Η Βαρβάρα Σιδηροπούλου μεγάλωσε στον οικισμό Λιβερά 1 (Δουβερά), ο οποίος ήταν κτισμένος σε πλαγιά, στην κοιλάδα του Μεριέμ-ανά ντερέ, δεξιού παραποτάμου του Πυξίτη ποταμού, 24 χλμ νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας. Ο πληθυσμός του ήταν μικτός. Εκτός από τους Έλληνες κατοίκους, που ξεπερνούσαν τους 1.000 πριν από το 1914 και μιλούσαν ποντιακά, στην περιοχή κατοικούσαν και περίπου δέκα τουρκικές οικογένειες.
Εκκλησιαστικά, ο οικισμός αποτελούσε την έδρα της μητρόπολης Ροδοπόλεως, ενώ υπήρχε δημοτικό σχολείο, το οποίο συντηρούσαν οι κάτοικοι με τις εισφορές τους. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία και οι κάτοικοι διέθεταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα τους στις αγορές του Τζεβιζλίκ και της Τραπεζούντας. Για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, οι περισσότεροι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Με την ανταλλαγή, πολλοί κάτοικοι της Λιβεράς εγκαταστάθηκαν κυρίως στο νομό Κοζάνης και στο χωριό Καστανιά της Σπάρτης.
≈
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης:
«Χειμώνας ήτανε, Νοέμβριος μήνας του 1922, τουρκικός στρατός ήρθε. Άντρες μας λείπανε εξορία. Παϊπούρτ, Ερζερούμ, άλλα μέρη στο εσωτερικό της Τουρκίας. Μαζί μας ήτανε μόνο γέροι και μικρά παιδιά. Διαταγή ήρθε να φύγουμε από Φάλενα1 και να πάμε Λιβερά μέσα.
»Εκεί μας κλείσανε σπίτια μέσα και μας φύλαγε τζανταρμάς2, να μην βγαίνουμε έξω. Τα ζώα φωνάζανε όλη μέρα, τροφή δεν μπορούσαμε να τους δώσουμε. Μας είπανε πως Βενιζέλος έφτασε μέχρι Άνκαρα και γι’ αυτό Κεμάλης μάς έκλεισε μέσα στα σπίτια.
»Ύστερα ήρθε άλλη διαταγή και είπανε καθένας θα πάρει το «μιλλέτι»3 του και θα πάει να ζήσει στον τόπο του. Τούρκικο “μιλλέτι” στην Τουρκία, Βενιζέλου “μιλλέτι” στην Ελλάδα. Άφησαν τον κόσμο κι έφυγε Τραπεζούντα, να μπει στα πλοία, να πάει στην Ελλάδα. Πήρανε μαζί τους λίγα τροφίματα και παπλώματα και ρούχα. Το σπίτι τους όλο, τα ζώα τους, τ’ άφησαν στην Τουρκία. Τα πούλησαν για λίγα γρόσια.
»Μια οικογένεια δεν έφυγε με τους άλλους, η δική μας οικογένεια. Ήμαστε πέντε άτομα, η μητέρα μου, η γιαγιά μου, εγώ, τα δύο δίδυμα αγόρια αδέλφια μου. Είχε αρρωστήσει η μάνα μου μ’ εξανθηματικό τύφο, πολύ βαριά ήτανε, κι αυτό ήτανε η αιτία που δεν φύγαμε με τους άλλους.
»Ο παππούς μου είχε έναν μεγάλο Τούρκο πολύ φίλο. Μαχμούτ πασά τον λέγανε. Όταν έφευγε ο παππούς μου με τους άλλους, πήγε και τον βρήκε και του είπε: “Μαχμούτ, εμείς φεύγουμε, τη θυγατέρα μου σ’ εσένα την αφήνω, να την κοιτάξεις, όπως αν ήμουνα εγώ εδώ. Αν ζήσω και γυρίσω πίσω, θα σ’ τα ξεπληρώσω όλα”. Ο Μαχμούτ τού έδωσε υπόσχεση να φύγει ήσυχος κι αυτός θα μας κοιτάξει σα δικούς του.
»Μαζί με τη μάνα μου κολλήσαμε την αρρώστια κι εγώ και η γιαγιά μου. Τα δίδυμα μόνο ήτανε καλά και για μην κολλήσουν κι αυτά τον τύφο, τα πήρε ο Μαχμούτ στο σπίτι του και τα κοίταζε η αδελφή του σαν παιδιά της. Τότες αυτά ήταν τεσσάρων-πέντε χρονώ μωρά παιδιά. Εμείς μέναμε σε τούρκικο σπίτι. Είχε ένα τετράγωνο “χωνόν” και γύρω ήμαστε ξαπλωμένες η μάνα μου, η γιαγιά μου κι εγώ. Πώς ήμαστε, άνθρωπος δεν το πιστεύει. Πυρετός μάς έκαιγε και ψείρα έτρεχε από τα μαλλιά της κεφαλής μας μέχρι τα πόδια μας. Ο Μαχμούτ ερχόταν νύχτα και μας έβλεπε κι έφερνε λίγο φαγητό, ό,τι μπορούσε. Μας έβλεπε το χάλι που είχαμε και την ψείρα που έτρεχε επάνω μας κι έλεγε: “Έτσι δε γίνεστε εσείς καλά. Τι να σας κάνω!”.
»Μια μέρα ήρθανε Τούρκοι στρατιώτες και κτυπούσανε το σπίτι. Μάθανε πως ήμαστε μέσα και ήρθανε να μας βγάλουνε να φύγουμε. Η διαταγή ήταν, βλέπεις, να φύγουνε όλοι οι Χριστιανοί και να μπει σφραγίδα στα σπίτια τους. Νταγκ-νταγκ, κτυπούσανε την πόρτα. Η μητέρα μου από μέσα τους είπε: “Δεν μπορώ να ανοίξω, η πόρτα είναι κλειδωμένη και δεν έχω εγώ το κλειδί”. Στο αναμεταξύ κατάφερε και μίλησε σε μια γειτόνισσα Τούρκισσα, να πάει να ειδοποιήσει τον Μαχμούτ πασά να έρθει αμέσως.
»Οι Τούρκοι βρήκανε την άλλη πόρτα ανοικτή –δύο πόρτες είχε το σπίτι–, και μπήκανε μέσα. Πήγανε αμέσως στη μάνα μου, της δώσανε ένα χτύπημα και της είπανε: “Γιατί μείνατε εσείς εδώ πέρα; Δεν ξέρετε τη διαταγή; Το σπίτι αυτό, όπως και τ’ άλλα γκιαούρικα, πρέπει να το μιχιργέψουμε4 και να το κλείσουμε”. Η μητέρα μου είπε: “Άρρωστη είμαι πολύ, γι’ αυτό μείναμε”.
»Εκείνη την ώρα ήρθε και ο Μαχμούτης και λέει στους στρατιώτες: “Αυτοί δεν πρέπει να φύγουνε ακόμη. Άρρωστοι είναι, ανάγκη είναι να μείνουνε λίγο, να γίνουνε καλά, να σταθούνε στα πόδια τους και θα φύγουνε”. Αυτοί είπανε στον Μαχμούτ πως πρέπει να μιχιργέψουνε το σπίτι, όπως και τ’ άλλα. Ο Μαχμούτ τούς έδωσε από δύο παγκανότες του καθένα και σηκωθήκανε και φύγανε.
»Αυτοί, όμως, πήγανε και το είπανε στο Τζεβισλούκ, που ήτανε ο καϊμακάμης, και σε δέκα μέρες ύστερα ήρθανε άλλοι δύο Τούρκοι και κτυπούσανε πάλι νταγκ νταγκ την πόρτα. Η μητέρα μου πάλι τους είπε πως η πόρτα είναι κλειδωμένη και δεν είχε κλειδί κι αυτοί όμως, όπως και οι άλλοι, βρήκανε την άλλη πόρτα και μπήκανε μέσα. Ο ένας ήξερε ποντιακά και λέει στη μητέρα μου: “Πώς βρίσκεστε εσείς εδώ; Εμείς έχουμε διαταγή από τον καϊμακάμη να σας πετάξουμε έξω και να βάλουμε μüχüρ στο σπίτι”. Η μητέρα μου πάλι είπε πως είναι άρρωστη και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της γι’ αυτό μένουμε, αλλά ο Τούρκος δεν άκουγε τίποτε και φώναζε να βγούμε έξω.
»Ο Μαχμούτ έλειπε εκείνες τις μέρες στην Τραπεζούντα και όταν ειδοποίησε η μητέρα μου στο σπίτι του, ήρθε αμέσως, στη θέση του, ένας γαμπρός του, ο Αχμέτ, απ’ τη Γαλίαινα. Αυτός είπε στους Τούρκους: “Τι θέλετε τώρα; Αυτοί σημερινοί είναι, αυριανοί δεν είναι. Αφήστε τους ήσυχους”. Ο Τούρκος είπε και στον Αχμέτ πως δεν γίνεται, γιατί ο καϊμακάμης έδωσε διαταγή να τους βγάλουνε έξω και να βάλουνε μüχüρ στο σπίτι.
»Ο Αχμέτ τούς έδωσε δέκα παγκανότες, από πέντε στον καθένα και τους είπε: “Να πάτε να πείτε στον καϊμακάμη πως μια οικογένεια χριστιανική που ήτανε, τη ρίξαμε σ’ ένα αχούρι κι ούτε ξέρουμε, ζάει δε ζάει”. Οι Τούρκοι πήρανε τις παγκανότες και φύγανε και είπανε, όπως μάθαμε, στον καϊμακάμη, στο Τζεβισλούκ, πως μας ρίξανε στην αχυρώνα και σφραγίσανε το σπίτι. Οι Τούρκοι οι δικοί μας, όμως, μας είπανε τότε: “Προσέχετε πολύ, φωνή δεν θα βγάλετε, καθόλου δεν θα μιλάτε, φωτιά δεν θ’ ανάψετε, να μη δούνε καπνό απ’ το σπίτι. Εμείς θα βρούμε το μπελά μας, άμα σας καταλάβουνε”. Κρυφά τη νύχτα έρχονταν και μας έφερναν κανένα τρόφιμο.
»Δεκαπέντε μέρες περάσαμε έτσι. Ύστερα ήρθε ο Μαχμούτ και μας λέει: “Τώρα τα πράγματα χαλάρωσαν, μπορείτε σιγά σιγά να βγείτε και να φύγετε στην Τραπεζούντα κι από κει στην πατρίδα σας. Με τέτοια χάλια όμως που να κουνηθείτε!”. Έστειλε τότε, προτού να βγούμε έξω, μια Τούρκισσα δική του κι άναψε φωτιά κι έβαλε ένα μεγάλο καζάνι κι έβρασε νερό, έπλυνε και μας καλά καλά και μας καθάρισε κι έβρασε και τα ρούχα μας και τα στρώματά μας, να καούνε οι ψείρες.
»Αρχίσαμε και βγαίναμε και πηγαίναμε κατά τη Φάλενα και θερίζαμε τα χωράφια μας. Τούρκοι μας βοηθούσανε και στο θερισμό και στ’ αλώνισμα. Το πρωί πηγαίναμε Φάλενα, το βράδυ γυρίζαμε Λιβερά να κοιμηθούμε. Ύστερα είπε η μητέρα μου να φύγουμε πια, να πάμε Τραπεζούντα κι από κει να πάρουμε το πλοίο και να πάμε Ελλάδα, να βρίσκουμε και όλους τους δικούς μας. Οι Τούρκοι φίλοι μας δεν θέλανε να μας αφήσουνε να φύγουμε. Λέγανε στη μητέρα μου: “Πού θα πας; Άμυαλη είσαι; Αυτό το κοριτσάκι θα το θανατώσεις;”. Το λέγανε για μένα, που ήμουνα πολύ αδύνατη απ’ την αρρώστια και δεν άντεχα σε κούραση.
»Το χωριό μας είχε φύγει Ιανουάριο μήνα του 1923, εμείς φύγαμε Νοέμβριο την ίδια χρονιά. Πήγαμε Τραπεζούντα. Μείναμε δεκαπέντε μέρες για να βρούμε πλοίο να φύγουμε. Εκεί η μάνα μου πήρε πάλι αρρώστια, ήτανε αδύνατη από την παλιά και πέθανε και την αφήσαμε εκεί στο νεκροταφείο. Εμείς πήραμε τούρκικο πλοίο και πήγαμε Κωνσταντινούπολη. Ήμαστε η γιαγιά μου, εγώ και τα δίδυμα τ’ αδέλφια μου.
»Στην Πόλη μάς πήγανε στο Μπαλουκλί. Εκεί μείναμε πέντε μήνες. Εκεί βρήκαμε και άντρες που γύριζαν από την εξορία. Βρήκαμε και τον άντρα της μητέρας μου –ο δικός μου πατέρας ήτανε πεθαμένος και είχε παντρευτεί εκείνη δεύτερη φορά– και είχε μαζί του και το μεγαλύτερο παιδί μας. Μπήκαμε όλοι μαζί σ’ ελληνικό πλοίο και ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Μείναμε πέντε μήνες στη Θεσσαλονίκη. Από ‘κεί πήγαμε στο χωριό Τετράλοφο και βρήκαμε τους δικούς μας.