Στον οικισμό Χατζήμπεη ζούσαν μόνο 350 οικογένειες Ελλήνων, οι οποίοι κατάγονταν κυρίως από τη Σαμψούντα και την Πάφρα και μιλούσαν τουρκικά. Συντηρούσαν εκκλησία, παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο, ενώ παράλληλα είχαν συναλλαγές με τους γειτονικούς τουρκικούς οικισμούς Χουσούφ και Γιολατσάν. Ένας από τους κατοίκους ήταν και ο Στυλιανός Σαββίδης, ο οποίος, το 1965, αφηγήθηκε στην Χαρά Λιουδάκη ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τις σφαγές στο χωριό του.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
«Γεννήθηκα στο χωριό Χατζήμπεη στα 1890. Κι ο πατέρας μου ήταν από το Χατζήμπεη. Ο προπάππος μου είχε έρθει από την Σαμψούντα. Ήταν γεωργοί. Πήγα ενάμιση χρόνο στο σχολείο. Στα 1914 με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγώ δεν πήγα στρατιώτης. Ήμουνα μικρός. Δούλευα όμως. Τότε ο πατέρας μου εμπορευότανε κι εγώ γύριζα και μάζευα τα λεφτά.
»Στα 1918 με πήρανε στρατιώτη. Ήμουνα μικροδηλωμένος και με άφησαν. Στα 1919 με πήρανε ξανά στρατιώτη. Με πήγαν στο Ερζερούμ, στα ρωσοτουρκικά σύνορα. Εκεί έμεινα τρία χρόνια στρατιώτης στο Καρς, στο Μπάτεν. Πήρα απολυτήριο και κατέβηκα στην Τραπεζούντα ποδαρόδρομο, 25 ημέρες περπατούσα για να φτάσω στην Τραπεζούντα. Εκεί έμεινα ως τα 1924. Δούλευα μεροκαματιάρης.
»Όταν ήρθε το ελληνικό πλοίο “Αρχιπέλαγος” έφυγα. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί βρήκα τους πρόσφυγες πατριώτες μου, όσοι ήσαν τυχεροί να ζήσουν.
»Από αυτούς έμαθα την καταστροφή του χωριού και τον φρικτό τρόπο που θανάτωσαν τους δικούς μας. Τα μωρά τα έριξαν σε πηγάδια και από πάνω πέτρες, τους μεγάλους τους έκλεισαν σε αχυρώνες, σε εκκλησίες και σχολεία και τους έδωσαν φωτιά. Γυναίκες που ξεχώρισαν, τάχα για τις παντρευτούν, τις πήγαν σε έναν γκρεμό, πάνω από ένα ποτάμι, τις ξεγύμνωσαν, και με λόγχες, με τσεκούρια, με σφαίρες τις χτυπούσαν και μετά τις έριχναν στο ποτάμι.
»Δεν το βάσταξα το κακό. Σύρθηκα στην ταβέρνα. Ήπια, ήπια, μέθυσα. Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Βγήκα από την ταβέρνα. Βρήκα Τούρκους. Άρχισα να τους χτυπώ. “Που είναι ο πατέρας μου; Πού είν’ η μάνα μου; Πού είναι η γυναίκα μου; Πού είναι τα παιδιά μου; Ο αδελφός μου πού είναι;”.
»Σαράντα χωροφύλακες με κύκλωσαν και δεν μπορούσαν να με κάμουν καλά. Ένας αξιωματικός μπήκε στη μέση. “Κι εγώ έχασα τους δικούς μας. Αν σκοτώσομε τούτους εδώ κι εκείνοι θα σκοτώσουν τους δικούς μας”. Μ’ αυτά ησύχασα. Σύρθηκα πάλι στην ταβέρνα.
»Μετά από κει μας έστειλαν στο χωριό Λεύκαρα της Κοζάνης. Εγκαταστάθηκα εκεί. Στα 1928, τέσσερα χρόνια μετά, έφυγα και ήρθα στη Νεοκαισάρεια. Εγκαταστάθηκα μόνιμα και από τότε μένω οικογενειακώς εδώ.
»Στην πατρίδα μιλούσαμε τουρκικά. Το χωριό μας ήταν πολύ παλιό, 250 και περισσότερων χρόνων από σήμερα. Ήρθαν από τουρκόφωνα μέρη, Σαμψούντα, Πάφρα. Ο δικός μου προπάππος ήρθε από τα μέρη της Σαμψούντας. Αγόρασαν το μέρος από τους Τούρκους μπέηδες του χωριού Χουσούφ. Καθαρίσαμε το μέρος και το καλλιεργήσαμε.
»Το 1908 άρχισαν να μας παίρνουν στρατιώτες. Στα 1914 πήγαμε σε αγγαρείες. Δεν μας είχαν πια εμπιστοσύνη να μας δώσουν όπλα. Εγώ ήμουν μικροδηλωμένος και πήγα στρατιώτης το 1919. Υπηρετούσα στο Ερζερούμ, στο Καρς, στο Μαντέν.
»Στο Ερζερούμ ήρθαν στρατιώτες από το γειτονικό μας χωριό Κιζίλdιρεν. Μου είπαν την τύχη του χωριού μας. Προσπαθούσα να μην πιστέψω αυτά που έμαθα.
»Είχε έρθει ο Τοπάλ Οσμάν στα μέρη μας. Είχαν έρθει Τούρκοι στο χωριό μας. “Όσοι έχουν παιδιά στο στρατό να μη φύγουν. Δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Κανείς δεν θα τους πειράξει”. Τους κοίμησαν. Μια βδομάδα μετά, βράδυ, ήρθαν και έζωσαν το χωριό στρατός του Τοπάλ Οσμάν και χωριάτες με τσεκούρια. Μάζεψαν τον κόσμο στη μέση του χωριού. Ξεχώρισαν τα παιδιά. Τα γύμνωσαν και τα έριξαν στα πηγάδια. Από πάνω ρίξανε πέτρες. Βογκούσαν τα πηγάδια. Με τους μεγάλους γέμισαν την εκκλησία, το σχολείο και τους αχυρώνες. Τους έδωσαν φωτιά. Ζωντανούς τους κάψανε.
«Πελώριες λαμπάδες καίγονταν οι κάτοικοι του χωριού μου».
»Ξεχώρισαν τις όμορφες. “Γυναίκες θα σας πάρομε. Πάρετε και τους γονείς σας”. Το πίστεψαν εκείνες. Τις έφεραν στην άκρη στο ποτάμι. Γκρεμός! Δέκα μέτρα ύψος. Εδώ τους ξεγύμνωσαν. Επέσανε επάνω τους με όπλα, λόγχες και τσεκούρια. Τους σκότωναν και τους έριχναν στο ποτάμι. Ένας γέρος και πέντε γυναίκες μισοσκοτωμένες βρέθηκαν στο ποτάμι. Σηκώθηκε ο γέρος να βγει στην αντικρινή όχθη. Τον είδαν. Τον πυροβόλησαν. Τον σκότωσαν. Το είδε αυτό η Όλγα, μία από τις πέντε γυναίκες. Τα έντερά της έπλεγαν απάνω στα νερά. Είδε πώς σκότωσαν το γέρο. Έκανε την πεθαμένη. Κατρακυλώντας μέσα στο νερό, έφτασε στην άκρη στο ποτάμι. Σκάλωσε σε ένα κλαδάκι. Μάζεψε σιγά-σιγά τα έντερά της. Έμεινε ώσπου σκοτείνιασε. Μετά σηκώθηκε και πήρε το βουνό. Το ίδιο έκαμαν και οι άλλες τέσσερις. Μόλις σκοτείνιασε, πήραν το δρόμο για το βουνοχώρι Τασλού. Η Όλγα, που ήταν πιο βαριά χτυπημένη από τις άλλες, έμεινε πίσω. Έχασε το δρόμο.
»Οι τέσσερις που έφτασαν στην Τασλού ειδοποίησαν τους Έλληνες. Οπλίστηκαν εκείνοι με ό,τι μπορούσαν, ειδοποίησαν και τα άλλα χωριά και περίμεναν, μήπως φανούν οι Τούρκοι. Η Όλγα πήγε από τον κεντρικό δρόμο στην Έρπαγα. Πήγε σε έναν Τούρκο φίλο του πατέρα της. Χτύπησε. “Ποια είσαι τέτοιαν ώρα;”. Ήταν νύχτα. “Είμαι η Όλγα, από το χωριό Χατζήμπεη. Πριν ανοίξεις, σε παρακαλώ, πες στην κυρία να μου φέρει μια ρόμπα· είμαι γυμνή“. Ταράχτηκε το αφεντικό. Φώναξε τις γυναίκες. Βγήκαν οι γυναίκες, την πήραν, την περιποιήθηκαν κι όταν έγινε καλά, τη φευγάτισαν στο βουνό.
»Οι δικοί μας στην Τασλού έδωσαν σκληρές μάχες. Οι Τούρκοι έπαθαν πολλές ζημιές. Σε αυτές τις μάχες είχε σκοτωθεί κι ένας στρατηγός, ο Γκεμάλ Τζιβίλ πασάς, με τρία τάγματα τουρκικού στρατού. Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν 300 άτομα συνολικά. Πρωτοφανής ήταν η καταστροφή που έπαθαν οι Τούρκοι. Αναγκάστηκαν τότε να κάμουν ανακωχή με τους Έλληνες αντάρτες καπετάνιους Καπετάν Γεργή αγά, Καράκοτα, Πιτσβασίλ, Γιρλορμανλή, Κοτζά Αναστάς. Είχαμε κάνει ανακωχή για να μαζέψομε τα πτώματα και από τις δύο πλευρές.
»Μετά από αυτή τη μάχη, ο τουρκικός στρατός τρομοκρατημένος αρνήθηκε να πάει στην Τασλού και να πολεμήσει με τους εκεί Έλληνες αντάρτες. Έτσι, αναγκαστήκανε οι στρατηγοί και πολιτικοί της Έρπαγα να κάμουνε σύμβαση με τους Έλληνες αντάρτες.
»Μόλις σκοτώθηκε ο Γκεμάλ Τζιβίλ, ο Κεμάλ λογάριασε πως οι απώλειες του τουρκικού στρατού ήταν πολύ σοβαρότερες από τις απώλειες που είχαν, όταν ήταν στρατηγός ο χριστιανόφιλος στρατηγός Λιβάς. Ο Λιβάς είχε απώλειες 15% και ο Τζιβίλ είχε 85% απώλειες. Τα 85% του στρατού του. Τότες ο Κεμάλ κάλεσε τον Λιβά και του είπε: “Εσύ μπορείς μόνον με την πολιτική σου να καταβάλεις τους Έλληνες”. Του έδωσε 10.000 στρατό. “Πήγαινε και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις”.
»Τότε ο Λιβάς ειδοποίησε τις επαρχίες Νίκσαρ, Τοκάτης και Έρπαγα. Συνεννοήθηκε με τους καϊμακάμηδες και τον μουτεσαρίφη της Τοκάτης και μετά ειδοποίησε τον καπετάν Γιώργη της Τασλού. “Ερχόμαστε για συμβιβασμό και να μη χτυπήσετε”.
»Αμέσως ο καπετάν Γιώργης ειδοποίησε και τους άλλους: Καράκοτα, Πιτσβασίλ, Γκιρχαρμανλί, Κοτζά Αναστάς, αρχηγό του Τόπσαμ, τον Ντελίποτος, Μιχάλ αγά, Μελικαγά και άλλους και κάνανε συγκέντρωση. Έβγαλε λόγο ο στρατηγός Λιβάς και άλλοι Τούρκοι και μετά μίλησε ο Ντελίποτος και το αηδόνι του Πόντου ο Μιχάλ αγάς από μας. Έκλεισαν τη σύμβαση μη επιθέσεως. Δώσαμε τα χέρια. Από την επομένη οι οικογένειες των δικών μας άρχισαν να κατεβαίνουν στην Τοκάτη, Έρπαγα και Σαμψούντα, στα χωριά και τις πόλεις που είχαν αφήσει.
»Είχε γίνει η Ανταλλαγή. Κατέβηκαν όλοι στη Σαμψούντα και από κει ήρθαν στην Ελλάδα. Σεπτέμβριο του ’22 είχαν μάθει για την Ανταλλαγή.
»Σήμερα στο χωριό Χατζήμπεη μένουν πρόσφυγες από τα Καϊλάρια. Την εκκλησία μας και το σχολείο μας τα είχαν κάψει. Είχαν κάψει και πολλά σπίτια».