Από το 1916 ως το 1923, που ήρθε στην Ελλάδα, ο Αριστείδης Χαριτίδης βίωσε τις συρράξεις μεταξύ Τούρκων και Ρώσων, έκανε εξορία, έζησε σε άλλα χωριά και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο προσφύγων, όπου ίσα που γλίτωσε το θάνατο από μολυσματικές ασθένειες. Γεννήθηκε στον οικισμό Λαχαρανή, στην κοιλάδα ενός παραπόταμου του Πυξίτη, νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας, και κατέληξε στην Οινόη της Καστοριάς, όπου το 1963 κατέθεσε τις εμπειρίες του στη Σοφία Δονδολίνου-Γορανίτη.
Η μαρτυρία του, που ακολουθεί, περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μιας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Στα 1916, μόλις ήρθαν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, το δικό μας το χωριό για τρεις μήνες άδειασε. Κατεβήκαμε στο Τζεβιζλίκ και στα γύρω χωριά, Κοσμά, Λιβερά, στα Μεσαραίας. Τότε που κατεβήκαμε, δώδεκα άτομα σκοτώθηκαν από τους Τούρκους. Εμείς περνούσαμε ανάμεσα στους Τούρκους και στους Ρώσους, που κάνανε πόλεμο τότε.
Άμα πέρασαν τρεις μήνες, γυρίσαμε στα σπίτια μας. Ως τα 1920 καθίσαμε στο χωριό. Ύστερα ήρθε η εξορία. Εξόρισαν τους άντρες από 15 έως 65 χρόνων. Σε δύο αποστολές τούς εξόρισαν. Πρώτα εξόρισαν τη μεσαία ηλικία. Αυτό έγινε το Σεπτέμβρη του 1920. Τα παιδιά και τους μεγάλους τούς εξόρισαν αργότερα, τον Απρίλιο-Μάιο του 1921.
Μας φέρανε στο Παϊπούρτ και Ερζερούμ. Στο δρόμο χάθηκαν πολλοί. Άμα φτάσαμε εκεί, 20-25 τους επιστράτεψαν. Τους άλλους, γέρους, ανήλικους, τους άφησαν ελεύθερους. «Μεμφήδες* θα ζήσετε» μας είπανε. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην Αστυνομία να δίνομε «παρών». Ζούσαμε χωρίς να μας ταΐζει το κράτος.
Μόλις οπισθοχώρησε ο στρατός στην Άγκυρα, καταλάβαμε πως κάτι συμβαίνει. Το βλέπαμε από τους Τούρκους, κάτι λέγανε, κάτι ψιθυρίζανε. Μόλις έπεσε η Σμύρνη, σηκωθήκαμε να φύγομε από την εξορία. Όσοι ζήσαμε, γυρίσαμε στα χωριά μας.
Νοέμβριο του 1922, μόλις είχαμε γυρίσει από την εξορία, είπανε οι Τούρκοι να κατεβούμε στην Τραπεζούντα για να φύγομε για την Ελλάδα. Πήρανε οι οικογένειες κάτι μικροπράματα από το χωριό και κατέβηκαν στην πόλη. Χριστούγεννα του 1922 έφυγαν με το βαπόρι για την Ελλάδα.
Όσοι έφυγαν τότε, έφυγαν. Στο χωριό όμως έμειναν ακόμα 21 οικογένειες. Ήταν και η δική μου μαζί με αυτές. Αυτές οι οικογένειες μείνανε γιατί είχαν αρρώστους και δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν. Μείναμε λοιπόν στο χωριό ως το Φεβρουάριο του 1923. Ήρθε τότε τουρκική αστυνομία και βιαίως μας διώξαν.
Οι Τούρκοι, που είχαμε στη Λαραχανή, στεναχωρέθηκαν πολύ και κλαίγανε που φεύγαμε. Σα να σκιάζονταν που θα μένανε μόνοι τους. Όλα τα σπίτια τα ελληνικά θα ήταν κλειστά».
Στην Τραπεζούντα που κατεβήκαμε, οχτώ μέρες μείναμε. Ώσπου να μπούμε στο βαπόρι, στο δρόμο μάς κλέβανε. Κάνανε έρευνα κι ό,τι βρίσκανε που το θέλανε, το παίρνανε. Η αστυνομία η ίδια μάς έκλεβε.
Μπήκαμε σε ένα τουρκικό πλοίο που, όπως το θυμάμαι, το λέγανε «Κιöλτσεμάλ». Με το τουρκικό πλοίο βγήκαμε στην Πόλη.
Στην Πόλη άρχισαν τα βάσανα. Μας βάλανε καραντίνα στον Άγιο Στέφανο. Από το Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 1923 μείναμε στον Άγιο Στέφανο. Συρματόπλεγμα γύρω γύρω. Από μέσα χιλιάδες κόσμος. Είχανε βάλει και φρουρά. Φυλακωμένοι ήμαστε. Έπιασε και ζέστα, έσετε τύφος και ευλογιά, εμείς το λέγαμε στα ποντιακά βράσα. Φαΐ δεν υπήρχε. Η αμερικανική περίθαλψη κάτι φασόλια έδινε…
Ύστερα, με πλοία ελληνικά, μας φέρανε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου, που ήταν δάσκαλος, έκανε έναν κατάλογο με τα ονόματα για να μας δώσουν από μισό κιλό ψωμί. Από τη Θεσσαλονίκη ξεκινήσαμε για την Καστοριά. Μας βάλανε στο τραίνο, για να έρθομε ως το Αμύνταιο. Ως εκεί είχε τότε τραίνο. Στο Αμύνταιο όμως καθυστερήσαμε, γιατί έγινε κίνημα τότε. Ύστερα ήρθαν κάτι στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας πήραν. Μας φέρανε στο Άργος Ορεστικό. Εκεί μείναμε δυο τρεις μέρες. Για να πάμε στα χωριά που θα καθόμαστε, δρόμοι δεν υπήρχαν. Στράτα ήταν. εκείνη τη μέρα που φύγαμε, ήταν παζάρι στο Άργος κι ο στρατός έκανε επίταξη στα ζώα που είχαν κατέβει στο παζάρι και μάζεψε αρκετά. Βάλανε τα πράματα στα ζώα κι όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, ανέβηκαν κι αυτοί. Οι άλλοι πεζή ήρθαν στο χωριό.
Βρήκαμε Τούρκους στο χωριό. Δεν είχαν φύγει ακόμη. Μαζί με τους Τούρκους καθίσαμε. Οι Τούρκοι μια κάμαρα, μια κάμαρα εμείς. Όταν φύγανε από το χωριό για να πάνε στην Τουρκία, στεναχωρέθηκαν πολύ. Κλαίγανε που φεύγανε.