Ο Κωνσταντίνος Αμπατζίδης ζούσε στον οικισμό Τσοράχ, Τσοράχι (από το τουρκικό çorak, που σημαίνει άγονος, στέρφος, εξαιτίας του βαλτώδους της περιοχής), ο οποίος ήταν κτισμένος σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Εύξεινου Πόντου και απείχε 3,5 ώρες από την πόλη της Τέρμε και 6,5 ώρες από την Οινόη.
Τα τελευταία χρόνια πριν από την Ανταλλαγή ο ελληνικός πληθυσμός του, περίπου 20 σπίτια, κατοικούσε στους τρεις μαχαλάδες του οικισμού, Τσοράχ, Τομπουλάντων και Βοϊβοτάντων.
Η οικονομία της περιοχής βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τα προϊόντα που παρήγαγαν οι κάτοικοι εμπορεύονταν φουντούκια, καρύδια, όσπρια, κάνναβη και βούτυρο στο Μίλιτς (η σκάλα της Τέρμε) αλλά και στην ίδια την Τέρμε. Με την Ανταλλαγή, οι κάτοικοι του Τσοράχ εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Κατερίνη και την Καστοριά.
≈
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης:
«Στα 1916 άρχισαν τα πράγματα να μην είναι καλά στην Τουρκία. Στα 1915 έγιναν πρώτα οι σφαγές των Αρμεναίων. Έσφαξαν οι Τούρκοι στα δικά μας τα μέρη 150 με 200 άτομα. Στα 1916, τον Νοέμβρη, άρχισαν να εξορίζουν τους Έλληνες. Πρώτα μας σήκωσαν και μας φέρανε σε τουρκικά χωριά προς την Οινόη. Κατέβηκαν τα τουρκικά στρατεύματα και στα σπίτια μας βάλανε φωτιά. Μερικά χωριά, όμως, όπως το Τσιλάρ, τα άφησαν και δεν τα έκαψαν. Όσα πράγματα μπορούσαμε να πάρομε στην πλάτη μας, τα πήραμε και φύγαμε.
»Τον Μάιο του 1917 κάνανε εξορία στο εσωτερικό. Έγιναν δύο αποστολές. Στην πρώτη αποστολή, όλο τον κόσμο που μάζεψαν στην Οινόη τον πήγανε στη Ζηλέ, Νεοκαισαρεία, Τοκάτ και Μπογαζλιάν.
»Στη δεύτερη αποστολή φέρανε τον κόσμο στην Αμάσεια. Εγώ ήμουνα με τη δεύτερη αποστολή. Μας άφησαν έξω από την πόλη. Πέντε-δέκα μέρες πορεία και το 50% πεθαίνανε στο δρόμο. Αυτοί που πήγανε προς τη Ζηλέ πιο πολύ υποφέρανε από μας. Στον Αγιάννη που ήταν έξω από την Αμάσεια και είχε αγιάσματα εκεί καθίσαμε. Ήρθαν από την Αμερικανική Περίθαλψη, που ήταν στο Μερζιφούν, μας πήραν και μας έφεραν στην πόλη μέσα της Αμάσειας. Μας βάλανε σ’ ένα τριώφορο κτήριο και οι Τούρκοι βάλανε χωροφύλακες στην πόρτα, για να μας φυλάνε να μη φύγομε. Όσους ήταν βαριά άρρωστοι, τους πήγανε σε νοσοκομείο.
»Εικοσιπέντε μέρες μείναμε στην Αμάσεια μέσα. Ύστερα μας σήκωσαν και μας φέρανε σ’ ένα μέρος που ήταν μουdουρλίκι, δεν θυμάμαι πώς το λέγανε. Δύο μέρες μείναμε εκεί. Όσοι μπορέσαμε, δραπετέψαμε σ’ ένα τουρκικό χωριό κι από ‘κει διασκοπιστήκαμε σε άλλα χωριά τούρκικα. Ζήσαμε εκεί.
»Στα 1918, Απρίλιο μήνα, όσοι ζούσαμε, αρχίσαμε να γυρίζομε στα χωριά μας. Μερικά άτομα είχανε επιστρέψει από το φθινόπωρο του 1917. Πήγαμε να καθίσομε στα χωριά που δεν κάηκαν. Πήγαμε και σε τούρκικα χωριά και δουλεύουμε μεσακά με τους Τούρκους τα χωράφια. Αυτό θα κράτησε ενάμιση χρόνο, ίσως περισσότερο.
»Ήρθε άλλη χρονιά, το 1920, κι ακόμα είχαμε ατσάπιστα τα χωράφια μας που έγινε δεύτερη εξορία. Αυτή τη φορά πήραν τον κόσμο να τον πάνε πιο μέσα, στη Μαλάτεια, Διαρμπεκίρ, Χαρπούτ. Όσοι μπόρεσαν ανέβηκαν στα βουνά. Εκεί που ήταν οι δικοί μας οπλίτες, πήγαιναν και οι οικογένειες.
»Στα 1922, τον Αύγουστο μήνα, οι εξορισμένοι που ήταν στη Μαλάτεια και στο Διαρμπεκίρ προχώρησαν πιο κάτω για να ‘ρθουν στην Ελλάδα. Στο Χαλέπι πρώτα και ύστερα στη Βηρυτό μάς βοήθησαν πολύ από την Αμερικανική Περίθαλψη. Μπήκαμε σε βαπόρια και ήρθαμε στην Κεφαλλονιά. Ύστερα από την Κεφαλλονιά ήρθαμε στην Οινόη της Καστοριάς. Όσοι είχαν μείνει στην πατρίδα, φύγανε από το χωριό στα 1923 και ήρθαν στην Ελλάδα.