Αρχές της δεκαετίας του 2000. Στις μεγάλες πίστες κυριαρχούν οι εγχώριες ντίβες που από τη μια πιστεύουν ότι είναι κόρες –ενίοτε και συνομήλικες– της Μαντόνα και ότι βρίσκονται στο Λας Βέγκας, κι από την άλλη το ρεπερτόριο τους μυρίζει αντιγραφή, αρπαχτή και με ημερομηνία λήξης. Κάπου όμως στο Αιγάλεω, σε ένα σχετικά μικρό μαγαζί, γινόταν η ζεύξη των φυλών. Βόρεια προάστια και δυτικές συνοικίες, μεγάλες ηλικίες αλλά και πιτσιρικάδες, ψαγμένοι αλλά και απλοί άνθρωποι.
Και πάνω στην πίστα, απλός και μοναδικός παρά τη σχετικά μεγάλη ηλικία του, ο Σπύρος Ζαγοραίος να δίνει πόνο.
Το κέφι άρχιζε από τις πρώτες νότες –ή μάλλον πενιές–, και από ένα σημείο το τόσο κλισέ «όλοι είμαστε μια παρέα» γινόταν πραγματικότητα. Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς νεωτερισμούς. Και ο Ζαγοραίος δεν αναγνωρίστηκε στη μεταπολίτευση από κομματικές νεοκουλτούρες, αλλά ό,τι έκανε το έκανε μόνος του. Φυσικά με τα τραγούδια του, ούτε αποκαλύψεις ούτε βαρύγδουπες συνεντεύξεις.
Χαρακτηριστικό της διαχρονικότητάς του σε μια άλλη γενιά, είναι το κλασικό πλέον σκηνικό από το σίριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης», του 2000, όπου ερμηνεύει ένα από τα καλύτερα λαϊκά τραγούδια: Την «Προσευχή».
Τα κομμάτια της ζωής
Με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη από τη μεριά της μητέρας του, ο Ζαγοραίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παγκράτι, και συγκεκριμένα στον Άγιο Αρτέμιο. Ειρωνεία της τύχης: Σήμερα γιορτάζει, ενώ σαν σήμερα το 2014 έφυγε από τη ζωή.
Αγαπούσε το σχολείο, η αρχή της εφηβείας του, ωστόσο, σημαδεύεται από την Κατοχή. Στη διάρκεια του πολέμου μάζευε χόρτα για ν’ αντιμετωπίσει την πείνα, καθώς και ξύλα που εξασφάλιζαν τις ανάγκες της οικογένειας για θέρμανση.
Σε ηλικία 15 ετών έχασε το ένα του χέρι σε ατύχημα, όταν έσκασε μια χειροβομβίδα τη στιγμή που την περιεργαζόταν.
Με τη βοήθεια δύο Γερμανών στρατιωτικών γιατρών μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο όπου παρέμεινε για νοσηλεία και αποθεραπεία, ενώ του πρόσθεσαν τεχνητό μέλος που αντικατέστησε το αριστερό του χέρι.
Παρά τον σοβαρό τραυματισμό που είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του, ασχολήθηκε με το τραγούδι και το 1952 ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας αρχικά καντάδες. Η αγάπη του για το τραγούδι και την μουσική ήταν σχεδόν στο DNA του. Η οικογένειά του ήταν ερασιτέχνες μουσικοί, ο πατέρας του καλλίφωνος τραγουδιστής καντάδων, ενώ στον μικρό Σπύρο άρεσε η μουσική και είχε πάθος με τα μουσικά όργανα. Αλλά είπαμε, Κατοχή.
Η οικογένεια και οι μεγάλες επιτυχίες
Μπορεί η ζωή του να ξεκίνησε με δυσκολίες, αλλά η συνέχεια ήταν πολύ καλή. Φυσικά όχι άκοπα. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τη γυναίκα του Ζωή, με την οποία έδεσαν όχι μόνο ως ζευγάρι, αλλά και στο πάλκο.
Βέβαια και εδώ η αρχή ήταν επεισοδιακή: Η Ζωή Μοσχονησιώτη –όπως ήταν το πατρικό της όνομα– είχε θέμα με τους γονείς της, αφού δεν ενέκριναν το γάμο λόγω της σωματικής αναπηρίας του Ζαγοραίου. Αποτέλεσμα ήταν να κλεφτούν και να εγκατασταθούν στην Αγία Βαρβάρα, όπου εκεί ο Ζαγοραίος εργαζόταν ως φωτογράφος και παράλληλα τραγουδούσε.
Όσον αφορά το τραγουδιστικό μέρος, όταν ο Ζαγοραίος από τις καντάδες πήγε σε λαϊκό ρεπερτόριο, άρχισε η εκτόξευση. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν το «Κουρμπέτι» του Βασίλη Τσιτσάνη, το 1952.
Συνεργάστηκε με τα σπουδαιότερα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαίρη Λίντα, η Πόλυ Πάνου αλλά και η Καίτη Γκρέι, στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία.
Έδωσε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού όπου ζουν Έλληνες, ενώ έγραψε πολλά τραγούδια είτε ως συνθέτης είτε ως στιχουργός.
Για πολλούς η απόφασή του, τη δεκαετία του ’70, να πάει σε μικρότερη εταιρεία, του στοίχισε μερικές επιτυχίες ακόμα. Ε και; Τα τραγούδια που είπε και έγραψε είναι τόσο πολλά που φτάνουν και περισσεύουν.
Η μουσική ήταν η ζωή του όλη, ενώ σε παλαιότερη συνέντευξή του δήλωνε:
«Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ να τραγουδάω, όλη μου η ζωή αυτό είναι. Και στο δρόμο που πάω εγώ σφυράω, όταν δεν τραγουδάω. Και ξέρετε και κάτι; Αν έρθει ένας καιρός και δεν μπορώ πια να τα λέω τα τραγούδια όπως πρέπει, εγώ θα πηγαίνω στα μαγαζιά και θα τους λέω: “Πόσα θέλετε να σας δώσω, να σας πω δυο τραγούδια;”».
Το σκηνικό με τον Αγγελόπουλο
Το 1962, σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής, ο Ζαγοραίος δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον Μανώλη Αγγελόπουλο, που θίχτηκε από κάποιο κομπλιμέντο που έκανε η τραγουδίστρια Μαριάννα Κληματιανού στον Ζαγοραίο. Τότε ο Αγγελόπουλος άρχισε να πυροβολεί στον αέρα μέσα στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανίζονταν κάνοντας χρήση του περιστρόφου του, όμως η επέμβαση των ψυχραιμότερων αποσόβησε τα χειρότερα. Τα ξημερώματα οι τρεις τραγουδιστές επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του Ζαγοραίου με κατεύθυνση την Αγία Βαρβάρα, αλλά όταν έφτασαν στο σπίτι του Αγγελόπουλου, ο τραγουδιστής κατέβηκε και άρχισε ξανά να πυροβολεί.
Ο Ζαγοραίος πρόλαβε να απομακρυνθεί εγκαίρως, ενώ ο Αγγελόπουλος αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι μιας φίλης του όπου συνελήφθη από την Αστυνομία με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοχρησίας και οπλοφορίας.
Ενώπιον του εισαγγελέα, δύο μέρες αργότερα, ισχυρίστηκε ότι πυροβόλησε χάριν γούστου. Ο δικαστικός λειτουργός τού απάντησε με σωφρονιστική και ελαφρώς απαξιωτική διάθεση: «Αυτά θα συνέβαιναν μεταξύ σας, εδώ όμως, όπως βλέπεις, δεν έχουμε να κάνουμε με τσιγγάνους. Οι χριστιανοί συντραγουδισταί σου δεν έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους αστεία και πολύ φυσικό να καταγγείλουν ότι ηθέλησες να τους εξαποστείλης εις τον άλλον κόσμο, διότι εκ της φιλοφρονήσεως εθεώρησες τον εαυτό σου θιγέντα επαγγελματικώς».
Τα πολιτικά του πιστεύω
Από μικρή ηλικία είχε ενταχθεί στην ΕΟΝ του Ιωάννη Μεταξά, τον οποίον θεωρούσε μεγάλο ηγέτη. Από ένα σημείο και μετά δήλωνε μακριά από την πολιτική, αν και κάποιες δηλώσεις του υπέρ της χούντας ή μάλλον υπέρ της ασφάλειας που ένιωθε ο κόσμος, τότε πήγαν μετά να του κρεμάσουν την ταμπέλα του χουντικού. Κάτι που ο ίδιος δεν το δεχόταν.
Δεν είχε διστάσει να δηλώσει πως «Αυτοί όμως που κυβερνάνε από το 1974 μέχρι σήμερα, είναι ό,τι χειρότερο έχουμε γνωρίσει από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Μας κατέστρεψαν. Δεν αγαπάνε την Ελλάδα μας. Τους ενδιαφέρει μόνο το χρήμα, η καρέκλα και η εξουσία. Ο λαός πεινάει και αυτοκτονεί και οι πολιτικοί θησαυρίζουνε. Τέτοια καταστροφή δεν εγνώρισε η Ελλάδα ούτε επί Τουρκοκρατίας. Έχουνε ξεπουλήσει τα πάντα. Ο γερο-Καραμανλής μας άνοιξε τον τάφο και ο Ανδρέας μας έβαλε μέσα. Οι σημερινοί είναι άχρηστοι».
https://www.youtube.com/watch?v=O9_McR6HpK0
Τα τελευταία σκληρά χρόνια
Παρά την επιτυχία που είχε γνωρίσει το μαγαζί του στο Αιγάλεω, είχαν αρχίσει τα προβλήματα υγείας. Όμως η μοίρα το 2009 του έδωσε το μεγάλο χτύπημα: Τότε πέθανε ο γιος του σε ηλικία 49 ετών από καρκίνο, γεγονός που επιβάρυνε την κατάσταση της υγείας του, η οποία δεν ήταν καλή, καθώς έπασχε από Πάρκινσον. Τα έσοδά του ήταν η σύνταξή του και το ενοίκιο από το κατάστημα που είχε λειτουργήσει ως επιχειρηματίας. Η ασθένειά του τον είχε περιορίσει και ήταν αναγκασμένος να είναι κλεισμένος στο σπίτι, ενώ υπέφερε από έντονους και συχνούς ιλίγγους.
Σταδιακά αδυνατούσε να σηκωθεί και το κατάφερνε μόνο με τη βοήθεια μιας κοπέλας που τον φρόντιζε. Διατήρησε έως το τέλος τη διαύγειά του, διάβαζε εφημερίδες και παρακολουθούσε τα δελτία ειδήσεων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Για την ιστορία, η σύζυγός του Ζωή πέθανε στις 19 Απριλίου 2015, λίγους μήνες μετά το φευγιό του συνθέτη, και κηδεύτηκε την επόμενη μέρα στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών στο πλάι του. Αυτό είναι αγάπη.
https://www.youtube.com/watch?v=aBUe6066UwQ
Σπύρος Δευτεραίος