Οι ομογενείς της Αυστραλίας δεν παύουν κάθε χρόνο να τιμούν με μεγάλη λαμπρότητα τις εθνικές, αλλά και τις θρησκευτικές γιορτές της Ελλάδας, κρατώντας ζωντανές τις μνήμες της πατρίδας τους για τις νεότερες γενιές.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η ιστορία, η Αυστραλία σαν χώρα, ήταν πάντα κοντά στην Ελλάδα, ακόμη και τις στιγμές που εξελισσόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι πρόγονοι όλων μας μάχονταν ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις.
Μια από τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ενάντια στην εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1940, έλαβε χώρα στη Μελβούρνη, την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 1941.
Οι κάτοικοι της Μελβούρνης και των περιχώρων είχαν συρρεύσει στο κέντρο της πόλης, σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις ελληνοαυστραλιανής αλληλεγγύης που έχουν γίνει ποτέ.
Όλα άρχισαν όταν η τότε κυβέρνηση της Αυστραλίας προχώρησε στη σύσταση επιτροπών συγκέντρωσης χρημάτων σε όλη τη χώρα, προκειμένου να ενισχυθεί ο ελληνικός αγώνας.
Ειδικά στην πολιτεία της Βικτώριας, ο δήμαρχος της εποχής Frank Beaurepaire είχε ιδρύσει το «καταπίστευμα της Μελβούρνης», δηλώνοντας ότι «η ανδρεία του ελληνικού στρατού έχει αλλάξει όλη την κατάσταση στη Μεσόγειο και οι Αυστραλοί θα πρέπει να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αναγνωρίσουν τη γενναιότητα των Ελλήνων».
Ο Frank Beaurepaire προέτρεψε όλους τους κατοίκους της Βικτώριας να συμμετάσχουν στην «Ελληνική Ημέρα», που είχε οριστεί για τις 14 Φεβρουαρίου, διοργανώνοντας τοπικές εκδηλώσεις για τη συγκέντρωση χρημάτων και διανέμοντας πάνω από 30.000 κονκάρδες σε όλους τους δήμους.
Από την πλευρά του, ο τότε πρόεδρος του νέου Κοινοπολιτειακού Συμβουλίου, το βράδυ πριν από την παρέλαση προέτρεψε μέσω του ραδιοφώνου τους κατοίκους της Μελβούρνης να παρευρεθούν στην εκδήλωση, δηλώνοντας ότι «ο αγώνας της Ελλάδας είναι ο δικός μας αγώνας και ο πόλεμος της Ελλάδας ο δικός μας πόλεμος…».
Τελικά, σχεδόν 100.000 κάτοικοι της Μελβούρνης – το 10% του πληθυσμού τότε – συνέρρευσαν στο κέντρο της πόλης για να παραταχθούν επί της οδού Swanston από το ύψος της οδού Yarra μέχρι την Bourke Street και πέρα από αυτήν. Η κυκλοφορία είχε εκτραπεί στους γύρω δρόμους, ενώ κομφετί έλουζαν τα γεμάτα ενθουσιασμό πλήθη εκείνο το λαμπερό καλοκαιρινό πρωινό.
Οι πάγκοι που είχαν στηθεί στο δρόμο είχαν γαλανόλευκες διακοσμήσεις των πάγκων και το πλήθος ανέμιζε ελληνικές σημαίες.
Οι Αυστραλοί είχαν έρθει κατά χιλιάδες στη Μελβούρνη για να δηλώσουν την υποστήριξή τους στον αγώνα της Ελλάδας κατά της ιταλικής εισβολής.
Το χαρακτηριστικό της ημέρας ήταν η πορεία 4.000 οπλιτών κατά μήκος της οδού Swanston, μπροστά από το δημαρχείο της Μελβούρνης και στη συνέχεια μέσα στην πόλη. Παρέλασαν με την καλοκαιρινή τους πολεμική ενδυμασία, «μαυρισμένοι από τον ήλιο της Μπονεγκίλα και ντυμένοι με σορτς και πουκάμισα», όπως ανέφερε την επόμενη μέρα η εφημερίδα «Melbourne Argus».
Στις 10:00 οι οπλίτες παρέλασαν κατά μήκος της οδού Swanston από το ύψος της οδού Flinders με επικεφαλής τον διοικητή τους, ταξίαρχο Lind και μια κατσίκα – τη μασκότ του τάγματός τους – «σκορπώντας ιλαρότητα» στο πλήθος. Οι οπλίτες παρέλασαν συνοδευόμενοι από οκτώ μπάντες, ενώ άλλες τέσσερις ενώθηκαν μαζί τους κατά μήκος της διαδρομής.
Στο πέρασμά τους έπαιρναν θάρρος ακούγοντας τις φωνές υποστήριξης και αντικρίζοντας τις ειδικές σημαίες της «Έκκλησης για τα Θύματα Πολέμου στην Ελλάδα» τις οποίες κουνούσε με ενθουσιασμό το πλήθος αλλά και όσοι παρακολουθούσαν την παρέλαση από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των κτηρίων.
Καθώς οι στρατιώτες περνούσαν από το κτίριο του δημαρχείου, χαιρετισμό απηύθυνε ο κυβερνήτης της Βικτώριας, Sir Winston Dugan, όρθιος μαζί με το δήμαρχο και πολλούς ανώτερους αξιωματικούς του Στρατού, μεταξύ των οποίων ο υποστράτηγος Gordon Bennett, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη Λήμνο και στην Καλλίπολη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά την ολοκλήρωση της παρέλασης, εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα υπέρ της «Έκκλησης» σε περισσότερους από 30 πάγκους που είχαν στηθεί για το σκοπό αυτό κατά μήκος της διαδρομής.
Πολλοί από τους πάγκους ήταν στολισμένοι με τα γαλανόλευκα χρώματα της ελληνικής σημαίας, ενώ πολλοί από τους εθελοντές που βοηθούσαν φορούσαν ελληνικές παραδοσιακές στολές.
Εβδομάδες πριν, ο δήμος Μελβούρνης είχε απευθύνει έκκληση για εθελοντές που θα βοηθούσαν στην πώληση των 70.000 ειδικών καρτελών της «Ελληνικής Ημέρας» και των 10.000 χάρτινων σημαιών της «Έκκλησης» που παρήχθησαν ειδικά για τον έρανο. Αναφέρθηκε ότι πάνω από 700 γυναίκες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για εθελοντές και εθελόντριες. Μία από αυτές ήταν η διάσημη σοπράνο της Αυστραλίας Gladys Moncrieff – «Our Glad» – η οποία έκανε «μια συγκλονιστική έκκληση» για χρήματα από την καρότσα ενός στρατιωτικού οχήματος.
Προετοιμασία εβδομάδων από την ελληνική κοινότητα
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης «αγκάλιασε» την εκδήλωση, ενώνοντας τις δυνάμεις της με την ευρύτερη κοινότητα για τον κοινό σκοπό.
Από τα τέλη του 1940, τα μέλη της κοινότητας συμμετείχαν ως δωρητές και εθελοντές στις διάφορες προσπάθειες συγκέντρωσης χρημάτων που οργανώθηκαν σε όλη τη Βικτώρια για την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας της Ελλάδας. Στο Frankston, το τοπικό συμβούλιο υποστήριξε ομόφωνα τη δημιουργία ενός τέτοιου τοπικού ταμείου δηλώνοντας πως αυτό ήταν το σωστό, δεδομένου ότι στον συγκεκριμένο δήμο διέμενε ο Έλληνας πρόξενος! Και στο Dandenong, ένας δημοφιλής ντόπιος ιδιοκτήτης ιχθυοπωλείου δώρισε τις εισπράξεις μιας ημέρας στην πολεμική προσπάθεια της Αυστραλίας.
Την εβδομάδα πριν από την παρέλαση, μια από τις παλαιότερες ελληνικές κοινότητες της Μελβούρνης πραγματοποίησε τελετή στο δημαρχείο του Prahran για να δωρίσει μια μεγάλη ελληνική σημαία στον δήμαρχο.
Το έκαναν για να τιμήσουν τους Έλληνες στρατιώτες που πολεμούσαν «ακολουθώντας τα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου» στο πλευρό των Συμμάχων και ανυπομονούσαν να δουν τη σημαία να κυματίζει πάνω από το δημαρχείο. Ο δήμαρχος απάντησε ότι όλοι οι Αυστραλοί αναγνώριζαν τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε η Ελλάδα ως σύμμαχος στον αγώνα κατά του Άξονα και ότι η ελληνική σημαία θα κυμάτιζε πλάι στην αυστραλιανή και στη βρετανική σημαία.
Οι κουζίνες όλης της ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης είχαν στην κυριολεξία «πάρει φωτιά» τις ημέρες πριν από την παρέλαση, προετοιμάζοντας εδέσματα που θα προσφέρονταν προς πώληση.
Πολλοί ελληνικοί πάγκοι φέρονται να είχαν «μια δελεαστική ποικιλία προϊόντων» – κέικ, γλυκά, κουραμπιέδες, μαρμελάδα τριαντάφυλλο και ελληνικά γλυκά – όλα σπιτικά, μαγειρεμένα σύμφωνα με παραδοσιακές ελληνικές συνταγές. Ένας ελληνικός πάγκος προσέφερε «σπάνια και τροπικά φρούτα».
Συμμετείχαν πολλές οικογένειες από την κοινότητα, ανάμεσά τους οι οικογένειες Κοσποδίτη, Ραφτόπουλου, Μαρμαρά, Σιγάλα, Καρά και Νικολαΐδη. Και φυσικά η μεγαλύτερη προσπάθεια έγινε από τις γυναίκες και τα κορίτσια.
Στο δημαρχείο, η μικρή Όλγα Μαρμαρά περιγράφεται ως «χαριτωμένη με την παραδοσιακή φορεσιά της, δείχνοντας ζωηρό ενδιαφέρον για το κουτί με τα δώρα-έκπληξη που ήταν στον πάγκο». Και σε έναν άλλο πάγκο στην οδό Bourke, η Ίρις Νικολαΐδη και η δεσποινίς Σιγάλα ήταν ντυμένες με την ελληνική εθνική ενδυμασία και πουλούσαν κουμπιά και κονκάρδες. Σε κάποιο σημείο του πλήθους συγκεντρώθηκε μια ομάδα Ελλήνων πρώην στρατιωτικών «για να ευχηθούν στους Αυστραλούς συμμάχους τους».
Τα μεγάφωνα μετέδιδαν στο BBC έκκληση της Δούκισσας του Κεντ -της πρώην πριγκίπισσας Μαρίνας της Ελλάδας- που ζητούσε υποστήριξη για τα θύματα του πολέμου στην Ελλάδα. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε «μια απρόκλητη επίθεση … Η Ελλάδα χρειάζεται βοήθεια και τη χρειάζεται τώρα», είπε. Κι ενώ ακουγόταν η φωνή της, πολλοί πάγκοι πουλούσαν «κούκλες Μαρίνα» με τη μορφή της, ντυμένες με «ελληνική φορεσιά» προς τιμήν της.
Η ημέρα είχε μεγάλη επιτυχία. Συγκεντρώθηκαν πάνω από 4.000 λίρες Αγγλίας από την πώληση των ειδικά κατασκευασμένων καρτελών της «Ελληνικής Ημέρας», τις πωλήσεις των πάγκων και τις δωρεές. Τα παιδιά του Κρατικού Σχολείου δώρισαν 250 λίρες και οι γυναίκες του Legacy Club στην Collins Street επιπλέον 198 λίρες.
Η Ελληνική Ημέρα της Μελβούρνης στις 14 Φεβρουαρίου ήταν μόνο η πρώτη από τις εκατοντάδες εκδηλώσεις και εράνους που πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη Βικτώρια και την Αυστραλία.
Παρόμοιες μεγάλες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στις περισσότερες μεγάλες πρωτεύουσες, όπως το Σίδνεϊ και το Μπρίσμπεϊν. Τοπικά συμβούλια οργάνωσαν κι αυτά εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων.
Στο Horsham συγκεντρώθηκαν πάνω από 83 λίρες, ενώ η τοπική εφημερίδα «The Newspaper» ανέφερε ότι «ήταν πολύ λίγες οι αρνήσεις στην έκκλησή τους “Αγοράστε ένα κουμπί για τους Έλληνες συμμάχους μας”». Και μια εβδομάδα αργότερα ένας άλλος έρανος για την «Έκκληση» πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο της Μελβούρνης, με γυναίκες από την ελληνική κοινότητα της πόλης, ντυμένες με παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές.
Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου, αλλά και αργότερα, καταδεικνύοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των απλών Αυστραλών και των ελληνικής καταγωγής γειτόνων τους.
Πηγή: neoskosmos.com/Jim Claven (Απόδοση: Μαρία Καμπύλη)