Στ’ Aλάτσατα είν’ ένα βουνό, Kαρα-Nταή το λένε
και πάν’ οι Aλατσατιανές και τον καημό τους λένε.
(Οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού «Αλατσατιανή»)
Στη Νέα Ερυθραία Αττικής, για πολλά χρόνια, η Κλεονίκη Κουρεπίνη-Τζοανάκη (το γένος Τσαγκέτα) ήταν γνωστή για τα γλέντια της, τα τραγούδια και το κέφι της. Οι κάτοικοι ήταν στην πλειονότητά τους πρόσφυγες ή απόγονοι προσφύγων από τη μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, και η Κλεονίκη ήταν η φωνή τους και η μνήμη τους.
Είχε γεννηθεί την Πρωτοχρονιά του 1915 στη Χίο, κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, και το 1919 επέστρεψε στην πατρώα γη, στα Αλάτσατα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Χίο και από εκεί στην Κηφισιά, μαζί με πολλούς άλλους Ερυθραιώτες πρόσφυγες, όπου ζούσαν σε σχολεία, αποθήκες και παραπήγματα, νοσταλγώντας πάντα τη μικρασιατική πατρίδα.
Όπως αναφέρει ο Μικρασιάτης φιλόλογος, ερευνητής της προσφυγικής παράδοσης και προσωπικός φίλος της Θοδωρής Κοντάρας,1 η Κλεονίκη τραγουδούσε συχνά τούτα τα στιχάκια για την προσφυγιά και την παλιά της πατρίδα:
Από μικρή στην Κηφισιά, μέσα στα περιβόλια,
πολύ μακριά απ’ τ’ Αλάτσατα, μαύρα μου φαίνουντ’ όλα.
Τση τύχης μου ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω,
στ’ Αλάτσατα να γεννηθώ, στα ξένα να γεράσω.
Το 1925 ιδρύθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας κι από τότε η Κλεονίκη εγκαταστάθηκε για πάντα εδώ. Παντρεύτηκε το 1936 τον Γιώργη Τζοανάκη από το Λυθρί (αρχαίες Ερυθρές) κι απόκτησαν τέσσερις γιους, τον Αντρέα, τον Δημήτρη, τον Μανούκα και τον Γιαννακό.
Γνώριζε καλά τη μουσικοχορευτική παράδοση της πατρίδας της, τραγουδούσε, χόρευε και έπαιζε τουμπελέκι. Το 1976 γνώρισε τη Δόμνα Σαμίου, η οποία κατέγραψε από αυτήν πολλά τραγούδια όπως ο «Άτταρης», η «Γιατζηλαριανή», η «Γιωργίτσα» κ.ά.
Και συνεχίζει ο Θ. Κοντάρας: «Από τους τελευταίους επιζώντες της πρώτης γενιάς των Μικρασιατών προσφύγων στη Νέα Ερυθραία, η Κλεονίκη, σαν άξιο γέννημα της ερυθραιώτικης Ρωμιοσύνης, δεν έβγαλε ούτε στιγμή από το νου της την Πατρίδα, όπως τόσοι και τόσοι Μικρασιάτες της γενιάς της. Από μικρό κορίτσι έμαθε να τραγουδά, να χορεύει και να παίζει στο τουμπελέκι της τους σκοπούς της μικρασιατικής γης. Η μάνα της Λουλουδιά Κουρεπίνη κι η θεια της Χαρικλείτσα Κουνέλα, καθώς και πολλές άλλες συγγενείς, γειτόνισσες και φίλες, της μετέδωσαν όλο τον μουσικοχορευτικό πλούτο της Ερυθραίας.
»Εκατοντάδες στιχάκια και τραγούδια κάθε είδους είχε τραγουδήσει ή απαγγείλει το Κλεονικό μέχρι προσφάτως στον γράφοντα και σε άλλους.
»Η Κλεονίκη ήταν πάντα το κέντρο της παρέας στα γλέντια των Ερυθραιωτών. Με το τουμπελέκι και τα τραγούδια της φούντωνε τους καημούς και τα μεράκια των προσφύγων και συντηρούσε δραστικά τη μνήμη της Πατρίδας. Με τα παμπάλαια αλατσατιανά τραγούδια έζησε όλη του τη ζωή το Κλεονικό μας. Σαν αρπούσε το ντουμπελέκι της κι αρκίναε να τραγουδά, αντιλαλούσε η Ερυθραία από τους χαβάδες της Μικρασίας κι από τη μοναδική, την υπέροχη φωνή της, που μάγευε κόσμο και ντουνιά.
Ούλος ο κόσμος να καεί κι η γης να βγάλει αχτίνες,
τ’ Αλάτσατα να μην καούν, γιατ’ είναι μερακλήδες.
Χριστέ μου αφ’ το Ζίγκουι, Σταυρέ μου αφ’ το Σεούτι
και Παναγιά Αλατσατιανή, είντα παρέγια είν’ τούτη!
»Ερευνώντας στις γειτονιές των προσφύγων, την ανακάλυψε η Δόμνα Σαμίου, γύρω στα 1975-76 κι από τότε η Κλεονίκη γνώρισε δόξα μεγάλη κι ηγένηκε φουμισμένη. Η Δόμνα έμαθε πολλά τραγούδια από την Κλεονίκη. Την παρουσίαζε συχνά στις μουσικές εκπομπές της στην Ελληνική Ραδιοφωνία και την ηχογράφησε στους δίσκους της Μικρασιάτικα τραγούδια 1 και 2. […]
»Το 1977 οργανώθηκε στο Γυμνάσιο της Ν. Ερυθραίας μια αναπαράσταση ερυθραιώτικου γάμου, στον οποίο βέβαια η Κλεονίκη πρωτοστατούσε με τα τραγούδια, το χορό και το τουμπελέκι της. Αυτή η αναβίωση του γάμου ίσως είναι από τις πρώτες του είδους σε πανελλήνια κλίμακα, γιατί μέχρι τότε ήταν ελάχιστοι αυτοί που ασχολούνταν με το μικρασιάτικο δημοτικό τραγούδι, με μουσικοχορευτικές παραστάσεις κτλ.
»Περιττό να πούμε ότι η Κλεονίκη ήταν εξαρχής η ψυχή της γιορτής “Αλλοτινές Πατρίδες”, που διοργανώνει κάθε χρόνο από το 1978 ο Δήμος Ν. Ερυθραίας (και μετά το 2011 το ΚΕΜΜΕ), καθώς και όλων των παρομοίων εκδηλώσεων στην περιοχή μας. Και ποιος Νεοερυθραιώτης δεν έχει συγκινηθεί, βλέποντάς την, ντυμένη με αλατσατιανά μισοφούστανα φερμένα απ’ την Πατρίδα, να τραγουδά, να παίζει τουμπελέκι ή να χορεύει, πότε με τον άντρα της, τον μπάρμπα-Γιώργη, και πότε με παλιούς και νεότερους Ερυθραιώτες, τον άταρη, τον μπάλλο, τη Γιωργίτσα και τον καρσιλαμά! […]
»Από το 1980 το σπίτι της Κλεονίκης έγινε στέκι περίφημων κι εκλεκτών Μικρασιατών μουσικών. Ο γλυκύτατος βιολιτζής Στέφανος Βαρτάνης, ο κορυφαίος Νίκος Στεφανίδης με το κανονάκι του, ο σπουδαίος λαουτιέρης Μαθιός Βεντούρης, ο χρυσοδάχτυλος Μαθιός Μπαλαμπάνης με το τουμπελέκι, ο μερακλής Αντώνης Αναγνώστου με το ούτι (όλοι τους συχωρεμένοι πια) και κοντά τους νεότεροι τραγουδιστές κι οργανοπαίκτες (όπως η Γιώτα Βέη, ο Αντρέας Παπάς κι άλλοι) έρχονταν στης Κλεονίκης να παίξουν, να τραγουδήσουν και να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να κάνουν παρέα και να γλεντήσουν, συνοδεύοντας πάντα την Κλεονίκη με τη γλυκιά μελωδική φωνή και το αμίμητο χορευτικό στυλ.
»Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από κείνο το γλεντζέδικο και ξένοιαστο σπίτι! Μουσικοί, δημοσιογράφοι, φοιτητές, ιερωμένοι, ερευνητές, σκηνοθέτες, δάσκαλοι, όλοι λάτρεις της Μικρασίας και της ελληνικής παράδοσης, που ήθελαν να τους τραγουδήσει και να μάθουν από το Κλεονικό όσα περισσότερα για τη μικρή Μεγάλη Πατρίδα της.
»Κι εκείνη τους δεχόταν πρόθυμα κι ακούραστα, χωρίς ποτέ να γίνει ντίβα και σταρ.
»Λες κι είναι τώρα δα, μες στα μάτια μας, που η Κλεονίκη ηχόρευγε σαν το περδικάκι, μ’ έναν τρόπο τσαχπίνικο και θαυμαστό τη “Γιωργίτσα”, που ηπαίνευγε τα νιόνυφα με τα στιχάκια τσης, που ηκογιόναρε τραγουδώντας για τσι κουδουνάτοι, που ‘γκώμιαζε του Χριστού τα Πάθη, που ητραγούδαε τσι χαρές, την αγάπη, τσι λαχτάρες και τα πάθια της Ερυθραίας, τσι καημοί και τα μεράκια της Μικρασίας. […]
»Τα τραγούδια κι η φωνή της δεν λείπουν μέχρι σήμερα από καμιά εκπομπή δημοτικής μουσικής κρατικών, εκκλησιαστικών ή ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό και τα χρησιμοποιούν αμέτρητοι χορευτικοί όμιλοι σε πρόβες και παραστάσεις.
»Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Φαίνεται πως την Κλεονίκη τήνε ζήλεψε ο Χάρος κι αποφάσισε να την χτυπήσει αλύπητα. Το 1996 πεθαίνει ο μικρότερος γιος της Γιαννακός και μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια τον ακολουθούν άλλοι δυο, ο Μανούκας κι ο καπετάν-Αντρέας. Τ’ αηδόνι τ’ Αλατσάτου ρημάχτηκε. Ζώντας μια ολόκληρη ζωή με το τραγούδι και γνωρίζοντας απ’ αυτό τέτοια φήμη, όση ίσως κανένας απλός άνθρωπος του καιρού μας, η κερα-Κλεονίκη πέρασε τα τελευταία 9 χρόνια της ζωής της μέσα σε ανείπωτο πόνο για το χαμό των γιων της. Επιπλέον, η σταδιακή απώλεια της όρασης την καθήλωσε για πάντα στο κρεβάτι, προς επιβεβαίωση, γι’ άλλη μια φορά, του σολώνειου ρητού “Μηδένα προ του τέλους μακάριζε”.
»Η Νέα Ερυθραία κήδεψε τραγουδιστά τη διάσημη Ερυθραιώτισσα στις 16 Μαΐου 2005, έτσι όπως της έπρεπε. Πάνω από το λείψανο της Κλεονίκης η Δόμνα Σαμίου, οι γυναίκες του Χορευτικού Ομίλου κι όλοι οι Ερυθραιώτες, υπό τους ήχους του τουμπελεκιού που έπαιζε ο Παντελής Πολιτάκης, της τραγουδήσαμε για ύστατη φορά την “Αλατσατιανή”, μέσα σε βαθιά συγκίνηση.
Τι να την κάνω τη ζωή, αν είναι κι άλλη τόση,
αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λειώσει.
“Τώρα πια το Κλεονικάκι μας δε θα ξαναπιάσει το ντουμπελέκι και το τραγούδι ντου ούτε θε’ να μας ανεστορήσει κείνα τα ξένοιαστα παιδικάτα στην Ανατολή, ανεκατωμένα με τα πικρά φαρμάκια τση προσφυγιάς. Η γλυκύτερη φωνή τ’ Αλατσάτου ησώπασε πια εδώ και χρόνια. Βουβαμός! Τ’ αηδονάκι μας ηπέταξε γι’ αλλού. Ήμπε στου Χάρου το καράβι κι ήφυε παντοτινά για “κείνα τα νερά”, για τον καλλιότερο τόπο: είναι πααιμένη στα δικά τσης Αλάτσατα, σε κείνα τση παράδεισος!
»Όμως το Κλεονικό μας του την ήσκασε του Χάρου! Ήκλεισε τη φωνή της σε δίσκους και μας την άφηκε για πάντα εδώ, σαν αιώνιο δώρο και πολύτιμη κληρονομιά, για ν’ αποτελεί το σπουδαιότερο κεφάλαιο πολιτισμού στη Νέα Ερυθραία, για να μας συντροφεύει στις χαρές και στα ντέρτια μας, για να μας οδηγεί στα μυστικά μονοπάτια που μας ενώνουν με τη μικρασιατική γη».
Aρχίνα γλώσσα μου γλυκιά κι αχείλι μου μελέτα
και συ καημένη μου καρδιά όσα κι αν ξέρεις πέσ’ τα.
Tραγούδια και παινέματα ξέρω κι εγώ καμπόσα,
μα δε μ’ αφήνει να τα πω η ταπεινή μου γλώσσα.
(Στίχοι από το τραγούδι «Αλατσατιανός μπάλλος»)