Ως ένα ισχυρό φράγμα απέναντι στον ισλαμισμό και τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, μαζί με την Αρμενία και τη Γεωργία, χαρακτήριζε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τη Δημοκρατία του Πόντου· σε επιστολή με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1920 και αποδέκτη τον στρατάρχη Χένρι Ουίλσον καθόριζε και τα όρια του κράτους (που τελικά έμεινε στα χαρτιά): «Τα φυσικά σύνορα του Πόντου θα αποτελούνται από το βιλαέτι της Τραπεζούντας, το σαντζάκι της Σινώπης και τα σαντζάκια της Τοκάτης (Ευδοκιάδας), της Αμάσειας και του Σεμπίν Καραχισάρ (Νικόπολης), καθώς και από το βιλαέτι της Σεβάστειας».
Ωστόσο, οι θέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου ως προς το ποντιακό ζήτημα δεν ήταν πάντα οι ίδιες.
Για παράδειγμα, το διάστημα 1918-1919 θεωρούσε ότι οι επιδιώξεις των Ποντίων ξεπερνούσαν την τότε πραγματικότητα. Επιπλέον εκτιμούσε πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να κυριαρχήσει στρατιωτικά σε έναν χώρο που εκτεινόταν από το Ιόνιο έως τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.
Όπως αναφέρεται στο σχετικό λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, η τότε αντίθεσή του στη δημιουργία ποντιακού κράτους οφειλόταν και στην προτεινόμενη έκτασή του: θα έφτανε τα 50.200 τετρ. χλμ., με παράλια μήκους 520 χλμ. και βάθος από τις ακτές κυμαινόμενο από τα 140 χλμ. έως τα 70 χλμ.
Οι τότε επιφυλάξεις του τον οδήγησαν να προτείνει με υπόμνημα προς τον Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ τη δημιουργία στη Μικρά Ασία τριών ζωνών, παραβλέποντας τον Πόντο: μιας τουρκικής, μιας ελληνικής και μιας αρμενικής.
Στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν στην ίδια περίοδο στο Παρίσι φάνηκε μάλιστα ευνοϊκά διακείμενος στην ιδέα της προσάρτησης του βιλαετιού της Τραπεζούντας στο υπό δημιουργία αρμενικό κράτος.
Σύμφωνα με όσα πρέσβευε εκείνη την περίοδο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η συνεργασία Ποντίων και Αρμενίων αποτελούσε τη μόνη λύση στο πρόβλημα. Σε αλληλογραφία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον διευκρίνιζε ότι, παρά τις επιθυμίες των Ποντίων, ο ίδιος δεν έβλεπε θετικά τη δημιουργία κράτους στο ανατολικό τμήμα του Εύξεινου Πόντου – δήλωνε συγκεκριμένα ότι η ίδρυση κρατιδίων/θυλάκων στη Μικρά Ασία τον έβρισκε αντίθετο.
Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στην Ουκρανία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να ενθαρρύνει τον επαναπατρισμό των Ποντίων που ζούσαν στη Ρωσία – περίπου 100.000 ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια, από την Αζοφική ως το Βατούμ, και περίμεναν τη σειρά τους να φύγουν (για την Ελλάδα ή τον Πόντο), σχεδόν πανικόβλητοι και έχοντας εγκαταλείψει τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους. Πολλοί υποθέτουν βάσιμα ότι ο επαναπατρισμός των Ποντίων στην Ελλάδα υπήρχε από τότε ως ιδέα στο νου του πρωθυπουργού. Βέβαια, σε ό,τι αφορά τους Πόντιους της Ρωσίας, κυβερνητικοί κύκλοι της Ελλάδας υποστήριζαν ήδη ότι μοιραία αυτοί θα αφελληνίζονταν, αν δεν συνέβαινε κάτι.
Πάντως, το πρόβλημα των Ελλήνων της Ρωσίας ανάγκασε το Βενιζέλο ν’ ασχοληθεί και πάλι με το ποντιακό ζήτημα, τον Ιούνιο του 1919. Αυτή τη φορά θεωρούσε ότι η επαναφορά τους στον Πόντο θα αύξαινε τον αριθμό του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή και έτσι θα βοηθούνταν τα σχέδια για τη δημιουργία ποντιακού κράτους ή ποντιοαρμενικής ομοσπονδίας. Έτσι, αποφάσισε να στείλει παρατηρητές στον Καύκασο, ενώ το υπουργείο Περιθάλψεως ετοίμασε μια έκθεση αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει ο επαναπατρισμός – γενικός διευθυντής είχε τοποθετηθεί ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος επίσης βρέθηκε στον Καύκασο.
Επιπλέον, τον Μάιο του 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καθενιώτη να διερευνήσει το θέμα της στρατιωτικής οργάνωσης των Ελληνοποντίων και να συντάξει αναφορά, εκτιμώντας παράλληλα τη γενική κατάσταση στον Πόντο. Η αποστολή αυτή σήμαινε για την ελληνική κυβέρνηση και την ενεργό ανάμιξή της στο ποντιακό ζήτημα. Ακολούθησαν κρούσεις προς τους Βρετανούς να δεχτούν στο πλαίσιο του αρμενικού κράτους τη δημιουργία ενός ειδικού καθεστώτος για την Τραπεζούντα και τη δημιουργία μιας μονάδας από Πόντιους εθελοντές που ενδεχομένως θα μετατρέπονταν σε στρατό. Τον Ιανουάριο του 1920, ο Δημήτριος Καθενιώτης υπέβαλε στον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορά στην οποία υποστήριζε ότι η μόνη λύση για τους Έλληνες ήταν η συνεννόηση με τους Αρμένιους.
Η ιδέα του Βενιζέλου για προσάρτηση του Πόντου σε ένα αρμενικό κράτος αποδοκιμάστηκε από τις ποντιακές οργανώσεις και προσωπικότητες όπως ο Ίωνας Δραγούμης, ο οποίος σε άρθρο του στο περιοδικό Πολιτική επιθεώρησις (Ιούλιος του 1920) επέκρινε τον πρωθυπουργό όσο και τον συνταγματάρχη Καθενιώτη, κατηγορώντας τους ταυτόχρονα για τις περιπλοκές που παρουσίασε το ποντιακό ζήτημα. Κατά τον Αλέξη Αλεξανδρή, την ίδια γνώμη για το θέμα είχε και ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο οποίος σε μια συνομιλία του με την ένθερμη οπαδό του Ελευθέριου Βενιζέλου, Πηνελόπη Δέλτα, υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν απληροφόρητος στο ζήτημα του Πόντου.
Έτσι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος το καλοκαίρι του 1920 αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις θέσεις του.
Πριν από την επιστολή στον στρατάρχη Χένρι Ουίλσον με την οποία καθορίζονταν τα όρια, σε τηλεγράφημα προς τον Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ τον Σεπτέμβριο του 1920 έγραφε: «Το μόνον ριζικόν φάρμακον θα ήτο μία εκστρατεία με αντικειμενικόν σκοπόν την οριστικήν καταστροφήν των δυνάμεων του Κεμάλ παρά την Άγκυραν και τον Πόντον». Το τηλεγράφημα αυτό δείχνει ότι έπειτα από παλινδρομήσεις και ασάφειες που κράτησαν 14 μήνες τάχθηκε τελικά υπέρ της ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
Σε δε υπόμνημα προς τον Χένρι Ουίλσον ζητούσε τη συνδρομή του για να εκδιωχθούν οι Τούρκοι από την Κωνσταντινούπολη και να συσταθεί χωριστό κράτος στον Πόντο, «με τους εναπομείναντες εκεί Έλληνας και κείνους οι οποίοι μετανάστευσαν κατά την τελευταίαν 40ετίαν» και διασκορπίστηκαν στη Νότια Ρωσία για να σωθούν από τις διώξεις των Τούρκων. Κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο οι Ελληνοπόντιοι του υπό ίδρυση κράτους ανέρχονταν σε 800.000.
Όπως αναφέρει ο Αλέξης Αλεξανδρής, «ενώ τον Νοέμβριο του 1918 ήταν διατεθειμένος να ενσωματώσει τους Πόντιους μέσα σε ένα ισχυρό αρμενικό κράτος, το φθινόπωρο του 1920 αναλάμβανε πρωτοβουλίες για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε αναπόφευκτη την εκστρατεία προς την Άγκυρα για να τερματιστεί το μικρασιατικό εγχείρημα και απαραίτητη προϋπόθεση για το επιτυχημένο τέλος του μικρασιατικού πολέμου θεωρούσε τη χρησιμοποίηση του ποντιακού παράγοντα. Πίστευε δε ότι μέσα σε έναν μήνα θα είχαν ολοκληρωθεί η προέλαση προς την Άγκυρα και η κατάληψη του Πόντου!
Τα βενιζελικά σχέδια ακύρωσαν η εκλογική ήττα στις 14 Νοεμβρίου 1920 και ο σχηματισμός φιλοκωνσταντινικής κυβέρνησης.