Η προσωπικότητά της είναι συνυφασμένη με το έργο της προσφοράς και ανάδειξης της ιστορικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Ο λόγος για την κυρία Θέμιδα Παπαδοπούλου, η οποία για πάνω από 50 χρόνια συνεισέφερε εθελοντικά ως έφορος μουσείων και βιβλιοθήκης της Εστίας Νέας Σμύρνης και πρώην αντιπρόεδρος της Εστίας Νέας Σμύρνης.
Από παιδί μεγάλωσε λόγω της Μικρασιάτισσας γιαγιάς της σε ένα περιβάλλον, όπου κυριαρχούσαν τα έθιμα και οι αξίες των Μικρασιατών. Το γεγονός αυτό συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της.
«Σε ένα ζευγάρι Μικρασιατών οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη, όχι μόνο επειδή με βοήθησαν και με κράτησαν στη ζωή κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και για το ότι μου δίδαξαν με τον τρόπο τους την αληθινή Ορθοδοξία και την απέραντη πίστη που είχαν» υπογραμμίζει η κυρία Παπαδοπούλου, η οποία μιλώντας στην Ορθόδοξη Αλήθεια ξεδίπλωσε τις αναμνήσεις της σε σχέση με τα όσα έζησε όλα τα προηγούμενα χρόνια συναναστρεφόμενη πολλούς Μικρασιάτες πρώτης γενιάς.
Πολλές και σημαντικές ήταν οι εμπειρίες που απεκόμισε η κυρία Παπαδοπούλου ζώντας δίπλα σε εκείνη την οικογένεια των προσφύγων, του Παναγιώτη και της Ευαγγελίας.
«Όταν ήμασταν στην Κηφισιά υπήρξε μια περίοδος όπου λόγω της ξηρασίας είχε στερέψει το πηγάδι και δεν υπήρχε καθόλου νερό για να ποτιστούν τα χωράφια, τα ζώα κ.ά. Τότε λοιπόν η γιαγιά μου πρότεινε σε αυτό το ζευγάρι να φέρουν τον ιερέα της ενορίας. Αρνήθηκαν όμως, λέγοντας ότι πιο αποτελεσματικό θα ήταν να πάρουν την ιερή εικόνα του Ευαγγελισμού που είχαν φέρει μαζί τους από τη Σμύρνη, και έτσι να κάνουν το γύρο από τα χωράφια και τους στάβλους. Και πράγματι, αφού έκαναν την περιφορά της εικόνας μετά από λίγο το πηγάδι τους γέμιζε πάλι από νερό σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα να φτάνει έως το στόμιο του πηγαδιού και μετά να ξεχειλίζει!» τονίζει η κυρία Παπαδοπούλου.
Και συνεχίζει την αφήγησή της: «Ο Παναγιώτης –αυτό ήταν το όνομά του– είχε τραβήξει τα πάνδεινα. Είχε συλληφθεί από τους Τούρκους και είχε εξαναγκαστεί να μπει στα τάγματα εργασίας. Κάποιος χωρικός Τούρκος όμως τον αναγνώρισε, τον πήρε μαζί του και τον έκρυψε στο σπίτι του. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν αρκετοί Τούρκοι που βοήθησαν τους Έλληνες.
Η δε σύζυγός του, η Ευαγγελία, με μύρια βάσανα κατάφερε να φτάσει στον Πειραιά κρατώντας στα χέρια της το νεογέννητο κοριτσάκι της, το οποίο δυστυχώς απεβίωσε μετά από λίγες ημέρες λόγω των κακουχιών.
Από την πλευρά του, και ο Παναγιώτης κατάφερε να φτάσει στο λιμάνι της Πάτρας δίχως χρήματα και άλλα προσωπικά είδη. Όταν αποβιβάστηκε στην προκυμαία ήταν σκεπασμένος με ένα τσουβάλι, στο οποίο είχε κάνει τρεις τρύπες: Μια για το κεφάλι και δύο για τα χέρια του! Αφού παρέμεινε και εργάστηκε για περίπου δύο χρόνια στην Πάτρα, μπόρεσε να ξαναβρεί την γυναίκα του στην Αθήνα –εκεί όπου η Ευαγγελία είχε βρει δουλειά-–, με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού.
Σιγά-σιγά και οι δύο τους μπόρεσαν να ορθοποδήσουν, να προοδεύσουν οικονομικά και να ευημερήσουν. Επίσης, από τον άνθρωπο αυτό (τον Παναγιώτη) που ήταν δίκαιος άνθρωπος, είχα ακούσει ούσα πλέον εγώ μεγάλη ηλικιακά να μου λέει ότι έκτροπα από τον ελληνικό στρατό δεν γίνονταν μόνο όταν έσπασε το μέτωπο αλλά και από πιο πριν. Είχε διαδοθεί στον τουρκικό πληθυσμό ότι οι Έλληνες βιαιοπραγούσαν εναντίον τους».