Όταν ενσκήπτει κάποια απειλή, όταν γίνεται κάτι κακό, μόνιμη επωδός στα χείλια των μανάδων μας είναι το «εξ και μακρά». Πολλές φορές το εξ και μακρά (έξω και μακριά δηλαδή) συνοδεύεται και με το «ο Θεός να μη δ(ί)ει» (ο Θεός να μην δώσει, να μην επιτρέψει). Ο άνθρωπος είναι ανήμπορος μπροστά στο κακό, το απεύχεται, το στέλνει μακριά με τον λόγο του ελπίζοντας πως θα το αποφύγει. Τέτοιες φράσεις ακούγονταν και συνεχίζουν να λέγονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Παρακάτω παραθέτεται ένα απόσπασμα από το βιβλίο του π. Νικηφόρου Μανάδη, Πρωτοσύγκελου της Ι.Μ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας.
«Όταν μπουμπούνιζε και άστραφτε και έριχνε κεραυνούς οι γιαγιάδες μας στο χωριό πήγαιναν κάτω στο καμίνι και κοιτώντας την Κοζάνη έκαμαν τον σταυρό τους και έλεγαν “στουν έρμου κι στουν άλιμου κι στουν ξάλιμου τουν τόπου“. Ήθελαν να πουν με αυτόν τον λόγο να πάει να πέσει ο κεραυνός στην ερημιά εκεί που δεν υπάρχουν άνθρωποι ούτε και ζώα.
»Εάν έπιανε η βροχή κάποιον τσοπάνο και πήγαινε κάτω από ένα δέντρο για να προφυλαχτεί, υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει κεραυνός στο δέντρο και να τον κάψει. Έτσι σκοτώθηκαν κάμποσοι τσοπάνοι στα χωριά μας. Ακόμα και κοπάδια με γίδια, εξοντώθηκαν κι αυτά από κεραυνό. Μια φορά που πηγαίναμε στο χωράφι μας, είδαμε καμιά εξηνταριά γίδια αστραποκαμένα. Ήταν να τα λυπάσαι τα καημένα έτσι καμένα και τουμπανισμένα όπως ήταν.
»Ρώτησα τη μάνα μου τι θέλει να πει η φράση “άλιμους κι ξάλιμους” και δεν ήξερε να μου απαντήσει. Έτσι το είχε μάθει από τους παλιούς, έτσι το έλεγε. Άνοιξα το λεξικό του Δημητράκου και το βρήκα. Γράφεται με δασεία γιατί η λέξη βγαίνει από το άλας. Είναι ο τόπος ο αλμυροαμμώδης όπου φύεται το φυτό αλιματιά και το αλιμόδενδρο, που βγαίνουν στις παραλίες όπου έχει αρμύρα. Δηλαδή αυτή η φράση που έλεγαν οι γιαγιάδες μας στο χωριό ερμηνεύεται: Ο κεραυνός να πέσει στην ερημιά που έχει αλμυρή άμμο και έτσι να γλιτώσουν οι άνθρωποι και τα ζωντανά τους. Πόσο σοφά μιλούσαν οι αγράμματες οι γιαγιάδες μας! Ο Θεός να τις συγχωρέσει»!
Αλεξία Ιωαννίδου
⇒ Ελεύθερη μετάφραση από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Μανάδη, γραμμένο στο κοζανίτικο ιδίωμα, Μάννα σ’ ευχαριστώ.