικογένειά μας. Ήταν και είναι μια κυρία αγαπητή σε όλους, ακόμα και ο μικρός τότε γιος μας, που τώρα είναι 23 χρόνων, όταν άκουσε ότι η Χριστίνα ήρθε στην Ελλάδα να δουλέψει και να μαζέψει χρήματα για να τα στείλει στα παιδιά και τα εγγόνια της, που μένουν στην Γεωργία, της είπε: “Και εγώ θα μαζεύω χρήματα από το χαρτζιλίκι μου, και όταν θα φύγεις, θα τα δώσω να τα πας στα παιδιά σου!”».
Από όσα μαθαίνουμε για τη Χριστίνα, δεν είχε κοινωνική ζωή στην Ελλάδα. Τη χαρά της ζωής την είχε μέσα της, γι’ αυτό μόνο έδινε στους ανθρώπους την ελπίδα, θυσιάζοντας πολλά χρόνια τη ζωή της για ανθρώπους που φρόντιζε αλλά και για την οικογένειά της που συντηρούσε.
«Ένιωθα ότι προσφέρω, έχω να κάνω καλό, αυτό μου έδινε κίνητρο και δύναμη να συνεχίζω» λέει η 82χρονη.
Η ζωή της ποτέ δεν ήταν εύκολη. Ο συνεχής αγώνας δεν την πτόησε ποτέ. «Παντρεύτηκα πολύ νωρίς, αλλά στην ουσία δεν ήταν παντρειά… με είχε κλέψει ο άνδρας μου. Τότε ζούσαμε στο χωριό, ήμουν ωραίο κορίτσι. Δεν μπόρεσα να επιστρέψω σπίτι, έμενα σαν “αιχμάλωτη” και στο τέλος χωρίσαμε. Μεγάλωνα τις κόρες μου μόνη μου. Τριάντα χρόνια εργαζόμουν στα βαρέα και ανθυγιεινά, στο μεταλλουργικό εργοστάσιο του Ρουστάβι. Εκεί είχε μεγαλύτερους μισθούς. Δούλευα σε χυτήριο», εξηγεί.
«Την εποχή του ’90», συνεχίζει, «είχαμε μεγάλη οικονομική κρίση στη Γεωργία. Επιβιώναμε χωρίς μισθούς, χωρίς ρεύμα, χωρίς τρόφιμα και χωρίς καμιά ιατρική βοήθεια. Μετά τη βαριά εργασία στο χυτήριο, πήρα πρόωρη σύνταξη και είπα ότι μπορώ να φροντίζω ανθρώπους. Είχα και δύναμη και θέληση. Αγαπούσα όλους τους ασθενείς μου. Κάποιοι από αυτούς είχαν άνοια και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Τους φρόντιζα όσο μπορούσα καλύτερα για να έχουν αξιοπρεπή ζωή».
Προτού φύγει από τη Θεσσαλονίκη για πάντα, επισκέφτηκε τις οικογένειες όπου εργαζόταν να τους αποχαιρετήσει. Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Σάκη Γεωργάκη. «Στην οικογένειά μας η Χριστίνα εργάστηκε έξι χρόνια, φροντίζοντας τον παππού έως το τέλος της ζωής του», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σάκης Γεωργάκης και επισημαίνει: «Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά δεν χάσαμε τις επαφές μας, είναι τόσο καλός άνθρωπος που συναντάς σπάνια!».
Στα τριάντα χρόνια εργασίας στην Ελλάδα, η 82χρονη επέστρεφε στη Γεωργία όταν δεν είχε δουλειά και ήταν στην αναζήτηση από μία οικογένεια σε άλλη.
«Αυτές ήταν οι διακοπές μου – τα διαλείμματα. Αλλά και οι κόρες με τα εγγόνια μου είχαν έρθει κάποιες χρονιές στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές. Βρισκόμαστε αρκετές φορές, μας βοηθά σήμερα και η σύγχρονη τεχνολογία, αφού μιλάμε με βιντεοκλήση και αυτό είναι ένα θαύμα που φέρνει τους ανθρώπους κοντά ενώ βρίσκονται μακριά», αναφέρει, και συνεχίζει γελώντας:
«Κάποτε γράφαμε γράμματα, τα στέλναμε με τα γεωργιανά γραφεία μεταφορών καθώς το ταχυδρομείο στη Γεωργία δεν λειτουργούσε κανονικά. Μετά τρέχαμε στα περίπτερα. Από εκεί τηλεφωνούσαμε στη Γεωργία, στις οικογένειές μας, και μετά ήρθαν και τα πρώτα κινητά. Σήμερα έχουμε τα καλύτερα που μας δίνουν τη δυνατότητα να μιλάμε και να βλέπουμε ο ένας τον άλλον».
Με το σοφό και γεμάτο αγάπη βλέμμα της, μας αποχαιρετά λέγοντάς μας χαρακτηριστικά: «Μην μου λέτε “αντίο”, καλύτερα να πούμε “εις το επανιδείν”, γιατί, αν με φωνάξουν να φροντίσω κάποιον που έχει ανάγκη, θα επιστρέψω στην Ελλάδα ξανά. Έχω ακόμα δύναμη και χαρά να προσφέρω!».