Στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου η ερμηνεία στο λήμμα χορατεδεύω είναι «μιλώ αστειευόμενος, κάνω χωρατά», καθώς, όπως μας λέει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, το ρήμα προέρχεται από την τουρκική λέξη horata (αντιδάνειο από την ελληνική «χωρατά»).
Το λήμμα που ακολουθεί, ωστόσο, το χορατέα (η), αρχίζει και περιπλέκει τα πράγματα.
Κι αυτό γιατί η ερμηνεία του είναι σε εντελώς άλλη κατεύθυνση: Η χορατέα (ή χωρατέα) είναι «έλλειψη καλής συμπεριφοράς» και «αγανάκτηση, θυμός», ο δε χορατέας είναι ο ευέξαπτος, ο οργίλος, όπως άλλωστε και ο χωρατλής!
Το δε ρήμα που τους αφορά, είναι το χωρατλαεύω, που θα πει «γίνομαι νευρικός».
Τελικά, αυτό που φανερώνει τη διαφορά είναι η υπογράμμιση στο –α– (συνήθως απαντά με δύο τελίτσες αντί για γραμμή), καθώς προσδιορίζει α) τη σωστή προφορά (ανάμεσα σε -ε- και -α-), β) την κοινή ρίζα από το χωρίον.