Έχοντας διαγράψει μια απίστευτη πορεία στα ελληνικά γράμματα και έχοντας δει τα έργα του να λατρεύονται από εκατομμύρια ανθρώπους, ο Μικρασιάτης συγγραφέας και ακαδημαϊκός Τάσος Αθανασιάδης κλείνει τα μάτια του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2006. Γεννημένος την 1η Νοεμβρίου 1913, στο Σαλιχλί της Μικράς Ασίας, δηλαδή τις Σάρδεις της Αρχαίας Λυδίας, ο γιος του Μιχαήλ και της Ανθής, έφθασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922.
Πρώτος σταθμός της οικογένειας ήταν η Μυτιλήνη και στη συνέχεια η Αθήνα, όπου σπούδασε, εργάστηκε και δημιούργησε τα σπουδαία έργα που άφησε παρακαταθήκη στον ελληνικό λαό.
Ανάμεσα στα έργα που έγραψε βρίσκονται και κάποια που έγιναν επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές όπως Οι Πανθέοι (ΕΡΤ, 1977-1979, ΣΚΑΪ 2023), Οι Τελευταίοι Εγγονοί (Mega Channel, 1991), Οι Φρουροί της Αχαΐας (Mega Channel, 1992-1993), Η αίθουσα του θρόνου (Mega Channel, 1998-1999), Τα Παιδιά της Νιόβης (ΕΡΤ 2004-2005). Το τελευταίο, σύμφωνα με τον ίδιο τον Αθανασιάδη, ναι μεν είναι μυθιστόρημα ωστόσο περιέχει πολλά στοιχεία από τη ζωή του στο Σαλιχλί καθώς και χαρακτήρες που ζούσαν εκεί, πριν από την Καταστροφή. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:
«Στο μπεζεστένι άρχισαν μερικοί να κατεβάζουν τα ρολά των μαγαζιών τους για να ξεκουραστούν το Σαββατόβραδο στα σπίτια τους. ξαφνικά, αναστατώθηκε η αγορά από τσιριχτές φωνές. Η τρελό-Παντελιώ έτρεχε σα δαιμονισμένη μέσα στα στενά ξεσηκώνοντας τον κόσμο απ’ τα ξεφωνητά της: «Κάτω απ’ το γεφυράκι είναι ένας πεθαμένος!…» Η καμπουρίτσα πηδούσε πάνω απ’ το υγρό πλακόστρωτο σα να την κυνηγούσε το φάντασμά του. Απ’ το στόμα της τρέχανε αφρισμένα σάλια. Βλέποντας τους δημογέροντες, έκοψε τη φόρα της. Οι κοντανασεμιές την πνίγανε. Κάποιος υπάλληλος του Χατζή Λεόντη της έδωσε ένα κομμάτι χαλβά. Με μπουκωμένο το στόμα, τους διηγήθηκε, πως καθώς περνούσε απ’ το γεφυράκι τής πέσανε τα μεταλλίκια της. Δεν πρόφτασε να τα πιάσει. Είχαν κυλήσει στο βόθρο με τα ξεπλύματα της αγοράς. Μόλις έσκυψε να δει, φάνηκε να πλέει ένα κεφάλι πεθαμένου! Ο Χατζή Λεοντής τη φοβέρισε: Αν τους έλεγε ψέματα ή ήταν κανένα ψόφιο σκυλί, θα την πήγαιναν στο καρακόλι. Τσίριξε: « Όχι! Όχι! Ήταν ένας πνιγμένος άνθρωπος!». Ο Βασίλης Ωνάσης με τον Τρύφωνα Ιωαννίδη τρέξανε καταφοβισμένοι στο γεφυράκι. Τους ακολούθησαν μερικοί παραγιοί. Μια δολοφονία σε μια τόσο ηλεκτρισμένη μέρα σήμαινε πολλά… Ο πρόεδρος σκύβοντας να κοιτάξει μέσα στο κανάλι, τινάχτηκε.
Απ’ τον τρόμο του πέσανε τα γυαλιά του. Έκλεισε με απελπισία τα μάτια του. Το κεφάλι με τους πεταμένους βολβούς, που εξείχε απ’ τα βουρκόνερα, ήταν του Αντώναγα!
»Η κακή είδηση βούιξε σε όλη την πόλη. Προύχοντες και άνθρωποι του λαού αισθάνθηκαν τρόμο. Στο μπεζεστένι, στα σπίτια, στα καφενεία, στα μπαρμπέρικα, στα φαρμακεία- οι συζητήσεις παίρνανε και δίνανε σε ατμόσφαιρα μεγάλης αναταραχής. Ο Αντώναγας, απ’ τη θέση του μουσταντίκη στο κονάκι, ήταν ο φυσικός προστάτης των ρωμιών. Σ’ αυτόν κατάφευγαν, όταν κάποιος τούρκος τους αδικούσε. Την εμπιστοσύνη, που είχαν οι αρχές στα φιλοτουρκικά του αισθήματα, την εκμεταλλεύτηκαν με μεγάλη διπλωματικότητα για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κοινότητας. Μονάχα σ’ αυτόν, στον καϊμακάμη και στον καδή η φρουρά του κονακιού παρουσίαζε όπλα. Το γεγονός πως δεν ήξερε να μιλά ελληνικά, ήταν πρόσθετος λόγος για να τον εκτιμούνε. Απ’ τους δημογέροντες, που τρέξανε σπίτι του, πληροφορήθηκε η γυναίκα του τη δολοφονία του. Ανάμεσα στις λιποθυμίες της, κατάφερε να τους πει, πως πολύ πρωί είχαν ξυπνήσει τον άντρα της δυο κανόνια* μ’ έναν ζαμπίτη**. Τον ζητούσαν στο κονάκι. Είχαν έκτακτη σύσκεψη. Ο καϊμακάμης βιαζόταν. Θα ’φευγε με την πρωινή πόστα στη Σμύρνη. Τον καλούσε εκεί ο βαλής. Τους ακολούθησε ανύποπτος χωρίς να πιει τον καφέ του…
»Ποιο σκοπό είχε η δολοφονία του; Είχε καμιά σχέση με την αναχώρηση του καϊμακάμη; Μήπως βρήκανε ευκαιρία οι στρατιωτικοί την απουσία του, για να τον εκτελέσουν; Μήπως, αντίθετα, ο καϊμακάμης είχε κάποια ανάμειξη – ή έστω γνώση-, μα επωφελήθηκε απ’ το ταξίδι του για να αποδοθεί η δολοφονία σε κύκλους άσχετους με το κονάκι; Ερωτήματα, που θα μένανε ίσως αναπάντητα. Οι δολοφόνοι πρέπει να είχαν ενεργήσει μέσα σε άγριο μίσος, για να τον εξευτελίσουν μ’ έναν τέτοιο θάνατο: Να στραγγαλίσουν και να πετάξουν στο βόθρο σα σκύλο έναν αξιωματούχο τους. αν είχαν υποψίες πως μετάδινε στην κοινότητα τα υπηρεσιακά μυστικά, τον είχαν αδικήσει. Ο μουσταντίκης σεβόταν το αξίωμά του. Στα λόγια του, ήταν πολύ μετρημένος. Σίγουρα, είχε πέσει θύμα κάποιας συκοφαντίας…
»Εκείνο το βράδυ στο καφενείο του Μιχάλαγα οι φίλοι του έφερναν απαρηγόρητοι μπρος τους τη γραφική φυσιογνωμία του άντρακλα με τα πεταχτά γαλανά μάτια στο μαυριδερό αγριωπό πρόσωπο φελάχου, που έκρυβε ωστόσο μέσα του πολύ αγαθότητα. Χασκογελούσαν κάθε Σαββατόβραδο γύρω απ’ το τραπέζι του, παίζοντας τάβλι ή πρέφα, με τα γνωμικά του και τις παροιμίες του απ’ τη βαθυστόχαστη σοφία της Ανατολής. Ήταν ο δεύτερος πρόκριτος, ύστερα απ’ το Σαρρή, που έχανε η κοινότητα μέσα σε λίγους μήνες. Μαζί με την αναχώρηση του Κωστή Σοφιανόπουλου, τους φαινόταν πως το κύρος τους στις τουρκικές Αρχές είχε λιγοστέψει. Σίγουρα, αυτή η δολοφονία ήταν το προανάκρουσμα για άλλες τρομοκρατικές ενέργειες κατά των ρωμιών.
Οι Τούρκοι, μέσα στο μίσος τους, -γιατί βρίσκονταν απ’ τη μεριά των νικημένων- στρέφανε εναντίον τους την εκδικητική τους μανία. Στο πρόσωπο του Αντώναγα τιμωρούσαν ολόκληρη την κοινότητα.
»Εκείνη τη νύχτα οι πρόκριτοι πέσανε να πλαγιάσουν πολύ ανήσυχοι για την τύχη τους. Δεν μπορούσαν να φανταστούν, πως θα ξημερώνονταν σε μιαν ιστορική για τη μικρασιατική ζωή τους μέρα… Σα να ’ταν ο τρόμος καταχνιά, που είχε σκεπάσει τη μικρή πόλη, τη διέλυσαν μεμιάς στην επομένη οι ειδήσεις των εφημερίδων, που φτάσανε με το πρωινό απ’ τη Σμύρνη: Η Τουρκία είχε υπογράψει ανακωχή! Ο κόσμος, γνωρίζοντας απ’ την κηδεία του Αντώναγα, ξεχύθηκε έξαλλος απ’ τη χαρά του στους δρόμους. Οι νοικοκυρές βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια με θυμιατά∙ άλλες σταυροκοπιόνταν κρατώντας εικονίσματα∙ άρρωστοι πάνω σε πολυθρόνες είχαν αναμμένες λαμπάδες∙ οι φωνογράφοι μετάδιναν τραγούδια. «Χριστός Ανέστη!… Αληθώς Ανέστη!…», χαιρετιόνταν φωναχτά με μάτια δακρυσμένα. Οι δυο περίπολοι, που πηγαινοέρχονταν με αργό βηματισμό απ’ το μπεζεστένι ως το σταθμό, παρακολουθούσαν με βλοσυρή ανοχή τις εκδηλώσεις. Δεν ήταν πια κανόνι, με επικεφαλής στρατιωτικό, μα ζαπτιέδες με αστυνόμο. Οι περαστικοί τούρκοι βιάζανε το βήμα τους, για να απομακρυνθούν απ’ το προκλητικό θέαμα. Στο καφενείο του Μιχάλαγα και στην ταβέρνα του Κοψαχείλη τα κεράσματα δεν τελειώνανε.
»Στα δυο φαρμακεία πολλοί είχαν κάνει κύκλο γύρω απ’ τους γραμματισμένους, που διάβαζαν φωναχτά τις σμυρναίικες εφημερίδες. Η Αμάλθεια, η Πρόοδος, ο Ελεύθερος Λόγος -ανάγγελναν με μεγάλα στοιχεία στις πρώτες σελίδες τους το ιστορικό γεγονός: Στις 17 Οκτωβρίου, στο λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, επάνω στο θωρηκτό «Αγαμέμνων», ο άγγλος ναύαρχος Κάλθορπ, αρχηγός του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου, εξουσιοδοτημένος απ’ τους συμμάχους, είχε υπογράψει με την Τουρκία ανακωχή! Κυριότεροι όροι της ήταν: Να ανοίξουν τα στενά των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου. Κατοχή της Κωνσταντινούπολης απ’ τους συμμάχους. Άμεση αποστράτευση του τουρκικού στρατού. Αφοπλισμός στρατηγικών σημείων εκεί όπου μπορούσε να απειληθεί η ασφάλεια των συμμάχων, κ.ά. Στο φαρμακείο του Τσαμπάζη, ο Τρύφων Ιωαννίδης, τριγυρισμένος από τους διανοούμενους, διάβαζε φωναχτά, με δηκτικό ύφος και μορφασμούς, τα σχόλια των εφημερίδων γύρω απ’ τα παρασκήνια της υπογραφής: Η Αμάλθεια, -χωρίς λογοκρισία πια- έγραφε: «Μετά την ισχυράν κάλυψιν υπό του Άγγλου στρατηγού Μιλν του Έβρου και των τριών προγεφυρωμάτων εις την Ανδριανούπολιν –Το Κούλελι, το Μπουργκάζ και τα Ύψαλα- άπελπις πλέον η Τουρκία, με τους συμμάχους της πνεόντας τα λοίσθια, εξηναγκάσθει να καταθέσει τα όπλα. Εις τας 2 Οκτωβρίου η τουρκική κυβέρνησις απέστειλεν εις τον Γάλλον αρχιστράτηγον της στρατιάς Ανατολής Φρανσαί ντε Εσπεραί τον Τούρκον συνταγματάρχην Μεχμέτ βέην, με την εντολήν να υπογράψει ανακωχή. Ο Μεχμέτ βέης, μόλις έφθασεν εις Αλεξανδρούπολην, συνελήφθη αιχμάλωτος υπό των Άγγλων, οι οποίοι –ως απεδείχθη εκ των υστέρων- επεζήτουν να κερδίσουν δια να συμπληρώσουν την κατάκτησιν της Παλαιστίνης. Ευθύς μετά την υποταγήν της, ο ναύαρχος Κάλθορπ ηξίωσεν, προ πάσης συζητήσεως περί ανακωχής, την απελευθέρωσιν του στρατηγού Τάουσεντ, ο οποίος είχεν συλληφθεί αιχμάλωτος υπό των τούρκων εις Κουτ-ελ-αμάρα. Τραγική ειρωνεία: Ο στρατηγός Τάουσεντ ήτο και ο κομιστής της τουρκικής προτάσεως περί συνθηκολογήσεως!».
»Το βράδυ η πόλη πήρε όψη γιορταστική. Όλοι φώτισαν τα σπίτια τους με μεγάλες λάμπες και πολυέλαιους. Ο καϊμακάμης, που γύριζε απ’ τη Σμύρνη με το βραδινό τραίνο, βρήκε ένα Σαλιχλί να πλέει στη χαρά. Κοιτάζοντας απ’ την κλειστή καρότσα του, καθώς τον πήγαινε στο κονάκι, τα κατάφωτα σπίτια, έφερνε στ’ αυτιά του τις συστάσεις του βαλή στους τοπικούς διοικητές του σαντζακίου του, που αναλαμβάνουν ξανά την εξουσία απ’ τους στρατιωτικούς: «Ευγένεια και ανοχή στους ρωμιούς. Η Τουρκία μας μπαίνει σε δύσκολους καιρούς. Γιασασίν* Τουρκία! Γιασασίν πατισάχ!…». Στην ψυχή του καλοκάγαθου Τούρκου είχε μαζευτεί πολλή πίκρα. Τα μάτια του βουρκώνανε. Έβγαλε σε μια στιγμή το μαντήλι…»
⇒ Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Αθήνα 2002, τ. Α΄, σ. 271-278.