Σε ένα άρθρο του με τίτλο Ο πόλεμος τελείωσε αλλά κανείς δεν ξέρει πως να τον σταματήσει, ο Αμερικανός γεωπολιτικός Τζορτζ Φρίντμαν αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως οι ΗΠΑ ενίσχυσαν την Ουκρανία με όπλα μέχρι του σημείου να μπορεί να αντισταθεί στις ρωσικές επιθέσεις χωρίς τη δυνατότητα να επιφέρει συντριπτικά χτυπήματα εναντίον της.
Ίσως με μια δόση υπερβολής σε ό,τι αφορά την αμερικανική ισχύ, ο αναλυτής θέλησε να μας πει πως το παιχνίδι, ακόμα, το κάνουν οι ΗΠΑ. Δεν γνωρίζω εάν αυτό είναι ακριβές στην περίπτωση του ουκρανικού πολέμου. Στην περιοχή του δικού μας ενδιαφέροντος, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, οι ΗΠΑ έχουν αυτή τη δυνατότητα. Την έχουν, τουλάχιστον, όσο είναι ακόμη ένα συγκροτημένο κράτος διότι τα σημάδια αποδόμησής τους με τα εσωτερικά τους προβλήματα είναι εμφανή.
Οι ΗΠΑ κρατούν αυτήν τη στιγμή τα κλειδιά στη στρατιωτική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, έτσι ώστε κανείς από τους δύο να μην μπορεί να πετύχει μια καταλυτική στρατιωτική νίκη σε περίπτωση αντιπαράθεσης. Δεν το κάνουν, μόνο, στα στρατιωτικά θέματα αλλά και στα πολιτικά. Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία Τζέιμς Τζέφρι, γνωστός για τον φιλοτουρκισμό του, είχε συστήσει στην κυβέρνησή του να μην κάνει αποδεκτές τις ελληνικές θέσεις για να είναι διατεθειμένη η Ελλάδα να συνομιλεί με την Τουρκία στα ζητήματα τα οποία εγείρει η Άγκυρα.
Η μη παραχώρηση των F-16 στην Τουρκία και η ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας είναι, επίσης, στοιχεία αυτής της εξισορροπιστικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα με τις τελευταίες καταστρεπτικές πλημμύρες υπέστη σοβαρές καταστροφές σε ό,τι αφορά την Αεροπορία Στρατού αλλά η Πολεμική Αεροπορία της είναι, ακόμη, ικανή. Σε αντίθεση με την τουρκική που υστερεί σε εκσυγχρονισμό των αεροπλάνων της. Η Τουρκία προσπαθεί να κατασκευάσει το δικό της αεροπλάνο πέμπτης γενιάς αλλά αυτό δεν είναι εύκολο. Ό,τι και να κάνει, της έχει δοθεί να αντιληφθεί πως μεγάλη δύναμη δεν θα γίνει. Θα πρέπει να περιορισθεί στο ρόλο μιας μεσαίας περιφερειακής δύναμης. Και ει δυνατόν προσανατολισμένης προς την Ανατολή, όπως της συνέστησαν και οι έξι δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, το 1913.
Φαίνεται πως με τη συμβολή και της οικονομικής κρίσης που διέρχονται, το έχουν αντιληφθεί στη γειτονική χώρα. Η αεροπορική αδυναμία και η οικονομική κρίση είναι δύο παράμετροι που έχουν μετρήσει στην υποστολή των προκλητικών τόνων από τον ευέλικτο Ερντογάν. Το πόσο θα κρατήσει θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις.
Μια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει μικρές πιθανότητες να υπάρξει αλλά εάν γίνει θα είναι, κυρίως, αεροναυτική.
Και εκεί, υπάρχει κάποια ισορροπία. Εκεί που απαιτείται γερή ελληνική ανασυγκρότηση είναι ο Στρατός ξηράς αλλά αυτό είναι ένα κεφάλαιο για άλλη ανάλυση.
Η Τουρκία φαίνεται να πείσθηκε πως δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τις συνεχείς προκλήσεις στα ελληνοτουρκικά για λόγους γεωπολιτικούς της Δύσης και δικής της οικονομικής κρίσης και κάθισε στο τραπέζι κερδίζοντας από την Αθήνα την αποδοχή ότι οι συνομιλίες θα είναι πολιτικές. Πολιτικός διάλογος σημαίνει πως συζητούνται όλα και η λύση που θα αναζητηθεί δεν θα είναι κατ’ ανάγκη λύση στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Πάει το «μία είναι η διαφορά και είναι νομικής φύσεως». Η κυβέρνηση απέκλινε από την πάγια αυτή θέση χωρίς να υπάρξει καμιά αντίδραση.
Ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Χακάν Φιντάν έκανε μια πρόταση πριν από λίγες ημέρες σε ό,τι αφορά τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Είπε πως θα μπορούσε να υπάρξει μια συμφωνία για την ενέργεια στην περιοχή χωρίς, προηγούμενη, λύση του Κυπριακού. Ήταν, μάλιστα, και συγκεκριμένος. Πρότεινε το είδος της Συμφωνίας Ισραήλ-Λιβάνου.
Ο Τούρκος επίσημος δεν διευκρίνισε ποιοι θα συνομιλήσουν για να συμφωνήσουν αλλά η Συμφωνία Ισραήλ- Λιβάνου επετεύχθη μεταξύ δύο χωρών που δεν αναγνωρίζουν η μια την άλλη (Ισραήλ-Λίβανος) με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Ταιριάζει περισσότερο στην περίπτωση της Κύπρου. Είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση διότι για πρώτη φορά η Τουρκία θα έρθει σε μια, έστω έμμεση, επαφή με την Κυπριακή Δημοκρατία. Βεβαίως, η Κύπρος προσπάθησε να αξιοποιήσει τα ενεργειακά της αποθέματα ως καταλύτη για τη λύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει με την κατοχή μέρους της επικράτειάς της αλλά η αξιοποίηση αυτού του χαρτιού φαίνεται να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Αν τηρηθούν το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας θα ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση.
Αναλυτές, όπως ο καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης, εδώ και καιρό υποστηρίζουν πως οι Αμερικανοί προσεγγίζουν τα ελληνοτουρκικά με μια λύση κάπως θετική για την Ελλάδα στο Αιγαίο αλλά και θετική για την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Και προέβλεψαν μια λύση τύπου Ισραήλ-Λιβάνου στα ενεργειακά. Μένει να δούμε τις εξελίξεις. Φαίνεται πως υπάρχει συγκεκριμένο αμερικανικό σχέδιο του οποίου την επίβλεψη εφαρμογής έχει ο Τζέφρι Πάιατ, υφυπουργός ενέργειας σήμερα.
Δεν είναι, πάντως, θετική προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά η σταδιακή, για να μην γίνει αντιληπτή, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, σύμφωνα με δημοσίευμα της Yeni Şafak (Γενί Σαφάκ) στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν απάντησε. Οι προπαγανδιστικοί κυβερνητικοί μηχανισμοί απέδωσαν το δημοσίευμα σε εσωτερικούς λόγους της Τουρκίας λες και ο Ερντογάν έχει ανάγκη να πείσει την τουρκική κοινή γνώμη για την άσκηση της εξωτερικής του πολιτικής. Η Γενί Σαφάκ λειτουργεί, οιονεί, ως όργανο του Τούρκου προέδρου.
Ενδιαφέρουσα συνέχεια στο δημοσίευμα έδωσε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Άγγελος Συρίγος ο οποίος είπε σε τηλεοπτική του εμφάνιση πως αντιλαμβάνεται την ανάγκη της Τουρκίας να θέλει να προσεγγίσει στα λιμάνια της χωρίς να διέρχεται από ελληνικά χωρικά ύδατα και αυτό θα πρέπει να εξεταστεί κατά τις συνομιλίες αλλά, πρόσθεσε, πως και η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχθεί την επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών. Λες και το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών είναι ζήτημα αποδοχής του από την Τουρκία. Ο ίδιος βουλευτής, ο οποίος είναι και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο, έχει αρθρογραφήσει επανειλημμένως με την επίκληση επιστημονικών επιχειρημάτων γιατί δεν υφίσταται θέμα με την στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Από αυτήν την πλευρά ήταν ενδιαφέρον το σχόλιο του ιστορικού ερευνητή Δημήτριου Μερκούριου Κόντη σε άρθρο του στις «Ανιχνεύσεις», όπου επισήμανε πως η Τουρκία επέλεξε να εγκαταλείψει όλα τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη στη διάθεση των δυνάμεων της Ερωπαϊκής Συμφωνίας του 1913 για να πετύχει την διαμεσολάβησή της στην λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ώστε να αποφύγει την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις των Σέρβων και των Βουλγάρων που επέλαυναν και θα κέρδιζαν την μάχη της Τσατάλτζας.
Όπως γράφει ο κ. Κόντης, «τον Μάρτιο του 1913 έπεσε η Αδριανούπολη και ο σερβοβουλγαρικός στρατός προέλαυνε προς την Τσατάλτζα. Εκεί οι Τούρκοι θα έδιναν και την τελευταία μάχη. Αν η Τσατάλτζα έπεφτε, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι θα έκαναν περίπατο μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι υστερούσαν και σε αριθμούς και σε εξοπλισμό και οι εκτιμήσεις για την έκβαση της σύγκρουσης ήταν συντριπτικά υπέρ της Βαλκανικής Συμμαχίας. Όμως οι Τούρκοι δεν ήταν σίγουροι πως οι Βρετανοί θα προλάβαιναν να παρέμβουν, όπως είχε συμβεί το 1878, καθώς πίστευαν ότι οι Ρώσοι υποστήριζαν έμμεσα τους Βουλγάρους».
Τελικά, η οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε την 1η Απριλίου 1913 να αποδεχτεί την διαμεσολάβηση των έξι δυνάμεων για να λήξει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και να σώσει την Κωνσταντινούπολη, παραχωρώντας τα νησιά του Αιγαίου στη διάθεση των δυνάμεων.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και οδηγούν στον στέρεο ισχυρισμό ότι η Τουρκία είτε δεν έχει λόγο για την στρατιωτικοποίηση των νησιών, όπως τα Δωδεκάνησα, είτε τα επιχειρήματά της είναι έωλα για τα υπόλοιπα. Συνεπώς, θα ήταν λάθος της Αθήνας να αποδεχθεί την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών επειδή το ζητά η Τουρκία με δεδομένο το προηγούμενο παράδειγμα της μεραρχίας της Κύπρου.
Το κακό είναι ότι η Αθήνα προσέρχεται στις συνομιλίες χωρίς σχέδιο και με βάση τη ρήση του πρωθυπουργού «ας δοκιμάσουμε».
Με το «ας δοκιμάσουμε» δεν μπορείς να υποστηρίξεις τα εθνικά σου δικαιώματα απέναντι στην Τουρκία. Δεν μπορεί πάντα την λύση να την δίνει ο καλός θεός της Ελλάδας.