Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «αίνος και ούτος Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. Του Θεού, λοιπόν, ο εκλεκτός το έργο ολοκληρώνει·
κι ο κόσμος ο ανόητος βλέποντας το τι έκανε του Νώε η φαμίλια,
μαθαίνοντας τι φτιάχτηκε κι όλα τα σχετικά, λέγανε πως παράκρουση πάθαν εκεί στου Νώε και πως φαντάσματα έβλεπαν.
Ο δίκαιος, όμως, φώναζε στον άπιστο τον κόσμο, φώναζε, τους ορμήνευε, τους έλεγε με πόνο:
«Φτάνει παιδιά και ως εδώ, τέρμα η αμαρτία, ίσα που προλαβαίνουμε… οργή Θεού θε να ’ρθει·
»σας λέω έρχεται ταχιά, συγχώρεση δεν θα ’χει
»έτσι που ζείτε τη ζωή μέσα στην απιστία,
»αν δεν μετανοήσετε άμεσα, το ταχύτερο, τώρα δα που μιλάμε!
»Ότι έρχεται κατακλυσμός, στα ξαφνικά θα πιάσει και θα ’ναι τόσο ισχυρός
»που τα βουνά που βλέπετε εκεί ψηλά να στέκουν, ολότελα θα καλυφθούν – τόσο νερό θα πέσει!
»Και οι στεριές –πάει!– θα χαθούν, καθώς σεις με τα έργα σας τη γη την οδηγήσατε να πάει στο χαμό της.
»Ίσα που προλαβαίνουμε, πικρά να κλάψετ’ όλοι, και μ’ όλη σας τη δύναμη στον Θεό τώρα φωνάξτε:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
ϛ’. Αυτοί όμως ήταν εχθρικοί, και βλέποντας ο Νώε την τόση απιστία τους
και την απανθρωπιά τους, που είχε ξεφύγει τόσο πια πέρα από κάθε μέτρο,
θλίβονταν, βασανίζονταν, προσεύχονταν με πόνο γι’ αυτούς μήπως και έρθουνε λιγάκι σε μετάνοια.
Το ’βλεπε μπρος του καθαρά πως η οικουμένη ήτανε στο χείλος του γκρεμού,
κι ο στεναγμός του έβγαινε απ’ της καρδιάς τα βάθη, καθώς πάλι τους φώναζε:
«φύγετε, τρέξτε μακριά από την αμαρτία που φέρνει την καταστροφή·
»όσα είν’ εκ του πονηρού διώξτε τα μακριά σας,
»και για όσα εσείς διαπράξατε, τώρα μετανοήστε.
»Τη λέρα οπού ’χει μαζευτεί απάνω στην ψυχή σας, με δάκρυα να ξεπλύνετε
»και του Θεού τη δύναμη να την εξευμενίσετε δείχνοντας τώρα πίστη.
»Ότι που προλαβαίνετε πριν έρθει ξάφνου με ορμή απάνω στα κεφάλια σας η θεϊκή οργή
»και πάτε όλοι χαμένοι· φωνάξτε όσο είναι καιρός:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
ζ’. Του Θεού ήταν το θέλημα να τους παιδαγωγήσει με θαύμα αναπάντεχο, παράδοξο σημείο.
Κι έτσι αφού εισάκουσε του δίκαιου την προσευχή,
ο Θεός με τη Σοφία Του μάζεψε ζώα απ’ τα βουνά, κι αυτά Τον υπακούσανε κι ήσυχα κατεβαίνουν·
και πήγαν και σταθήκανε μπροστά στου Νώε τα πόδια, λες κι ήτανε η εποχή η πρώτη αυτού του κόσμου που ζούσαν οι πρωτόπλαστοι.
Βλέπεις, τα ζώα τρέμουνε τη θεϊκή οργή…
Φόβο Θεού διαθέτουνε ως και τα άγρια κτήνη, μα οι βροτοί γινήκανε χειρότεροι από δαύτα,
κολλήσανε στον πονηρό – δεν λεν να ξεκολλήσουν.
Τι κι αν το θαύμα βλέπανε; Απλά το προσπεράσαν· θεώρησαν πως τους γελούν τα μάτια με κατοπτρισμούς – είν’ φαντασίες, είπαν.
Κι ο Νώε ο τρισμακάριος συνέχεια τους μιλούσε, και τέτοια είν’ που τους έλεγε:
«Στα λόγια μου δεν πείθεσθε· είπα μήπως τα άλογα καλύτερα σας πείσουν,
»γιατί είπα –λέω, δεν μπορεί!– δεν βλέπετε εδώ μπροστά που στέκονται ήσυχα μαζί ο λύκος με τ’ αρνάκι;
»Τα ερπετά που κάθονται με τα πουλιά αντάμα – ούτε κι αυτά τα βλέπετε; Να κράξετε προς τον Θεό δεν στέργετε ούτε τώρα:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
η’. Έτσι τους παρακάλαγε, να τους διδάξει ήθελε με λόγο ωραίο, συνετό,
»μα εις μάτην. Πού ν’ ακούσουν; Και πού ν’ αλλάξουνε μυαλά τούτα τ’ ανώριμα παιδιά – παιδιά της ανυπακοής και της σκληροκαρδίας;
»Κι έτσι, στα έργα τα κακά χειρότερα …προκόψανε, στην πώρωση πεισματικά οι άθλιοι παραμείναν.
»Μια τέτοιου είδους πώρωση, τέτοια σκληροκαρδία θα συναντήσεις στη Γραφή που γράφει για την Αίγυπτο στου Μωυσή τα χρόνια.
»Τότε που μ’ όλες τις πληγές, δεν έστεργε να βάλει μυαλό ο λαός του Φαραώ, ώστε έτσι να γλιτώσει.
»Όταν σκληραίνει η καρδιά κι ολότελα τυφλώνεται από την ανοησία,
»μέχρι και ως το θάνατο σε πάει δίχως στάσεις…
»Αυτό άλλωστε δεν έπαθε ο κόσμος και στις δύο, τις περιπτώσεις που εδώ πιάσαμε και μιλάμε; Χάθηκαν κι συγκαιρινοί του Νώε οι καημένοι, μα κι οι Αιγύπτιοι χάθηκαν απ’ τις πληγές οι δόλιοι.
»Χάθηκαν με κατακλυσμό οι γίγαντες πολύ παλιά·
»ομοίως κι οι Αιγύπτιοι, που με τον Φαραώ τους πνίγηκαν σαν τους έκλεισε θάλασσα που ’χε ανοίξει.
»Τα ίδια και ο ασεβής λαός που κατοικούσε στα Σόδομα έναν καιρό…
»Αυτούς λέω που χαθήκανε, όλοι εξόν από τον Λωτ· αυτόν τον έσωσε ο Θεός, καθώς του βροντοφώναζε, με πόνο προσευχόταν:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».