«Αρνούμαι να δω την Παπά στο Ηρώδειο. Δεν έχει παίξει ποτέ θέατρο στην Ελλάδα. Αμφισβητώ την αξία της… Το Ηρώδειο δόθηκε στην Παπά λόγω των κινηματογραφικών της επιτυχιών, ενώ το είχαν ζητήσει ηθοποιοί όπως η Λαμπέτη και ο Κατράκης. Γι’ αυτό δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να δω ένα κινηματογραφικό έργο της κυρίας Παπά στο Ηρώδειο».
Τα παραπάνω λόγια ειπώθηκαν το 1979 και ανήκουν στον Δημήτρη Χορν. Και όταν έλεγε Παπά, εννοούσε την Ειρήνη. Τον Αύγουστο του 1979 η ηθοποιός ετοιμαζόταν να πρωταγωνιστήσει στο Ηρώδειο, παίζοντας στο έργο του Σαίξπηρ Αντώνιος και Κλεοπάτρα, μια παράσταση του Μιχάλη Κακογιάννη. Ελάχιστες μέρες πριν από την πρεμιέρα, το ζήτημα έφτασε έως το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του ΕΟΤ. Μέλος του ήταν και ο Χορν.
«Ο κύριος Χορν έχει κάθε δικαίωμα να μην του αρέσω και πιστεύω πως γνήσια δεν του αρέσω, όπως άλλωστε γνήσια δεν μου αρέσει και μένα αυτός. Αλλά εφόσον γνωμοδοτούσε, θα έπρεπε τα επιχειρήματά του να ήταν τεκμηριωμένα. Λυπάμαι ωστόσο που παραμονές μιας δύσκολης πρεμιέρας τέτοιες δηλώσεις δημιουργούν στο θεατή ατμόσφαιρα στρατοδικείου. Η παράσταση δεν είναι δίκη, ούτε η σκηνή γηπέδου», είχε δηλώσει τότε η ηθοποιός.
Τελικά η παράσταση ανέβηκε και οι κριτικές αν μη τι άλλο ήταν από… συμπαθητικές έως καλές. Γιατί, όπως θα δείτε και στην πορεία, η Grande Irene –όπως την αποκαλούσαν οι Ιταλοί που την λάτρευαν– δεν είχε και τρελές συμπάθειες στη χώρα της.
Από το Χιλιομόδι στον πλανήτη
Το Παπά (με ένα π, όπως έλεγε και η ίδια) ήταν του πρώτου της συζύγου, του σκηνοθέτη και ηθοποιού Άλκη Παπά – μαζί γύρισαν μια ταινία, το Ψιτ, κορίτσια.
Η Ειρήνη Λελέκου (όπως ήταν το πατρικό της) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χιλιομόδι Κορινθίας σε οικογένεια εκπαιδευτικών. Εκεί είναι και η τελευταία της κατοικία – έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.
Από τα 15 της ήξερε τι ήθελε να κάνει. Και όταν έφτασε η στιγμή, γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στον τελευταίο της χρόνο στη σχολή ο Αλέκος Σακελλάριος την είδε στον Μάκβεθ και εντυπωσιάστηκε. Έτσι της πρότεινε κάτι «τρελό», να εμφανιστεί σε επιθεώρηση. Εκείνη, παρά τη στιβαρή κλασική της παιδεία, δέχτηκε αμέσως γιατί θεωρούσε το λαϊκό αυτό θεατρικό είδος λιγότερο… φτιασιδωμένο. Έτσι, η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση στο σανίδι ήταν το 1948 στη Λυρική Σκηνή, στην ιστορική επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου Άνθρωποι… Άνθρωποι, μαζί με τον Ορέστη Μακρή, τον Χρήστο Τσαγανέα, τον Μίμη Φωτόπουλο, τη Σπεράντζα Βρανά, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, και άλλους.
Και αμέσως μετά ήρθε ο Νίκος Τσιφόρος που της έδωσε τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, στους Χαμένους αγγέλους όπου υποδύεται μια πόρνη πολυτελείας.
Και μετά ακολούθησε η Νεκρή Πολιτεία του Φρίξου Ηλιάδη. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών και η Ειρήνη Παπά έγινε αντικείμενο συζήτησης εκτός των ελληνικών συνόρων. Από εκεί ξεκίνησαν οι διεθνείς συνεργασίες.
Τι γινόταν όμως με το εσωτερικό; Ως μια γυναίκα με αισθητική, κουλτούρα και γνώμη δεν φοβόταν να αντιταχτεί στο «ψεύτικο», κατά τη γνώμη της, σύστημα υποκριτικής των μεγάλων τραγωδών. Αλλά και γενικότερα σε αυτό που θεωρούσαν τότε θεατρική ερμηνεία. Και ας είχε αυτό το μαγικό στιλ και την κορμοστασιά. Η θεατρική πιάτσα δεν την συμπάθησε, εκείνη όμως δεν το έβαλε μαράζι.
Η διεθνή καριέρα και η Ελλάδα
Το 1952 άρχισε η διεθνής καριέρα. Αρχικά με ταινίες τύπου εποχής, με χλαμύδες και όλα τα σχετικά. Όχι κάτι το σπουδαίο, αλλά έγχρωμες, κάτι που στη χώρα μας δεν το ξέραμε ούτε από περιγραφές.
Και μετά έπαιξε σε δύο δραματικές ταινίες άλλου ύφους, που σημαίνει ότι η νεαρή ηθοποιός ξεχώριζε και ήθελαν να την δοκιμάσουν σε κάτι άλλο. Και πολύ γρήγορα πέρασε στο Χόλιγουντ, σε δύο ταινίες, μόνο που στη δεύτερη προέκυψε ίντριγκα και γύρισε πίσω στην Ελλάδα.
Και αφού πέρασε την «ηρωική» περίοδο με τη Λίμνη των στεναγμών και την Μπουμπουλίνα (τι κορμοστασιά, τι βλέμμα, τι παλμός ήταν αυτά), ήρθε η τραγωδία και την βρήκε. Με τον Γιώργο Τζαβέλα αρχικά στην Αντιγόνη και μετά με τον Μιχάλη Κακογιάννη στην Ηλέκτρα. Η τελευταία έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Μόνο που λίγο νωρίτερα, μεταξύ των δυο τραγωδιών, την είχε βάλει στο στόχαστρο το Χόλιγουντ. Εδώ στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Ρόδο – τα Κανόνια του Ναβαρόνε την έστειλαν ξανά στο εξωτερικό. Σε συνδυασμό φυσικά με την Ηλέκτρα, αλλά και τον Αλέξη Ζορμπά που ακολούθησε.
Persona non grata γενικώς
Ένα από τα πρόσωπα που ήταν ανεπιθύμητα στη χώρα μας την περίοδο της χούντας ήταν η Ειρήνη Παπά.
Και φυσικά οι ταινίες της δεν προβάλλονταν στη χώρα. Και όχι μόνο το βραβευμένο με Όσκαρ Ζ του Κώστα Γαβρά –που ήταν και κόκκινο πανί γενικότερα για το καθεστώς–, αλλά και πιο ανώδυνα φιλμ. Όπως το Brotherhood του Μάρτιν Ριτ που ναι μεν παίχτηκε σε ελληνικές αίθουσες, αλλά με κομμένες τις σκηνές της. Και όπως είχε γράψει και ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης: «Έπαιζε τη σύζυγο του Κερκ Ντάγκλας, όμως σύζυγο ακούγαμε και σύζυγο δεν βλέπαμε».
Και όταν επέστρεψε, πάλι με το ένα πόδι στη χώρα και με το άλλο στο εξωτερικό ήταν. Όταν έπαιξε στην Ιφιγένεια του Μιχάλη Κακογιάννη οι κριτικοί της εποχής έκαναν την ταινία με τα κρεμμυδάκια – ασχέτως ότι μπήκε σε οσκαρική τροχιά. Το ίδιο έγινε και όταν ανέβασαν το καλοκαίρι του 1983 με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ) την Ηλέκτρα στην Επίδαυρο. Σκηνοθεσία Μιχάλης Κακογιάννης, μουσική Βαγγέλης Παπαθανασίου και κριτικές φαρμάκι.
Λίγα χρόνια πριν Παπά και Παπαθανασίου είχαν συνεργαστεί στο άλμπουμ Ωδές. Παραδοσιακά τραγούδια με ηλεκτρονικούς ήχους. Τεράστια επιτυχία, διεθνούς βεληνεκούς. Ακόμα και εδώ έπεσε φαρμάκι. Δανειζόμαστε πάλι τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, ο οποίος είχε γράψει πως μια κριτικός της εποχής είχε πει πως «ίσως να ανακάλυψαν ότι το ταλέντο της είναι τραγουδιστικό, διότι υποκριτικό δεν είναι».
H Ειρήνη της καρδιάς
Και αυτό το σκηνικό κράτησε και τη δεκαετία του 1990. Μέχρι ενός σημείου, γιατί στην πορεία κάποιοι κατάλαβαν ότι καριέρες σαν της Ειρήνης Παπά δεν γίνονται κάθε μέρα. Ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Σάματις και η Μελίνα τα ίδια δεν βίωσε;
Όταν είχε έρθει στην Ελλάδα ο Μάρλον Μπράντο σε συνέντευξη Τύπου που είχε δώσει την είχε αποκαλέσει τη μεγαλύτερη εν ζωή διεθνή τραγωδό. «Α, είμαι μεγάλη τραγωδός επειδή τώρα το είπε ο Μαρλον Μπράντο; Διαφορετικά δεν θα ήμουν;», απάντησε η Ειρήνη Παπά, αναφερόμενη φυσικά στους ανά δεκαετίες αρνητές της.
Ούτως ή άλλως όταν έχεις ζήσει μια πλούσια ζωή και πλούσια καριέρα μάλλον δεν καίγεσαι ιδιαιτέρως –έως και καθόλου– για τη γνώμη των άλλων. Και η Παπά έζησε τα πάντα. Και φυσικά μεγάλους, θυελλώδεις έρωτες που όμως πλην ελάχιστων εξαιρέσεων έμειναν στη σφαίρα του μύθου. Γιατί η ίδια δεν είχε ανάγκη να τους πουλήσει για να υπάρχει.
«Εγώ θεωρώ το παραμύθι της Σταχτοπούτας το πιο χυδαίο που υπάρχει» είχε πει σε συνέντευξή της, αναφερόμενη στα όσα είχαν γραφτεί στη δεκαετία του 1950 για ένα χορό στις Κάννες με τον Άλι Χαν.
Ούτως ή άλλως η λάμψη, το ταλέντο και η προσωπικότητα αυτής της γυναίκας είναι πολύ πιο πάνω και αιώνια. Και η ελληνικότητα της ψυχής της μοναδική. Όπως τότε, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πριν. που μπήκε κρυφά στην Αγιά-Σοφιά και έψαλε:
Σπύρος Δευτεραίος