Τις μέρες αυτές γινόμαστε μάρτυρες ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, το οποίο διαπράττεται από τους Τουρκοαζέρους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, εναντίον των Αρμενίων.
Θα ήταν τραγικό λάθος να πιστέψουμε –ειδικά εμείς στην Ελλάδα και την Κύπρο– ότι αυτά που συντελούνται εδώ και λίγες ημέρες, το ότι οι Αρμένιοι ξεριζώνονται από τις εστίες τους, από εκεί όπου δεν κατοίκησαν ποτέ άλλοι πληθυσμοί τα τελευταία 3.000 χρόνια όπως αποδεικνύουν τα μνημεία της περιοχής, είναι οτιδήποτε άλλο από τη Γενοκτονία των Αρμενίων που ξεκίνησε μαζικά το 1915 από τους Τουρκοαζέρους και συνεχίζεται στο Ορεινό Καραμπάχ με όρους 21ου αιώνα και μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.
Αν αναρωτηθεί κανείς «Μα, πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό», η απάντηση είναι απλή: Δεν τιμωρήθηκαν ποτέ οι Τουρκοαζέροι για τα εγκλήματά τους και γι’ αυτό συνεχίζουν ανενόχλητοι και ακάθεκτοι τις πολιτικές γενοκτονίας εναντίον των Αρμενίων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, των Ελλήνων στην Κύπρο και των Κούρδων στο τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν – και όχι μόνο.
Ευτυχώς που για την περίπτωση των Κούρδων υπάρχουν και κρατικά έγγραφα που το αποδεικνύουν. Πρόκειται για το μυστικό σχέδιο του τουρκικού κράτους για το Κουρδικό· το «Σχέδιο Μεταρρύθμισης της Ανατολής – 1925» που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ και είχε στόχο την εθνική, πολιτισμική και γλωσσική αφομοίωση των Κούρδων.
Τον Φεβρουάριο του 1925 οι Βρετανοί για να ασκήσουν πίεση στον Κεμάλ και να τον υποχρεώσουν να εγκαταλείψει τις αξιώσεις που είχε στο Κιρκούκ και τη Μοσούλη υποδαύλισαν με τρόπο που μόνο αυτοί ξέρουν την εξέγερση των Κούρδων υπό την ηγεσία του Σεΐχ Σαΐτ. Η εξέγερση εξαπλώθηκε σε πολλούς νομούς του τουρκοκρατούμενου Κουρδιστάν. Καταπνίγηκε με στρατιωτική επιχείρηση την οποία συντόνιζε προσωπικά ο Μουσταφά Κεμάλ, αν και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Κεμάλ ένιωσε πόσο ευάλωτος ήταν ο ίδιος και πόσο ασταθής αποδεικνυόταν η ενότητα της νεοφώτιστης Τουρκικής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό δέχτηκε να υπογράψει τη Συμφωνία της Άγκυρας με τους Βρετανούς – με αυτήν καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και του βασιλείου του Ιράκ το οποίο ήταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας. Τα σύνορα είναι αυτά που ισχύον μέχρι σήμερα, με το Κιρκούκ και τη Μοσούλη εκτός τουρκικής επικράτειας.
Όμως, ενώ ακόμα ήταν σε εξέλιξη η εξέγερση, τον Απρίλιο του 1925 ο Κεμάλ αποφάσισε να «τελειώνει» με το Κουρδικό Ζήτημα.
Η δημοσιογράφος Αϊσέ Χιούρ γράφει για το θέμα: «Ενώ συνεχιζόταν η “Εξέγερση του Σεΐχη Σαΐντ”, όπως είναι γνωστή στην επίσημη Ιστορία, η ακόλουθη “ειδική δήλωση” του υπουργού Εσωτερικών Μεχμέτ Τζεμίλ Μπέη εμφανίστηκε στην εφημερίδα Vatan της 13ης Απριλίου 1925.
»Στη δήλωση αναφέρεται ότι θα συγκροτηθεί επιτροπή που θα καθορίσει τις αρχές της μεταρρύθμισης που θα εφαρμοστούν στην περιοχή των Κούρδων, μετά την πλήρη εκκαθάρισή της από τους αντάρτες. Με τα μέτρα που θα ληφθούν θα τερματιστεί η νοοτροπία της φεουδαρχίας-δουλοπαροικίας στην Ανατολή, η τάξη των κακών φυλάρχων θα εξαφανιστεί, θα επικρατήσουν οι νόμοι και το κράτος, και δεν θα μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει και να χρησιμοποιεί την επιρροή του για να πάρει αυτό που θέλει.
»Η δήλωση συνεχίστηκε σε απλοποιημένη γλώσσα ως εξής: “Θα τεθεί τέλος στην παραδοσιακή ζωή των φυλών. Φυλές που έζησαν ανεξάρτητη ζωή στην ύπαιθρο και στα βουνά και ήταν μέχρι τώρα απαλλαγμένες από την επιρροή του κράτους και του νόμου θα εγκατασταθούν και θα εγγραφούν σε πόλεις. Θα δοθεί μεγάλη σημασία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση – ειδικότερα, θα ανοίξουν τα δημοτικά οικοτροφεία και θα εγκλειστούν σ’ αυτά όλα τα παιδιά της περιοχής. Κάποιες νομαρχίες στην Ανατολή –οι οποίες δεν έχουν καν την εμφάνιση κωμόπολης πόσο μάλλον πρωτεύουσας νομού–, θα καταργηθούν και θα ενσωματωθούν σε υπερνομαρχίες. Οι υπερνομάρχες θα αποτελούνται από διακεκριμένους κρατικούς αξιωματούχους με διοικητικά προσόντα και θα λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα ώστε το περιβάλλον τους να αποτελείται από εξίσου διακεκριμένους και ισχυρούς γραφειοκράτες. Οι υπερνομάρχες θα είναι οι επικεφαλής των δημοσίων υπαλλήλων· σε αυτές τις θέσεις θα διοριστούν στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι που θα μπορέσουν να επιτύχουν τις μεταρρυθμίσεις στην Ανατολή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στην αστυνομία και τη στρατοχωροφυλακή και η κυβέρνηση θα είναι πάντα ισχυρή σε αυτή την περιοχή”.
»Ο Τζεμίλ Μπέης συνέχισε τη δήλωσή του και κατέληξε λέγοντας: “Ετοιμάζουμε νόμο για αυτό το θέμα”.
»Απαντώντας στις ερωτήσεις του Naşid Hakkı Bey στην εφημερίδα Vakit της 19ης Ιουνίου 1925, ο Ahmet Süreyya, εισαγγελέας του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, είπε ότι κατανοούσαν ότι η εξέγερση του Σείχ Σαΐντ οργανώθηκε στο πλαίσιο ενός σχεδίου που είχε ξεκινήσει πριν από χρόνια και ότι “όσο δεν καταστρέφεται η φεουδαρχική οργάνωση που κρατούσε μυστικούς μικροάρχοντες στην περιοχή, οι λαϊκές μάζες δεν πρόκειται να απελευθερωθούν από τη φεουδαρχία και ο κίνδυνος για το κράτος στην Ανατολή θα συνεχιστεί”».
Προφανώς σε πολλά άτομα είχε ανατεθεί η αποστολή να συνταχθεί και να εφαρμοστεί ο σχεδιαζόμενος νόμος. Ο τότε πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού αμέσως μετά την εξέγερση των Κούρδων του Σεΐχ Σαΐτ, στις 27 Απριλίου 1925 δήλωνε: «Χρέος μας είναι να κάνουμε Τούρκους όσους βρίσκονται στην τουρκική πατρίδα με κάθε κόστος. Θα κόψουμε τα στοιχεία εκείνα που θα εναντιωθούν στους Τούρκους και τον τουρκισμό. Τα προσόντα που αναζητούμε σε αυτούς που θα υπηρετήσουν τη χώρα είναι πρώτα απ’ όλα ότι ο καθένας είναι Τούρκος και τουρκιστής».
Ακολούθησε το ταξίδι στο τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν του βουλευτή του νομού Τσάνκιρι (Γάγγραι), Mustafa Abdülhalik (Renda) Bey, στον οποίον ανατέθηκε από τον πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού η αποστολή να διεξάγει έρευνες στην «περιοχή της εξέγερσης».
Το «ταξίδι επιθεώρησης» ξεκίνησε από την Άγκυρα στις 2 τα ξημερώματα της Παρασκευής 17 Ιουλίου 1925· αφού επιθεώρησε όλους τους κουρδικούς νομούς επέστρεψε στην πρωτεύουσα τις 7 Σεπτεμβρίου 1925. Αφότου «πλύθηκε και άλλαξε ρούχα» συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού και την επόμενη μέρα παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο αυτά που είδε στο ταξίδι του.
Ο Abdülhalik Bey παρουσίασε την έκθεσή του στον πρωθυπουργό στις 14 Σεπτεμβρίου 1925. Ακολούθησε η έγκριση του μυστικού σχεδίου σιωπηρής γενοκτονίας των Κούρδων, τα βασικά στοιχεία του οποίου θα παρουσιάσουμε στο άρθρο μας της Κυριακής.
Ως τότε ας σκεφθούν αυτοί που σχεδιάζουν την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας με ποιους και πώς συναλλάσσονται.