Δεν ήταν τόσο η αδιαμφισβήτητη –ακόμα και από όσους έχουν ενστάσεις– φωνή του, όσο η ερμηνεία του, απόσταγμα μιας ζωής που στάθηκε όρθια μέσα σε χίλια-μύρια βάσανα. Δεν ήταν τόσο τα μεράκια και οι καημοί του απλού κόσμου που τραγούδησε, όσο η πίστη που ανάβλυζε από την ερμηνεία του, ότι οι άνθρωποι του μόχθου είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα.
«Επίσημα», δυστυχώς για μια ακόμη φορά, ένας ξεχασμένος, αλλά «ανεπίσημα» όλα όσα ήταν φτερουγίζουν ακόμα στις λαϊκές γειτονιές. Αυτός ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Κάθε υμνοποίησή του, όπως και η αγιοποίηση κάθε παλιού είναι άγονη, ενώ εξίσου άγονο είναι και το «πείραγμα» των τραγουδιών που ερμήνευσε, έξω από το ιστορικοκοινωνικό και μουσικό πλαίσιο που επέτρεψε να γεννηθούν.
Η μόνη και μεγαλύτερη τιμή που του αξίζει είναι το διαλεκτικό ξεπέρασμα αυτών των ερμηνειών στην αέναη πορεία του λαϊκού τραγουδιού, με νέες δημιουργίες, με νέα ακούσματα που να αφομοιώνουν τα όσα προσέφερε και αυτός και οι άλλοι μεγάλοι λαϊκοί βάρδοι, και ταυτόχρονα να τον ξεπερνούν, αντανακλώντας, ως έργα τέχνης, την κοινωνική συνείδηση της εποχής μας και πριν απ’ όλα και πάντα των ανθρώπων του μόχθου που στη δική του εποχή βρήκαν απαντοχή σε ορισμένα από τα διαμάντια που τραγούδησε ο Στέλιος και τα οποία δεν πρέπει να ξεχαστούν γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου και αυτού του λαού.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τα ελληνικά διαβατήρια, όπου γης, να τραγουδούν. Η φωνή του «μύριζε» βασιλικό κι ασβέστη, όπως οι αυλές των φτωχόσπιτων στις λαϊκές γειτονιές. Στο λυγμό του τρεμόπαιζε εκείνο το βουβό –και γι’ αυτό αβάσταχτο– δάκρυ που κυλούσε, καμιά φορά, στα μάτια του λαού, που το μόνο που έκανε στη ζωή του ήταν υπομονή.
Μόνο που ώρες-ώρες αυτή η υπομονή γινόταν αβάσταχτη, και όταν δεν έβρισκε άλλη διέξοδο, γινόταν τραγούδι με τη φωνή του Καζαντζίδη, φλόγα κεριού που τρεμόπαιζε σαν θυσία στους θεούς της ελπίδας.
Η φωνή του ήταν μέσα στο λαϊκό σπίτι, σε εκείνη τη γωνιά που το καντήλι φώτιζε την εικόνα του Χριστού και το «κάντρο» με τα γαμήλια στέφανα του πατέρα και της μάνας.
Η φωνή του ήταν η απέραντη θλίψη του κυριακάτικου απογεύματος που τελείωνε με το τελευταίο σφύριγμα του «ρέφερι».
Η φωνή του συνδεδεμένη με το Σάββατο που πληρωνόταν ο πατέρας και μαζί με τα ψώνια για το σπίτι έφερνε και το 45αράκι δισκάκι.
Η φωνή του και τα τραγούδια του ευωδίαζαν όπως το «κοκκινιστό» της μάνας την Κυριακή, ήταν τα «ψιλά» στην τσέπη ενός φαντάρου για το τζουκ-μποξ στο μαγερειό έξω από το στρατόπεδο, ήταν η επιγραφή «Γυρίζω απ’ τη νύχτα» στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που κατάπινε ατέλειωτα μουσκεμένα χιλιόμετρα στην Εθνική.
Η φωνή του ήταν το δάκρυ του Άκη Πάνου όταν τον άκουγε να τραγουδάει: «Είναι τόσο σκληρός ο αγώνας, μα τόσο γλυκός, είναι τόσο μεγάλη η ζωή όταν ζεις διαρκώς».
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ανήμερα του Σταυρού, από καρκίνο.
Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν από το χωριό Καβάκλιτσα των Κοτυώρων και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Γνωρίστηκαν στα Πετράλωνα και παντρεύτηκαν το 1923. Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης διώχθηκε σκληρά από τους συνεργάτες των Ναζί καθώς είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, και πέθανε το 1946.
«Η ορφάνια» αφηγήθηκε αργότερα ο Στέλιος Καζαντζίδης, «με έριξε από μικρό στη βιοπάλη. Πούλησα νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια, να κοιμάμαι πάνω στις σχάρες της πλατείας γιατί από κάτω δούλευαν κάτι μοτέρ που παρήγαγαν ρεύμα και είχε λίγη ζεστούλα, κι αυτό γιατί το εισιτήριο για την επιστροφή στο σπίτι με το γκαζοζέν ήταν ακριβό. Όταν μ’ έπιανε ο αστυφύλακας απ’ το αυτί για να με πάει στο Τέταρτο Αστυνομικό Τμήμα για να μου γίνουν συστάσεις –επειδή απαγορευόταν να πουλάς τσιγάρα, για προστασία στα περίπτερα, γιατί τις άδειες των περιπτέρων τις είχαν κάποιοι ανάπηροι όπως μας έλεγαν τότε– το αυτί μου το κάναν ένα μέτρο από το τράβηγμα. Ε, όλα αυτά, το παιδί τα καταπίνει και τα μαζεύει. Γίνονται αποθέματα και όταν δοθεί η ευκαιρία τα βγάζει από μέσα του.
»Και κάστανα έβραζα μόνος μου στις τρεις τη νύχτα και έβαζα το καλάθι στον ώμο –50 οκάδες ζύγιζε– και πήγαινα να τα πουλήσω στο εργατικό κέντρο της Νέας Ιωνίας. Και πολλές άλλες, πάντα τίμιες δουλειές. Σε εργοστάσια έχω δουλέψει, κλωστήρια, υφαντουργεία, και όλα αυτά βγαίνουν στην ερμηνεία μου.
»Μια Πρωτοχρονιά ήρθε στην Ομόνοια η Νίνου, αυτή η ψυχούλα και μεγάλη φωνή, και μας κέρασε μπουγάτσα. Ήμασταν γύρω στα 40 άτομα, όλοι τίμια παιδιά που δουλεύαμε. Είναι κάτι που έχει χαραχτεί στο μυαλό και την ψυχή μου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Αυτή την Πρωτοχρονιά και αυτή τη χειρονομία δεν θα την ξεχάσω ποτέ».
Το τραγούδι ήταν πάντα μέσα στη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη. «Αργότερα στο εργοστάσιο της Λανατέξ, κατά τη διάρκεια της εργασίας, όταν έπιανα κάποιο σκοπό οι εργάτες σταμάταγαν τη δουλειά και με χάζευαν. Μάλιστα ο εργοστασιάρχης μού είχε χαρίσει μια κιθάρα και σιγά-σιγά άρχισα να την γρατζουνάω».
Τον άκουσε να τραγουδάει τυχαία ο γείτονάς του Μάνθος Βενέτης και του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα που έφτιαχνε.
«Ξεκίνησα από ταβερνάκια. Μαζί με φίλους απ’ την περιοχή παίζαμε και τραγουδούσαμε τα σαββατοκύριακα. Φαΐ, κρασί και λίγο χαρτζιλίκι. Αυτή ήταν η αμοιβή μας» είπε αργότερα ο Καζαντζίδης.
Ήταν ο τυφλός συνθέτης και μαέστρος της Κολούμπια Στέλιος Χρυσίνης που δίδαξε στον Στέλιο Καζαντζίδη τα μυστικά του τραγουδιού. «Σε αυτόν με πήγε ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης, που ήταν μεγάλος στιχουργός και με είχε ακούσει στα ταβερνάκια που εμφανιζόμουνα». Η αιτία όμως που τον έκανε να αγαπήσει το λαϊκό τραγούδι ήταν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Το 1952 ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Για μπάνιο πάω» του Απόστολου Καλδάρα, όμως το τραγούδι δεν πήγε καλά. Το τραγούδι δεν ταίριαζε στο ύφος του Στέλιου… Εκείνος που του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία με το τραγούδι «Βαλίτσες» ήταν ο θρυλικός Γιάννης Παπαϊωάννου, γιατί με το που άκουσε τον Καζαντζίδη να τραγουδάει κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο.
Η πρώτη περίοδος του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι έκλεισε το 1956, χρονιά που διαλύθηκε και ο αρραβώνας του με την Καίτη Γκρέυ. Αμέσως μετά ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να δει τον φίλο του Στέλιο Ζαφειρίου που έπαιζε μπουζούκι, και με τον οποίο πραγματοποίησε μια τουρνέ.
Το 1957 ο Ζαφειρίου πήγε στο κέντρο «Πανόραμα» και δούλευε με τον Τόλη Χάρμα. Εκεί ο Στέλιος Καζαντζίδης γνωρίστηκε με μια κοπελιά που την λέγανε Κική Παπαδοπούλου, την οποία ο Χάρμας βάφτισε Μαρινέλλα. Αμέσως μετά τη γνωριμία τους ο Στέλιος και η Μαρινέλλα κατέβηκαν στην Αθήνα και ο Καζαντζίδης γνώρισε τη Μαρινέλλα στον Μητσάκη σύμφωνα με όσα αφηγείται ο ίδιος ο Γιώργος Μητσάκης στην αυτοβιογραφία του.
Με πρώτο τους τραγούδι, το «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», θα αναδειχθούν σε ένα από τα καλύτερα ντουέτα του ελληνικού τραγουδιού.
Στις δεκαετίες του ’60-’70 ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμήνευσε με αξεπέραστο τρόπο τραγούδια των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Λοΐζου, Ξαρχάκου, Κατσαρού, όπως αργότερα τραγούδησε και Σπανουδάκη.
«Σκέφτομαι πως εκείνες οι μοναδικές ερμηνείες του Μπιθικώτση, του Χιώτη, της Λίντα και του Καζαντζίδη δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν δεν υπήρχε διάχυτο και ισχυρό το αίσθημα της φιλίας και του αμοιβαίου θαυμασμού. Πίστευα στις φωνές και στην τέχνη τους σαν να ’τανε θεοί. Ίσως τα ίδια αισθήματα να γέμιζαν τότε τις καρδιές τους για μένα, για να τα τραγουδήσουν με κείνη την απαράμιλλη τέχνη που έκανε όλους τους Έλληνες κυριολεκτικά να μεθύσουν με το τραγούδι» έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παντρεύτηκαν το 1964, ωστόσο ο γάμος τους κράτησε λίγο, ενώ το 1965 ο Στέλιος αποχώρησε από τα νυχτερινά κέντρα καθώς λόγω ενός τυχαίου περιστατικού κινδύνεψε σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα.
Η επαφή του με τον κόσμο συνεχίστηκε μέσα από τη δισκογραφία. Στην δεκαετία του ’70 κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι που αποτέλεσαν σταθμό για τη δισκογραφία του λαϊκού τραγουδιού. Ο πρώτος είχε τον τίτλο Στέλιος Καζαντζίδης Νο 3 και ήταν ο δίσκος που έφερε πολλούς νέους ακροατές σε επαφή με το παλαιότερο ρεπερτόριο του.
Ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του ’70 είχε τον τίτλο «Η ζωή μου όλη» και στη μια του πλευρά είχε 6 τραγούδια-σταθμούς με την υπογραφή του Άκη Πάνου.
«Είναι η εποχή που εγώ δουλεύω στο Αιγάλεω με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. Ένα βράδυ πάμε μαζί με τον Νίκο Μουρκάκο στον “Αστέρα”. Εκεί πραγματικά ψωνίζομαι με τον Καζαντζίδη. Είναι με την Γκρέυ, τον Τσιμπίδη, και τον Γιαννάκη τον Αγγέλου μπουζούκια. Λέει το τραγούδι του Καλδάρα “μα κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου”, και κάποιος έχει πάρει ένα ποτήρι, τo ’χει σπάσει, το ’χει καρφώσει στο κούτελό του και να τρέχουνε τα αίματα. Λέω του Μουρκάκου: “Αν φύγει τώρα αυτός και πάει στο Σύνταγμα τραγουδώντας, με τον κόσμο που θα μαζέψει πίσω του δεν κάνει επανάσταση;”. Από τότε παρακολουθούσα τον Καζαντζίδη. Είχα όλα τα τραγούδια του στη δισκοθήκη μου. Στο τέλος έφτασε να κυριαρχεί στ’ αυτιά μου αποκλειστικά και μόνο η φωνή του – από κει και πέρα δεν άκουγα τίποτ’ άλλο… Σταμάτησα ν’ ακούω» αφηγήθηκε ο Άκης Πάνου στον Γιώργο Τσάμπρα και στο περιοδικό Δίφωνο τον Μάιο του 1998.
Η πτώση της χούντας το 1974, με την Κύπρο καταματωμένη, βρίσκει τον Στέλιο Καζαντζίδη να συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στα τραγούδια του κύκλου Στην Ανατολή – ένας δίσκος με εκπληκτικά τραγούδια, αφιερωμένα στη λαϊκή αντιστασιακή εποποιΐα των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας στη διάρκεια της φασιστικής κατοχής, ο οποίος όμως δεν πήγε καλά εμπορικά.
Τον Νοέμβριο του 1975, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν με τη δισκογραφική του εταιρεία, μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το θρυλικό «Υπάρχω», το οποίο σημαίνει και το τέλος της δισκογραφικής του παρουσίας για τα επόμενα 12 ολόκληρα χρόνια. Στο δίσκο αυτόν είναι η πρώτη φορά που ο λαϊκός τραγουδιστής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο στους ακροατές του.
Το 1987, και πάνω στους στίχους τού «Εγώ ’μαι αητός κι εσύ ’σαι τα φτερά μου», η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη γεφύρωσε αυτά τα 12 χρόνια απουσίας.
Ο δρόμος της επιστροφής, Ελεύθερος, Βραδιάζει, Ένα γλέντι με τον Στελάρα, Τ’ αηδόνια του Πόντου, Ο κύριος Μητσάκης, Στην Ελλάς του 2000, Ποντιακή ραψωδία, Πατρίδα μ’ αραεύω σε είναι οι δισκογραφικές παρουσίες του Στέλιου Καζαντζίδη μετά το 1987.
Θα κλείσουμε αυτό το σύντομο σημείωμα με την αφήγηση της στιχουργού Σώτιας Τσώτου: «Εγώ δεν έχω υπηρετήσει ιδιαίτερα αυτό που λέμε λαϊκό τραγούδι. Δεν μ’ άρεσε ούτε ως φωνή ο Καζαντζίδης, ούτε και ό,τι έλεγε. Την εποχή που μεσουρανούσε εγώ ήμουνα μαθήτρια της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλογραιών και μεγάλωνα με Αζναβούρ. Αυτό δεν με εμπόδισε να υπογράψω ένα μνημόνιο για την αποδέσμευσή του από τη Μinos, αφού πίστευα ότι ήταν δίκαιο. Αυτή ήταν η μόνη μου σχέση μαζί του, όταν ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας Καϊάφας, ιδιοκτήτης τότε της εταιρείας που θα έβγαζε το δίσκο, μου ζητάει να γράψω στίχους γι’ αυτόν.
»Μου λένε να γνωρίσω τον Καζαντζίδη για να διαμορφώσω η ίδια γνώμη. Πάω με τη μικρή μου κόρη στο στούντιο κι εκεί που ομολογουμένως περίμενα να βρω έναν λαϊκό τύπο βαρύ και ενδεχομένως πότη διαφόρων ουσιών, συναντάω έναν ευγενέστατο κύριο που σηκώνεται και δεν κάθεται παρά μόνο όταν καθόμαστε εμείς. Συμβουλεύει την κόρη μου –μην καπνίζεις, μικρή μου– μιλάει πολύ καλά ελληνικά και είναι ευφυής. Μπαίνει μέσα και λέει τα “Καπέλα” και χωρίς μικρόφωνο το “Αμάν”.
»Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα γιατί τόσες γενιές Ελλήνων τον έχουν σαν Θεό τους.
»Χρειάστηκε να διανύσω μισό αιώνα για να μπορέσω να καταλάβω τον Στέλιο Καζαντζίδη και τα τραγούδια του. Χρειάστηκε να καώ μέσα στους απλούς καθημερινούς πόνους της επιβίωσης, της λαχτάρας για εκείνους που αγαπώ, της βαθιάς ανησυχίας και πίκρας για όσα γίνονται γύρω μας για να μπορέσω να γράψω με το χέρι στην καρδιά, και όχι από εμπορική σκοπιμότητα, στίχους για τον Στέλιο και τα εννιά εκατομμύρια οχτακόσιες χιλιάδες Έλληνες που του μοιάζουν, που μου μοιάζουν, που μας μοιάζουν. Για τους διακόσιους χιλιάδες που υπολείπονται, που ευημερούν και λυμαίνονται αυτή τη χώρα, αδιαφορώ όπως και εκείνος. Τίποτε άλλο».