Η διαμόρφωση της σπαρτιατικής πολιτείας αποδίδεται στη νομοθεσία του Λυκούργου, και σύμφωνα με τον Πλούταρχο η «Λυκούργεια Ρήτρα» ή «Μεγάλη Ρήτρα» δεν καταγράφηκε ποτέ. Ο λόγος που δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ήταν –σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη– η προσπάθεια της σπαρτιατικής ηγεσίας να κρατήσει μυστικούς τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Η «Ρήτρα» αποσκοπούσε στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δύο βασιλέων και τη συμμετοχή τους στη Γερουσία.
Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν η ισορροπία των τριών πηγών εξουσίας της αρχαίας Σπάρτης, δηλαδή των δύο βασιλέων, της Γερουσίας και της Εκκλησίας – ή αλλιώς Απέλλας.
Το πολίτευμα της Σπάρτης είχε την ιδιαιτερότητα να συνδυάζει τους τρεις γνωστούς τύπους πολιτευμάτων στον ελλαδικό χώρο, την κλασική εποχή. Συγκεκριμένα, είχε στοιχεία από τη μοναρχία και την ολιγαρχία, και σε μικρότερο βαθμό υιοθετούσε στοιχεία από το δημοκρατικό πολίτευμα. Δηλαδή ήταν ένα μικτό πολίτευμα που συνένωνε αριστοκρατικά, μοναρχικά και δημοκρατικά στοιχεία.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το μοντέλο εξουσίας της κραταιάς αρχαίας Σπάρτης σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα, ο οποίος στα Ελληνικά του γράφει πως οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τη λεγόμενη «Μικρή Εκκλησία», την οποία συγκροτούσαν οι δύο βασιλείς, η Γερουσία και οι Έφοροι. Οι τρεις αυτές ομάδες, όχι περισσότεροι από 35 άνδρες δηλαδή, αποτελούσαν την πολιτική ηγεσία της αρχαίας Σπάρτης.
Πολιτική και κοινωνική διαίρεση
Οι κοινωνικές τάξεις στην αρχαία Σπάρτη ήταν τρεις: οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες. Οι Σπαρτιάτες αποτελούσαν την τάξη των ελεύθερων πολιτών. Λέγονταν και Όμοιοι, που σήμαινε ίσοι αλλά και ευπατρίδες. Απείχαν από κάθε οικονομική δραστηριότητα, ζούσαν μια λιτή ζωή βασισμένη στην κοινοκτημοσύνη και ασκούσαν αποκλειστικά το επάγγελμα του στρατιώτη, αφού η Σπάρτη ήταν μια στρατοκρατούμενη πόλη-κράτος. Αυτή η τάξη συγκροτούσε τα δύο μεγάλα θεσμικά όργανα της πόλης, δηλαδή την Απέλλα (μετά το πέρας του 30ού έτους ηλικίας) και τη Γερουσία (μετά το πέρας του 60ού έτους ηλικίας).
Οι περίοικοι ήταν η δεύτερη κατά σειρά τάξη. Ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στις περιοχές γύρω από τις τέσσερις κώμες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί Σπαρτιάτες. Οι περίοικοι, παρόλο που δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή, υπηρετούσαν στο στράτευμα λόγω της λειψανδρίας μετά από διαδοχικούς πολέμους. Ασχολούνταν με παραγωγικές δραστηριότητες και ασκούσαν επαγγέλματα όπως του τεχνίτη, του εμπόρου, του κτηνοτρόφου κ.ά.
Τρίτη και τελευταία τάξη ήταν αυτή των ειλώτων, οι οποίοι πιστεύεται ότι ήταν απόγονοι παλαιών κατοίκων της περιοχής της Σπάρτης και της Μεσσηνίας που είχαν υποδουλωθεί στους Σπαρτιάτες.
Εργάζονταν στα κρατικά κτήματα και ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν τη σοδειά στο κράτος. Οι είλωτες δεν είχαν πολιτικά ούτε και αστικά δικαιώματα, διέφεραν όμως από τους δούλους στα εξής δύο σημεία: είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια, και αποτελούσαν περιουσία της πόλης και όχι μεμονωμένων Σπαρτιατών.
Ο θεσμός των δύο βασιλέων
Αξιοσημείωτη είναι η δυαρχία στο θεσμό της βασιλείας στην αρχαία Σπάρτη. Είχε τις ρίζες της στους διδύμους Διόσκουρους (γιοι του Διός και της Λήδας, καθώς και αδέλφια της Ωραίας Ελένης) και σε ένα χρησμό από το μαντείο των Δελφών κατά τον οποίο η Πυθία αποφάνθηκε πως και οι δύο ήταν κατάλληλοι για να βασιλέψουν. Έτσι, ο θεσμός της βασιλείας στη Σπάρτη δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μοναρχία άλλα ως δυαρχία.
Η βασιλεία ήταν κληρονομική. Οι δύο βασιλείς είχαν ισότιμη εξουσία, ήταν θεσμικά και πολιτειακά ίσοι.
Γνωστές δυναστείες είναι αυτές των Ευρυπωντιδών, των Αιγειαδών και των Ηρακλειδών, οι οποίες βασίλεψαν από κοινού για πέντε αιώνες (από τον 8ο έως και τον 3ο αι. π.Χ.). Σε αντίθεση με άλλες βασιλείες στον ελλαδικό χώρο, δεν ήταν ευνοημένοι οι πρωτότοκοι γιοι, αλλά αυτοί που γεννήθηκαν όταν ο πατέρας τους κατείχε το αξίωμα του βασιλέα, δηλαδή στη Σπάρτη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων παρατηρείται το φαινόμενο της πορφυρογέννησης των πολύ μεταγενέστερων βυζαντινών βασιλέων.
Καίριο είναι το ζήτημα που προκύπτει σχετικά με την περίπτωση της διαφωνίας των δύο βασιλέων και την αδυναμία σύμπνοιας μεταξύ τους. Σε αυτή την περίπτωση, λύση προέκυπτε από τη διαιτησία των πέντε εφόρων. Αξιοσημείωτο είναι ότι εάν οι δύο βασιλείς συμφωνούσαν μεταξύ τους για ένα σημαντικό ζήτημα, οι έφοροι δεν μπορούσαν να ασκήσουν διαφορετική πολιτική.
Οι δυο βασιλείς απολάμβαναν τιμές και προνόμια,1 όπως το να διαθέτουν σωματοφυλακή 300 ανδρών ο καθένας,2 να έχουν τιμητική θέση στις θρησκευτικές γιορτές, να ζουν με έξοδα της πόλης, να εισπράττουν βασιλικό φόρο από τα κτήματά τους στις περιοικίδες πόλεις, να λαμβάνουν διπλή μερίδα στα συσσίτια (δικαιοδοσίες σε περίοδο ειρήνης), όπως επίσης και να κρατούν το μεγαλύτερο μερίδιο από τα λάφυρα σε καιρό πολέμου (δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέμου). Τέλος, όταν πέθαιναν, τους έθαβαν με ιδιαίτερες τιμές και τελετουργίες που παρέπεμπαν σε αντίστοιχες της Ανατολής.
Μετά το θάνατο και το τελετουργικό της ταφής του βασιλέα, ακολουθούσε δεκαήμερη περίοδος πένθους, η οποία έκλεινε με θυσία στη θεά Δήμητρα.
Οι δύο βασιλείς είχαν πολιτική εξουσία (ήταν ισόβια μέλη της Γερουσίας με δικαίωμα ψήφου, δικαστική εξουσία (αποφάσιζαν κυρίως για τα θέματα οικογενειακού δικαίου), αλλά και θρησκευτική, καθώς είχαν ιερατικό καθήκον να προσφέρουν θυσίες στους θεούς πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση της πόλης-κράτους τους.
Τέλος η απόλυτη εξουσία των βασιλέων εκφράζεται στο ρόλο τους ως αρχηγών του στρατεύματος. Έως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., οι δύο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό. Όμως το 506 π.Χ., κατά την εισβολή του σπαρτιατικού στρατού στην Αττική, οι δύο βασιλείς Κλεομένης Α’ και Δημάρατος δίνουν αντικρουόμενες διαταγές με αποτέλεσμα να διαρραγεί το στράτευμα. Από τότε και στο εξής ορίζεται με νόμο ότι σε περίοδο πολέμου μόνο ένας βασιλιάς θα είναι ο αρχηγός του στρατεύματος, ενώ ο άλλος θα παραμένει στην πόλη.
Συνεχίζεται…
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων