Ήταν σαν σήμερα, το 2007, που ο Μπάμπης Τσετίνης έφυγε από τη ζωή. Η είδηση πέρασε λίγο στα ψιλά, χωρίς δακρύβρεχτα και πολύωρα αφιερώματα, αν και την τελευταία δεκαετία είχε κάνει κάποιες συνεντεύξεις και εμφανίσεις σε εκείνα τα αδηφάγα και πολύωρα τύπου «Στην υγειά μας» και «Κοίτα τι έκανες». Αλλά και αυτές λίγες, διότι δεν του άρεσε πολύ το φαίνεσθαι, συν ότι είχε προβλήματα υγείας.
Όταν πέθανε ήταν μόλις 66 χρονών και οι άνθρωποι που είχαν παρακολουθήσει την πορεία του δάκρυσαν, παρόλο που ήξεραν ότι λόγω ασθένειας ήταν… παροπλισμένος.
Δάκρυσαν όμως γιατί θυμόντουσαν τα τραγούδια και αυτήν τη χαρακτηριστική φωνή με το λυγμό που είχε – και γιατί τις περισσότερες φορές τον συνόδευε η λέξη «άτυχος».
«Αυτοί ήταν πιο έξυπνοι από μένα» είχε πει με φοβερή αυτοσαρκαστική διάθεση ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Χρήστο Παπαδόπουλο. Και εννοούσε τους ανθρώπους του χώρου που έμειναν στη μνήμη του κόσμου.
Φάκελος «Καζαντζίδης»
Διαβάζοντας τα λιγοστά πράγματα που έχουν γραφτεί για τον Μπάμπη Τσετίνη, συνέχεια υπάρχει το όνομα του Στέλιου Καζαντζίδη. Και μάλιστα όχι ευμενώς, αφού πολλοί αφήνουν υπόνοιες ακόμα και για κόντρα μεταξύ τους, ή ακόμα χειρότερα ότι λόγω του Καζαντζίδη δεν έκανε την καριέρα που άξιζε.
«Με τον Καζαντζίδη ήμασταν φίλοι και μου είχε πει πολλές φορές πόσο του άρεσε η φωνή μου» είχε δηλώσει, βάζοντας τέλος σε όλη τη συνωμοσιολογία.
Πώς προέκυψε όμως όλη αυτή η ιστορία; Μια απλουστευμένη λογική που έχουν υιοθετήσει αρκετοί είναι η εξής: αφού κυριαρχούσε ο Καζαντζίδης, δεν υπήρχε θέση για άλλους στο λαϊκό τραγούδι. «Ο Καζαντζίδης έκανε καλό, γιατί εξαιτίας του βγήκαν και άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές» υποστήριζε ο Τσετίνης.
Το παιδί που γεννήθηκε στη Δράμα και έζησε στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήξερε από νωρίς τι ήθελε να κάνει. Και έτσι, σχεδόν ανήλικος ανέβηκε στο πάλκο. Το 1958 κατέβηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε εμφανίσεις στο κέντρο «Ρομάντικα» που είχε ο Χρήστος Κολοκοτρώνης με τον Άκη Πάνου. Εκεί, ως… μαθητευόμενος τραγουδιστής, εμφανίστηκε πλάι στους Γιώργο Ζαμπέτα, Πέτρο Αναγνωστάκη και Γρηγόρη Μπιθικώτση (για την ιστορία, μαζί του είχε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη και ο νεαρός Στράτος Διονυσίου).
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με το τραγούδι «Το κορίτσι μου χορεύει». Τα επόμενα χρόνια γνώρισε την επιτυχία με τραγούδια όπως: «Ο βρεγμένος βροχή δεν φοβάται» (όπου φωνητικά έκανε η νεαρή και άγνωστη τότε Λίτσα Διαμάντη), «Ίσως», «Μπορεί», «Αμφιβολία», «Κι ενώ το ήξερα», «Στο παλιό το μονοπάτι», «Ό,τι αρχίζει ωραίο», «Με ποιο δικαίωμα», «Να χαρείς τα μάτια σου, καλέ», «Η φτωχολογιά θα ζήσει».
Συνεργάστηκε επίσης με τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιώργο Κατσαρό, τον Γιώργο Μητσάκη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Ηχογράφησε γύρω στα 200 τραγούδια και εμφανιζόταν σε μαγαζιά ακόμα και τα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Ναι, στα αζήτητα δεν έμεινε, αλλά τη μεγάλη έκρηξη και τα πολλά χρήματα τα γεύτηκαν άλλοι.
Ου μπλέξεις
Ο ίδιος δεν είχε κρύψει ότι το μεγάλο του πρόβλημα ήταν η δισκογραφική στην οποία ανήκε κατά τα χρυσά χρόνια. Και μόνο η χαρά του, αλλά και οι προοπτικές που του ανοίγονταν, τον έκαναν να μην κοιτάξει το συμβόλαιό του σε επίπεδο ποσοστών. Και έτσι, σύμφωνα με τον Τσετίνη, η εταιρεία κέρδιζε πολλά και ο ίδιος ψίχουλα.
Και όταν το λαϊκό τραγούδι πήγε σε άλλους δρόμους, η εταιρεία του τον αγνόησε – και απλά δεν του ανανέωσε το συμβόλαιο.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Για λόγους δικαιωμάτων –που υπήρχαν και τότε–, πολλοί συνθέτες ήθελαν να του δώσουν τραγούδια τους, αλλά υπήρχαν οι δεσμεύσεις και τα συμβόλαια.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Μανώλης Χιώτης, ο οποίος όταν γύρισε ύστερα από πολλά χρόνια από την Αμερική, ήταν ξεχασμένος στη χώρα του και έψαχνε καινούργιες φωνές και διεξόδους για να βγει μπροστά. Είχε τάξει κάποιες νέες του συνθέσεις στον Τσετίνη, αλλά η συνεργασία δεν έγινε ποτέ λόγω του θανάτου του συνθέτη.
https://www.youtube.com/watch?v=2oSybyfnnhM
Όπως έλεγε και ο ίδιος ο Τσετίνης, τα καλά λεφτά ήρθαν από το εξωτερικό – και δη από την Αμερική.
Η επιστροφή και το φινάλε
«Δεν είναι όπως σήμερα που ο άλλος μπορεί να βγάζει κάτι εκατομμύρια τη βραδιά και με τέσσερις χρονιές αν τα κρατήσεις, να την βγάλεις καθαρή για μια ζωή» είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Ούτως ή άλλως το λαϊκό τραγούδι είχε αρχίσει να αλλάζει.
Κάτι που είναι και δίκαιο, όσο ο κόσμος προχωράει, να υπάρχει μια ανανέωση. Το αν είναι καλή ή όχι, κρίνεται στην πορεία.
Τον Τσετίνη τον θυμήθηκαν τη δεκαετία του 1980 οι κομπανίες και τα συγκροτήματα που ανακάλυπταν εκ νέου το λαϊκό τραγούδι. Η επιστροφή έγινε, αλλά όχι με νέο υλικό, ούτε με τις πλάτες μιας δισκογραφικής. Και ναι, οι νεο-κριτικοί έγραφαν ύμνους γι’ αυτήν τη σπουδαία φωνή, αλλά ήταν άλλοι που κυριαρχούσαν.
Από την άλλη, και ο ίδιος απ’ όσο φαίνεται δεν ήταν των δημοσίων σχέσεων, και έτσι σιγά-σιγά άρχισε να δουλεύει σε μικρότερα μαγαζιά, πιο οικογενειακά, πιο κοντά στη νέα του ζωή. «Οι παλιοί ήμασταν απροστάτευτοι. Να σας θυμίσω πού έφτασε να τραγουδάει πριν από το τέλος του ένας Ζαμπέτας», είχε πει ο τραγουδιστής.
https://www.youtube.com/watch?v=OLayUGYeQmw
Ηχογράφησε κι ένα τραγούδι του Άκη Πάνου τη δεκαετία του 1990, και μετά η λήθη. Τα τελευταία χρόνια υπέφερε από προβλήματα υγείας. Το 2005 έγινε συναυλία για οικονομική βοήθεια προς τον ασθενή τότε Τσετίνη. Ναι, τον είχαν θυμηθεί ξανά, μόνο που ο ίδιος πρακτικά πλέον δεν μπορούσε να το χαρεί.
Οι παλαιότεροι πάντως εκθείαζαν το ήθος και το χαρακτήρα του. Ούτε καβγάδες, ούτε ίντριγκες, μόνο καλά λόγια από τους συναδέλφους του, ειδικά από τους συνοδοιπόρους. Όσον αφορά τους άλλους τραγουδιστές, είχε παράπονο από τους νέους του χώρου που απαξίωναν την παλιά φουρνιά.
Ως τις τελευταίες του εμφανίσεις διατηρούσε τη φωνή του. Και αξίζει κάποιος να ανακαλύψει αυτόν τον λαϊκό λυγμό των τραγουδιών του. Έστω και σήμερα, κι ας μην συμβαδίζει με τα trends της εποχής.
Σπύρος Δευτεραίος