Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «αίνος και ούτος Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Και πνίγονταν ένα σωρό τ’ άλογα και τα λογικά τα όντα μες στον κόσμο,
ήγουν μαζί αφανίστηκαν οι άνθρωποι και τα ζώα.
Κοιλάδες βαραθρώνονταν, γκρεμίζονταν τα όρη, χαλάσματα βυθίζονταν μες στο νερό που απλώθηκε απέραντο στην πλάση.
Αντιλαλούσε η άβυσσος, βροντές παντού χτυπούσαν
κι οι αστραπές σπινθήριζαν ολούθε μανιασμένα.
Βυθίστηκαν και τα βουνά στης θάλασσας τα βάθη,
καθώς νερά σκεπάσανε όλη την οικουμένη,
κι οι θυελλώδεις άνεμοι παντού λυσσομανούσαν.
Πνίγηκαν κι όλοι οι γίγαντες, το γένος το αρχαίο –με ρίζα που χανότανε πίσω μέσα στο Χρόνο–
που ’χε κακό συνήθειο να παροργίζει συνεχώς τον Κύριο και Δημιουργό, τον πριν από το Χρόνο.
Αφού αψηφούσαν τον Θεό, χάθηκαν στον κατακλυσμό, σε μύριες καταιγίδες
που στο βυθό τους έστειλαν να βρουν το θάνατό τους, γιατί ποτέ δεν φώναξαν, γιατί ποτέ δεν Του ’παν:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
ιδ’. Αφού απ’ τον κόσμο εξέλιπαν η σήψη κι η αφροσύνη
και ζωντανός πάνω στη γη δεν έμεινε κανένας,
δεν σταματήσαν οι βροχές, ώσπου τελείως να καλυφτεί της γης κάθε σημάδι.
Σαράντα μέρες έβρεχε κι άλλες σαράντα νύχτες,
πώς να μην φτάσει το νερό ψηλά σε τέτοιο ύψος;
Τότε λοιπόν ο Κύριος και ο Δεσπότης πάντων, τον εκλεκτό τον δούλο Του από ψηλά κοιτάει
και διώχνει όλα τα σύννεφα· καθάρισε τον ουρανό
μ’ ένα γλυκό, ειρηνικό και απαλό αγέρι.
Την άβυσσο περιόρισε νερά να μην ξεβράζει, κι έκλεισε κι όλες τις πηγές·
τραβήχτηκε έτσι το νερό κι άρχισε τότε η στεριά ξανά να ξεπροβάλλει.
Κι ήτανε του κατακλυσμού ο δέκατος ο μήνας –καθώς το γράφει η Γραφή– που με δική Του διαταγή
άρχισαν κάποιες κορυφές βουνών να ξεπροβάλλουν, καθώς ο δούλος Του ο πιστός Τού φώναζε συνέχεια:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
ιε’. Κι αφού με την ασύλληπτη τη δύναμη που έχει
διαχώρισε νερά και γη ξανά ο Πανοικτίρμων,
άφησε πίσω το θυμό και μ’ ευσπλαχνία μεγάλη τους πάντες μες στην κιβωτό κοιτάει να ελεήσει.
Πόνεσε ο φιλεύσπλαχνος το πλάσμα Του που το ’φτιαξε ο ίδιος κατ’ εικόνα·
το πλάσμα που το έπλασε με τα ίδια Του τα χέρια, μ’ αγάπη ατελείωτη και με μεγάλο πόθο.
Έδωσε τότε εντολή στ’ αγέρι να φυσήξει και στο νερό να ελαττωθεί.
Κι αυτό σου λέω αν με ρωτάς, πιστεύω πως θα κράτησε πολλές-πολλές ημέρες,
ώσπου να έρθει το νερό υποχωρώντας πίσω
στα όριά του τα παλιά, για να φανεί ξανά η στεριά – ξηρά να υπάρχει πάλι.
Γι’ αυτό ήρθε και προσάραξε –καθώς είναι γραμμένο– η κιβωτός και κάθισε
στο Αραράτ το όρος, και άλλο πια τα κύματα δεν την θαλασσοδέρναν.
Κι ο Νώε ο δούλος ο πιστός ευχόταν και συνέχιζε την ικεσία τη γνωστή που –όπως αποδείχτηκε– είχε στ’ αλήθεια εισακουστεί:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
ιϛ’. Και μ’ όλα αυτά που έγιναν, των ασωμάτων ο χορός,
τους που είχαν σώμα βλέποντας να είναι πια χαμένοι,
φωνάζει τότε δυνατά και τέτοια λόγια λέει: «τώρα ας επικρατήσουνε οι δίκαιοι στην πλάση, μέχρι της γης τα πέρατα.
»Γιατί, πολύ αναπαύεται ο Πλάστης μας να βλέπει το κατ’ εικόνα πλάσμα Του.
»Γι’ αυτό και επιλεκτικά, ιδιαίτερα φροντίζει στους όσιούς Του πάντοτε να δίνει σωτηρία».
Έτσι κι ο Νώε σαν άνοιξε λίγο μια μπουκαπόρτα και είδε καθαρό ουρανό,
φώναξε στα παιδιά του: «βαρύθυμοι μη μένετε, μόν’ τώρα αναθαρρήστε!».
Κι αμέσως κάνει δοκιμή ο όσιος κι αφήνει ένα κοράκι ελεύθερο να δει τι θ’ απογίνει.
Ο κόρακας δεν γύρισε πίσω στην κιβωτό· κι αυτό σημάδι ήτανε πως κάπου βρήκε μια στεριά, για να ξεχειμωνιάσει.
Γιατί έτσι είναι ο κόρακας, αρέσκεται στο κρύο και αγαπάει τη χειμωνιά· χαίρεται και στα κλίματα τα βορινά σαν πάει.
Γι’ αυτόν το λόγο ακριβώς, σαν τον ελευθερώσανε δεν γύρισε ποτέ του πίσω σ’ αυτούς που φώναζαν:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».