Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «αίνος και ούτος Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
θ’. Καθώς συγκεντρωθήκανε τα άγρια τα θηρία
κι ήταν εκεί και τα πτηνά με τα ερπετά αντάμα
–ότι όλα μαζευτήκανε κατ’ εντολή του Πλάστη για να μπουν μες στην κιβωτό–
χωρίς κανέναν δισταγμό, χωρίς αμφιβολία, πιάνει και κάνει προσευχή ο δούλος του Κυρίου,
αυτά που του ανατέθηκαν όλ’ άψογα να γίνουν, για να βγει ασπροπρόσωπος μπροστά στον Παντοδύναμο που είν’ ο Κριτής των πάντων.
Με σύνεση και προσοχή και την καλή σειρά τους έβαζε τα αμέτρητα τα ζώα για να πάνε, να μπουν στα διαμερίσματα που ’ταν στους τρεις ορόφους.
Ό,τι είπε ο Παντοκράτορας, με ακρίβεια το κάνει:
από τα ζώα τα «ακάθαρτα» δύο ζευγάρια βάζει· κι από τα ζώα τα «καθαρά» –όπως το γράφει κι η Γραφή–
επτά ζευγάρια παίρνει· με τάξη τα ξεχώρισε, στη θέση τους τα βάζει
και στρέφεται στον Ύψιστο, φωνάζει και Του λέει: «Σωτήρα και Πανόπτη μου, Εσύ π’ όλα τα βλέπεις, γύρνα και δες τον δούλο Σου, μην με παραμελήσεις,
»σώσε με Θε μου, σώσε με καθώς πάντα σ’ το λέω, σ’ το λέω με πίστη δυνατά, με πίστη σ’ το φωνάζω:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
ι’. Είδε κι αποείδε το λοιπόν· και τους ανόητους είπε πια στη μοίρα τους ν’ αφήσει,
στην τόση τους απανθρωπιά να τους απαρατήσει.
Σταμάτησε να νοιάζεται και να τους λογαριάζει, και κοίταζε μόνο μπροστά, το μέλλον να φροντίσει, και τον Θεό ικέτευε, με δάκρυα προσευχόταν:
«Μ’ έβγαλες από την κοιλιά της μάνας μου στον κόσμο, κάποτε σαν γεννήθηκα Κύριε και Θεέ μου·
»σώσε με τώρα σαν θα μπω σε τούτη εδώ την κιβωτό που βλέπω μ’ ευχαρίστηση μπροστά μου ετοιμασμένη.
»Γιατί, εκεί μέσα θα κλειστώ λες και σε τάφο μπαίνω·
»μόν’ κάνε κάποτε να βγω, ότι έχεις Συ τη δύναμη πάλι έξω να με βγάλεις,
και θα ’ναι σαν με καλείς να βγω απ’ το μνημούρι.
»Μ’ αυτήν, λοιπόν, τώρα κι εγώ είν’ να προεικονίσω τη μέλλουσα Ανάσταση όσων περπάτησαν στη γη, ολάκερου του κόσμου.
»Τότ’ είναι που τους δίκαιους απ’ τη φωτιά θα σώσεις, όπως εμένα τώρα δα
»μέσα από τους ασεβείς μ’ αρπάζεις και με σώζεις, μέσα από θάλασσα δεινών μαύρη κι ανταριασμένη,
»καθώς με πίστη αναβοώ σε Σένανε τον Εύσπλαχνο και δίκαιο Κριτή μας:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
ια’. Αφού ο Νώε ο σοφός όλα τα οργάνωσε καλά μ’ ακρίβεια και τάξη,
με του Θεού την εντολή ταχιά στο πλοίο μπήκε
μαζί με όλους του τους γιους και όλες του τις νύφες – οκτώ ψυχές στην κιβωτό μετριούνται όλες κι όλες.
Κι ο Νώε, ο δούλος του Θεού, σαν μπήκε μέσα στέναζε, σταματημό δεν είχε· φώναζε, προσευχότανε με τούτα εδώ τα λόγια:
«Μ’ όλους τους άδικους μαζί, κάνε να μην αφανιστώ τώρα κι εγώ Σωτήρα.
»Γιατί ήδη ξεκίνησε· η πλάση συνταράσσεται
»και όλα τα στοιχεία της τρέμουνε απ’ το φόβο
»και έχει πια συγκλονιστεί όλη η οικουμένη.
»Έτοιμα είν’ τα σύννεφα, αντάριασε ο αέρας
»κι οι Άγγελοi προτρέχουνε και προειδοποιούνε: πράξη θα γίνει η απειλή, ζύγωσε τώρα η ώρα».
Έτσι μιλούσε του Θεού και τέτοια λόγια Του είπε· κι Εκείνος αποκρίθηκε
σφραγίζοντας την κιβωτό, καθώς ο Νώε συνέχιζε να λέει και να φωνάζει:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
ιβ’. Τότε ο Μέγας ο Κριτής ψηλά απ’ τα επουράνια διατάζει
και ανοίγουνε με μιας οι καταρράκτες του ουρανού κι αρχίζουνε
βροχές και καταιγίδες· νερά εξακοντίζονται, τρέχει παντού ποτάμι, χαλάζι και βροχή παντού τα πέρατα σκεπάζει.
Και της αβύσσου οι πηγές ξεχείλισαν κι εκείνες, καθώς τα υπόγεια φράγματα από το φόβο τον πολύ γκρεμίστηκαν κι εκείνα.
Κι έτσι καλύψαν τα νερά ό,τι βλέπει το μάτι,
μέχρι και τα ψηλά βουνά σκεπάστηκαν κι εκείνα,
κι όπου γυρνούσες για να δεις στεριά πια δεν υπήρχε·
για να ακριβολογήσουμε, η στεριά υπήρχε ακόμα, μόνο που δεν φαινότανε ότ’ ήταν βυθισμένη.
Τα πάντα κάτω απ’ το νερό ως δεκαπέντε πήχεις,
κι ό,τι ο κόσμος έβλεπε απ’ όσο το θυμόταν, τώρα ήταν κάτω απ’ το νερό,
καθώς του Θεού η απειλή γίνηκε τώρα πράξη· γιατί οι βροτοί διαλέξανε τον Θεό να αψηφήσουν, κι εμμένανε πεισματικά εκεί στην πώρωσή τους,
αντί να σπεύσουν γρήγορα να έρθουν σε μετάνοια και να φωνάξουν δυνατά με πίστη να βοήσουν:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή».