Το κρυφό σχολείο υπήρχε ή πρόκειται για μύθο; Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα μέσα στους τέσσερις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί τους και τι είναι τα «μαθηματάρια»;
Στα ερωτήματα αυτά απαντά με εντυπωσιακό και άκρως διαδραστικό τρόπο η έκθεση «Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα από την Άλωση μέχρι την Επανάσταση (1453-1821)», που φιλοξενείται στο Παράρτημα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκης, στη Βίλα Καπαντζή.
Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να «ξεφυλλίσουν» σχολικά εγχειρίδια της εποχής, να συλλαβίσουν γνωστές προσευχές κατανοώντας τη μέθοδο διδασκαλίας, ακόμη και να γράψουν το όνομά τους με αυθεντικούς χαρακτήρες από χειρόγραφα του 17ου και 18ου αιώνα.
Το «κρυφό σχολειό» ήταν… φανερό
Η πλειονότητα των ανθρώπων τον 15ο και 16ο αιώνα τόσο στην οθωμανοκρατούμενη Ανατολή όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν αγράμματοι, ενώ στις προτεραιότητές τους δεν ήταν η παιδεία, αλλά η επιβίωση.
«Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, ποτέ δεν υπήρξε επίσημη απαγόρευση από την ανώτατη αρχή -δηλαδή το Σουλτάνο, στο να μαθαίνουν οι μη μωαμεθανοί υπήκοοι να γράφουν, να διαβάζουν ή ακόμη και να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Το μόνο που ενδιέφερε την εξουσία ήταν να συγκεντρώνει φόρους», εξήγησε η Έλια Βλάχου,η οποία υπογράφει τη μουσειολογική μελέτη της έκθεσης.
Μάλιστα, σε μία από τις ενότητες της έκθεσης αποδεικνύεται ότι όλα τα έντυπα που κάνουν λόγο για το κρυφό σχολειό είναι του 19ου αιώνα. «Στην έκθεση αποδεικνύουμε με πολύ ευχάριστο και πειστικό τρόπο ότι το κρυφό σχολειό είναι ένας θρύλος που δημιουργήθηκε διότι το νεότερο κράτος τον είχε ανάγκη και θα τον κρατάμε πάντοτε, αρκεί να έχουμε την επίγνωση ότι πρόκειται για θρύλο και όχι για ιστορικό γεγονός», τόνισε η γενική συντονίστρια της έκθεσης Ασπασία Λούβη – Κίζη.
Το σχολείο των κοινών γραμμάτων
Με το μήνυμα ότι «η εκπαίδευση δεν είναι υποχρέωση και καταναγκασμός, αλλά ελευθερία και κατάκτηση» μέσα στη Βίλα Καπαντζή γίνεται μία ξενάγηση στους τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας και εξηγείται το πώς διατηρήθηκε όχι μόνον η γλώσσα, αλλά και η ελληνική παιδεία.
Χωρίς τίποτα που θυμίζει τα σημερινά σχολεία, τις τάξεις ή το σχολικό πρόγραμμα, η εκπαίδευση την εποχή εκείνη περιλάμβανε δύο τύπους σχολείων: Έναν κατώτερο, το σχολείο των κοινών γραμμάτων και έναν μέσο, το σχολείο ελληνικών γραμμάτων, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις πρόσφερε και έναν ανώτερο κύκλο σπουδών.
«Ο δάσκαλος δεν υπήρχε ως επάγγελμα, είναι όποιος ξέρει γράμματα και συνήθως κάποιος ιερωμένος. Ο χώρος του σχολείου ήταν η εκκλησία, το προαύλιό της, το σπίτι του δασκάλου ή ακόμη και η ύπαιθρος. Τέλος, τα βιβλία είναι τα μόνα διαθέσιμα στις εκκλησίες, άρα τα αναγνωστικά τους ήταν λειτουργικά βιβλία, ψαλτήρια, ο Απόστολος, το ωρολόγιο», επισημαίνει η κ. Βλάχου.
Η μέθοδος με την οποία ο δάσκαλος δίδασκε τα γράμματα, ήταν να διαβάζει τις -ούτως ή άλλως γνωστές στους μαθητές- προσευχές, δείχνοντας μία-μία τις λέξεις, με αποτέλεσμα οι μαθητές να αντιστοιχίζουν λέξη με άκουσμα. Στην έκθεση, σε μία μεγάλη οθόνη αφής, οι σημερινοί μαθητές βλέπουν αντίστοιχα κείμενα μπερδεμένα και καλούνται να βάλουν τις λέξεις στη σωστή σειρά.
Το «πανεπιστήμιο» της εποχής
Κάποια ελάχιστα άτομα από αυτά που τελείωναν τη βασική εκπαίδευση, προχωρούσαν στο επόμενο επίπεδο, στο λεγόμενο ελληνικό σχολείο ή σχολείο ελληνικών γραμμάτων, όπου μάθαιναν αρχαία ελληνικά, γραμματική και σύνταξη. Τα εγχειρίδιά τους ήταν τα μυστηριώδη μαθηματάρια.
«Επρόκειτο για εκκλησιαστικά βιβλία ή αρχαία κείμενα όπως π.χ. η Ιλιάδα, τα οποία αντιγράφονταν με μεγαλύτερα και πιο έντονα γράμματα, ενώ στο περιθώριο ανάμεσα στις γραμμές ο σχολιαστής έγραφε γραμματικούς ή συντακτικούς σχολιασμούς, συνώνυμα ή αντώνυμα λέξεων, κάτι που θυμίζει σημερινό βιβλίο μαθητή που κρατά σημειώσεις», υπογραμμίζει η κ. Βλάχου.
Από τον 17ο αιώνα αλλά κυρίως από τα μέσα του 18ου, οι μαθητές περνούν σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, αυτό που θα λέγαμε σήμερα τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία πάντοτε ιδρύεται με ιδιωτική πρωτοβουλία από πλούσιους Έλληνες της διασποράς, την εκκλησία ή κάποια πλούσια κοινότητα.
«Υπάρχουν ιδρυτικές πράξεις που ορίζουν όλες τις λεπτομέρειες λειτουργίας που αφορούν στη διοίκηση, στη λειτουργία, στα οικονομικά, στους διδάσκοντες, τους διδασκόμενους και τα μαθήματα, ενώ ένα από τα σπανιότερα τεκμήρια του Ιστορικού – Παλαιογραφικού Αρχείο του Ιδρύματος, είναι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής μετά από δωρεά ενός πλούσιου εμπόρου της εποχής», λέει κατά την ξενάγηση η κ. Βλάχου παρουσιάζοντας το σχετικό έγγραφο.
Και ενώ στην αρχή οι σχολές ήταν ελάχιστες, στην πορεία παρουσιάζονταν ανάγκες στέγασης που καλύπτονταν με αναμόρφωση των υπάρχοντων χώρων, με ενοικίαση άλλων ή ακόμη και κατασκευή κτηρίων που θα λειτουργούσαν ως ανώτατες σχολές. Εκεί διδάσκονται λογική, φιλοσοφία, ρητορική αλλά και θετικές επιστήμες.
Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει τεκμήρια από τη μέθοδο διδασκαλίας του πολλαπλασιασμού, ενώ σε μία οθόνη μπορεί να δει τον χάρτη με τα σημαντικότερα κέντρα στα οποία λειτουργούσαν ανώτατες σχολές, όπως και ένα βίντεο που αναπαριστά μία από αυτές και παρουσιάζει βήμα – βήμα το χτίσιμό της.
«Συνήθως οι σχολές βρισκόταν έξω από τις πόλεις για λόγους περισυλλογής και απομόνωσης, ένα ψηλό τείχος περιέκλειε το χώρο, υπήρχε μία κεντρική αυλή με ένα στοιχείο νερού (πηγάδι ή κρήνη), βοηθητικούς χώρους γύρω-γύρω (κουζίνα, εργαστήρια τους κοιτώνες των μαθητών), ενώ στον στεγασμένο διάδρομο υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν στον όροφο όπου ήταν οι τάξεις, η βιβλιοθήκη, το αναγνωστήριο, τα εργαστήρια πειραμάτων, τα γραφεία και οι οντάδες του σχολάρχη και των διδασκάλων», περιγράφει η κ. Βλάχου.
Βιβλία του 17ου αιώνα
Στη μέση και την ανώτερη εκπαίδευση δίδασκαν εξαιρετικά μορφωμένοι λόγιοι, οι οποίοι συχνά ταξίδευαν διδασκόμενοι και διδάσκοντες και κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στον τόπο τους για να διδάξουν. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ιωάννης Πέζαρος από τον Τύρναβο, ο οποίος επειδή ασχολούνταν με όλα τα επιστημονικά πεδία, συγκέντρωνε βιβλία για ό,τι μπορούσε να γνωρίζει ο άνθρωπος της εποχής. Η χαρακτηριστική του βιβλιοθήκη περιήλθε στο Ιστορικό – Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ και μικρό τμήμα αυτής εκτίθεται στην έκθεση», αναφέρει η κ. Βλάχου.
Η ανάγκη που γεννάται στον επισκέπτη βλέποντάς την, είναι να τραβήξει ένα από αυτά και να το ξεφυλλίσει, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να συμβεί με τόσο σπάνια βιβλία. «Η αμέσως επόμενη λύση ήταν να αναπαράγουμε αυτή τη βιβλιοθήκη σε μία οθόνη, να μπορείς να διαλέξεις τη ράχη που επιθυμείς και να ανοίξεις την πρώτη σελίδα, να διαβάσεις τη μεταγραφή της αν δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε αυτά που γράφονται και ενδεχομένως ένα μικρό σχόλιο», εξηγεί η κ. Βλάχου.
Με πολλές άλλες αντίστοιχες ηλεκτρονικές διαδραστικές εφαρμογές και αίθουσα πειραμάτων, ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται και κατανοεί τις μεθόδους διδασκαλίας, βλέπει κείμενα και εγχειρίδια, αλλά βιώνει και την εμπειρία των ανθρώπων που ζούσαν αυτή την κατάσταση, μέσα από αποσπάσματα από κείμενά τους και μαρτυρίες της εποχής.
Παράλληλα, έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει ένα εμβληματικό κτήριο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο φιλοξενείται η έκθεση, τη Βίλα Καπαντζή, ένα μοναδικό αρχοντικό του τέλους του 19ου αιώνα, από τα ελάχιστα σωζόμενα της «Συνοικίας των Εξοχών» στην Β. Όλγας 108. Εκεί θα παραμείνει έως τις 31 Ιανουαρίου 2024, με ώρες λειτουργίας τις καθημερινές 10:00-17:00 και το Σάββατο 12:00-18:00, με ελεύθερη είσοδο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Βαρβάρα Καζαντζίδου