Έναν ισχυρό σύμμαχο στην νευραλγικής σημασίας Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ χάνει, τουλάχιστον προς το παρόν, η Ελλάδα καθώς ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ παραιτείται από την προεδρία της.
Ο γνωστός για τα φιλελληνικά του αλλά και τα… αντιερντογανικά του αισθήματα γερουσιαστής αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες για διαφθορά και δωροληψία.
Η εξέλιξη αυτή προβληματίζει αναλυτές και πολιτικούς στην Ελλάδα για τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει στις λεπτές ισορροπίες που υπάρχουν στη συγκεκριμένη επιτροπή αλλά και στα κέντρα που αποφασίζουν για τη στάση που θα τηρήσουν οι ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά.
Ο Σάββας Καλεντερίδης σε ανάρτησή του αναφέρει ότι «χαίρονται οι φιλότουρκοι στην Ουάσιγκτον, οι Τούρκοι και, δυστυχώς, κάποιοι σε Αθήνα και Λευκωσία. Ευχόμαστε να δικαιωθεί και πάλι και να επανέλθει».
Χαίρονται οι φιλότουρκοι στην Ουάσιγκτον, οι Τούρκοι και, δυστυχώς, κάποιοι σε Αθήνα και Λευκωσία.
Ευχόμαστε να δικαιωθεί και πάλι και να επανέλθει. https://t.co/xHQLHe2FiN— Σάββας Καλεντερίδης (@KalenteridisSav) September 23, 2023
Από την πλευρά του ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι «από μεγάλο στήριγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα “εθνικά θέματα” ο Γερουσιαστής Μενέντεζ εξελίσσεται σε βαρύδι.»
Από μεγάλο στήριγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα “εθνικά θέματα” ο Γερουσιαστής Μενέντεζ εξελίσσεται σε βαρύδι. https://t.co/Ad09a1SKSw
— Yanis Varoufakis (@yanisvaroufakis) September 22, 2023
Οι κατηγορίες κατά του Μενέντεζ
Η εισαγγελία κατηγορεί τον Μενέντεζ ότι δέχτηκε «δώρα» σε αντάλλαγμα για την άσκηση επιρροής με την ιδιότητα του γερουσιαστή, ώστε να προστατευθούν και να πλουτίσουν τρεις επιχειρηματίες από το Νιου Τζέρσι, αλλά και να ωφεληθεί η κυβέρνηση της Αιγύπτου.
Σε αυτά τα δώρα περιλαμβάνονταν μετρητά, χρυσός, η πληρωμή των δόσεων ενός στεγαστικού δανείου, ένα πολυτελές όχημα, αποζημίωση για εργασία με ελάχιστες απαιτήσεις και άλλα αντικείμενα αξίας.
Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον Μενέντεζ να παραιτηθεί από την προεδρία της Επιτροπής ωστόσο του ασκούνται πιέσεις να παραιτηθεί και από τη θέση του γερουσιαστή.
Ο Μενέντεζ, με ανακοίνωσή του, απορρίπτει τις κατηγορίες σε βάρος του, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης συκοφαντικής εκστρατείας και τόνισε ότι αυτές οι «αβάσιμες κατηγορίες» δεν θα τον αποσπάσουν από το σημαντικό έργο του.
Όσον αφορά την προτροπή Δημοκρατικών γερουσιαστών να παραιτηθεί από το σώμα ο Μενέντεζ απαντά: «δεν πάω πουθενά» και κάνει λόγο για προσπάθεια υπονόμευσης και για εκστρατεία κατασυκοφάντησής του.
Όπως υποστηρίζει: «για χρόνια παρασκηνιακές δυνάμεις προσπαθούν επανειλημμένως να φιμώσουν τη φωνή μου και να σκάψουν τον πολιτικό τάφο μου. Εδώ και ένα χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη μία εκστρατεία συκοφαντικής δυσφήμισης εναντίον μου. Αυτοί που βρίσκονται πίσω από αυτή την εκστρατεία απλά δεν μπορούν να δεχθούν ότι ένας Λατινοαμερικανός πρώτης γενιάς με ταπεινή καταγωγή θα μπορούσε να γίνει γερουσιαστής και να υπηρετεί τη χώρα με εντιμότητα. Ακόμη χειρότερα, με βλέπουν ως εμπόδιο στους ευρύτερους πολιτικούς στόχους τους. Με έχουν κατηγορήσει ψευδώς στο παρελθόν. Έχω σταθεί εγώ ακλόνητος απέναντι σε δικτάτορες από όλο τον κόσμο, στο Ιράν, την Κούβα, την Τουρκία και αλλού. Παραμένω προσηλωμένος στη συνέχιση αυτής της σημαντικής δουλειάς. Καλώ τους φίλους μου και τους υποστηρικτές μου και την κοινότητα που μας στηρίζει γενικότερα, να αφυπνιστεί. Ας θυμηθούν ότι και τις άλλες φορές εισαγγελείς έκαναν λάθος. Είμαι βέβαιος ότι αυτό το θέμα θα λυθεί επιτυχώς».
Πάντως και παρά το γεγονός ότι η έρευνα σε βάρος του Μενέντεζ ήταν γνωστή δεν είναι λίγοι αυτοί που εκφράζουν τον προβληματισμό τους για την χρονική στιγμή της δίωξης. Υπενθυμίζεται ότι ο Μενέντεζ θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στη Γερουσία στις εκλογές του 2024 και και η δικαστική του περιπέτεια θα μπορούσε να δυσχεράνει την προσπάθεια των Δημοκρατικών να διευρύνουν την ισχνή πλειοψηφία (51-49) που διαθέτουν σήμερα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αναμένεται μεταξύ άλλων και η απόφαση των ΗΠΑ για την πώληση F-16 στην Τουρκία.
Ο Μενέντεζ και η σύζυγός του, Ναντίν, με την οποία είναι παντρεμένος από το 2020, πρόκειται να εμφανιστούν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν στις 27 Σεπτεμβρίου.