Τα δέματα και τα γράμματα προς τους στρατιώτες, που λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1940 βρίσκονταν ήδη στα χιονισμένα βουνά του Αλβανικού Μετώπου, ήταν μια οδηγία που είχε δοθεί από το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Στρατιωτικών, με στόχο να τους κρατήσει συναισθηματικά ακμαίους, αν και οι συνθήκες που βίωναν, πολύ μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους, ήταν δύσκολες.
Γυναίκες και άνδρες από όλη τη χώρα έστελναν στους φαντάρους δέματα που περιείχαν τσιγάρα, χαρτζιλίκι, μια φανέλα, ένα κασκόλ ή ένα ζευγάρι γάντια και ένα γράμμα, χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη, αφού αυτά έφταναν με φορτηγά και μουλάρια στα βουνά και αφήνονταν για να τα παραλάβουν τυχαία οι φαντάροι μας, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός-ερευνητής Κωστής Μαμαλάκης.
«Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα του 1940, με το κρύο και τις κακουχίες να έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ τις συνθήκες, η αποστολή τέτοιων δεμάτων ήταν πολύ σημαντική. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε συγκεκριμένη σύνδεση –είτε οικογενειακή είτε φιλική–, ένα γράμμα μπορούσε να δώσει ελπίδα σε έναν στρατιώτη στο μέτωπο. Ότι κάποιος τον σκέφτεται, ότι ένας συμπατριώτης ή μια συμπατριώτισσα προσεύχεται για να είναι καλά» ανέφερε ο Κ. Μαμαλάκης.
Από τις αξιομνημόνευτες και περίεργες πάντως μικρές ανθρώπινες ιστορίες, ως τμήματα της μεγάλης ιστορίας του Αλβανικού Μετώπου, είναι και αυτή του στρατιώτη Εμμανουήλ Ασημιανάκη στα χιονισμένα βουνά, που παρέλαβε ένα τέτοιο δέμα, στις 14/12/1940.
Η αποστολέας έγραφε μεταξύ άλλων: «Αγαπητέ στρατιώτη. Φθάνουν Χρηστούγεννα. Όλλοι οι άνθρωποι μένουν στα σπίτια τους για να εορτάσουν…. Εσείς οι ήρωές μας θα τα επεράσετε εις τα βουνά της Ηπείρου… Έχετε τη βοήθειαν του Θεού και νικάται τον αιμοβόρο εχθρό… Πρέπει να έχετε θάρρος και επιμονή… Θα νικήσετε όμως και έτσι θα γυρίσετε εις τα σπίτια σας νικηταί…».
Η νεαρή γυναίκα ζητούσε από τον στρατιώτη να της απαντήσει στο γράμμα της, κι εκείνος το έπραξε.
Ο στρατιώτης, διαβάζοντας το γράμμα, αναγνώρισε στην αποστολέα την ίδια του την αδελφή, τη Σοφία Ασημιανάκη, που ζώντας μέσα στο ίδιο της το σπίτι την αγωνία του αδελφού στο μέτωπο του πολέμου, είχε την ευαισθησία να στείλει σε έναν οποιοδήποτε στρατιώτη ένα δέμα που περιλάμβανε μεταξύ άλλων το γράμμα, τσιγάρα, και 50 δραχμές – και ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα το παραλάμβανε ο ίδιος της ο αδελφός.
Την επιστολή της νεαρής γυναίκας και την απαντητική επιστολή του αδελφού της τις έχει στο αρχείο του ο Κωστής Μαμαλάκης, ο οποίος αναφέρθηκε στην απίστευτη αυτή σύμπτωση, την οποία, όπως τόνισε, είχε συμπεριλάβει στο ημερολόγιό του ως ιστορία και ο αξιωματικός Γεώργιος Καβός, που είχε τον Εμμανουήλ Ασημιανάκη στη μονάδα του.
Όπως είπε ο Κ. Μαμαλάκης, στην απάντησή του ο Εμμανουήλ Ασημιανάκης αρχικά δεν αποκαλύφθηκε.
«Αγαπημένη πατριώτισσα… Η σημερινή ημέρα είναι χωρίς υπερβολήν μια από τις ποιο ευτηχησμένες της ζωής μου… Εις εμέ λοιπόν κατά την διανομήν επεφύλαξε η τύχη να κληρωθή το δικό σας δέμα… Εκπληρών λοιπόν την επιθυμίαν σας, σας γράφω και σας απαντώ… Να είσθαι βεβαία ηρωική πατριώτισσα ότι ο Έλλην στρατιώτης θα εκτελέση το καθήκον του παντού και πάντοτε. Πολύ δε περισσότερον όταν σκέπτετε ότι πίσω από αυτόν ευρίσκεται η σεμνή Ελληνοπούλα που περιμένη από αυτόν την ελευθερίαν και την σωτηρίαν της τιμής της…».
Πιο κάτω στην απάντησή του, ο Εμμανουήλ Ασημιανάκης αναφέρεται σε «μυθιστορηματικές» συμπτώσεις, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ούτε εγώ λοιπόν δεν πίστεβα εις αυταίς μέχρι της στιγμής όπου έλαβα το δέμα σας. Γιαυτό και θα φυλάξω τα δύο τσιγάρα όπου μου έστειλες και όταν γυρίσω νικητής, θα τα φουμάρουμε μαζί. Γιατί γλυκιά μου αδελφή Σοφία, ο στρατιώτης όπου έλλαβε το δέμα και την επιστολήν σας είμαι εγώ ο Αδελφός σου Ασημιανάκης Εμμ. Τα σέβη μου εις την Μητέρα και τα φιλιά μου εις την συσηγό μου Καλιόπη και αδελφή μας Μαρίκα, θείο Μηχάλη και εις όλους τους συνγγενείς. Σε φιλώ και ευχαριστό διά το ευγεναίς έσθιμα σου υπέρ της Αγαπημένης μας πατρίδος Ελλάδος. Σε φιλό και μένω υπόχρεος ο Αδελφός σου Ε. Ασημιανάκης».
Οι στρατιώτες στο μέτωπο είχαν την ανάγκη να γράφουν συχνά, είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κ. Μαμαλάκης, ο οποίος συμπλήρωσε ότι αυτή η συνήθεια συνδεόταν και με το φόβο του θανάτου.
«Έγραφαν και συνδέονταν με την πατρίδα, σκηνοθετούσαν στο μυαλό τους μια μητέρα, μια αδελφή που τους περίμενε. Έχει υπάρξει καταγραφή, ότι στρατιώτης έγραφε σχεδόν κάθε δύο ημέρες. Μια τέτοια επαναλαμβανόμενη ανάγκη να επικοινωνήσει, ίσως να σχετιζόταν και με το φόβο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι, ότι το κάθε γράμμα τους μπορεί και να ήταν το τελευταίο» είπε ο ερευνητής.