Το χέρι στην ποντιακή διάλεκτο λέγεται χέρ’ (με το χι να προφέρεται έντονα)· χερόπον είναι το υποκοριστικό, ενώ χέρεα είναι η ποσότητα που χωρά σε μια χούφτα.
Μερικές άλλες σύνθετες λέξεις είναι οι εξής: χεροφιλώ (χειροφιλώ), χερονίφτω (βάζω νερό στα χέρια του άλλου για να νιφτεί), χερομορτεύω (μαλάσσω τους μαστούς της αγελάδας για να κατεβάσει γάλα), χεροτεχνισμέντζα (εξασκημένη στο κόψιμο, ράψιμο, κέντημα), χερομυλίζω (αλέθω με το χειρόμυλο), χεροχάλκ’ (μεγάλο καζάνι με χερούλια), χερομυλάπ’ (πολύ χοντρό απίδι), χεροδόης (ελεήμων), ξερόχερος (τσιγγούνης), χερόβουλον (χειρόβουλο).
Κοινές φράσεις
• Κρούω χέρ’ = βοηθώ.
• Βάλλω ’ς σο χέρ’ = πετυχαίνω δάνειο του οποίου η επιστροφή είναι αμφίβολη.
• Έχ’ άτον ’ς σο χέρ’ = τον έχω υποχείριο.
• ’Σ σο χέρ’ μ’ έν’ = από μένα εξαρτάται.
• Το δεξέν το χέρι μ’ έν’ = μου είναι πολύ χρήσιμος.
• Ρούζω ’ς σα χέρια = γίνομαι υποχείριος άλλου.
• Χέρ’ και χέρ’ = τοις μετρητοίς.