Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’, το Μέρος Γ’, το Μέρος Δ’ και το Μέρος Ε’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
κε’. Τα τρία παιδιά, λοιπόν, εκεί –καταμεσής στην κάμινο– στήσανε χορωδία·
το φούρνο τον μετέτρεψαν σ’ ουράνια εκκλησία.
Στον που ’φτιαξε τους Άγγελους, μ’ Άγγελο αντάμα ψέλνουν.
Κι ήτανε λες και έβλεπες Ασώματους στον Ουρανό σε Θεία Ακολουθία.
Τέτοια λατρεία στον Θεό που ’καναν οι καρδιές τους, απ’ Άγιο Πνεύμα γέμισαν ώσπου να ξεχειλίσουν· και της ψυχής ανοίξανε τα μάτια –τι να δούνε;– ακόμα ένα παράδοξο μπροστά τους ξεπροβάλλει:
αυτός ο ίδιος που ’βλεπαν ως Άγγελο μαζί τους,
άλλαζε όψη και μορφή απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
Πότε είχε θεία εμφάνιση, πότε ανθρώπου όψη!
Κι άλλοτε τους παράγγελνε να ψέλνουν ως χοράρχης, ως άρχοντας, ως Κύριος, ως να ’τανε Δεσπότης, κι άλλοτε ένας απ’ αυτούς γινόταν για να ψέλνει:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
κϛ’. Και τότε όλο κατάπληξη και με καρδιές που ανοίξανε στα Ουράνια και στα Θεία,
Σεδράχ, Μισάχ κι Αβδεναγώ –τα τρία παιδιά– μιλούσαν, λέγαν κι αναρωτιόντουσαν το ένα με το άλλο:
«Τι είν’ αυτός μωρέ παιδιά;» λέγανε μ’ απορία· «Να δεις που δεν είν’ Άγγελος,
»ο Θεός είν’ των Αγγέλων! Σαν Άγγελος μaς φαίνεται, μα Άλλος είναι τούτος.
»Είναι Αυτός που πρόκειται στον κόσμο να κατέβει· και των ειδώλων τη φωτιά
»την κολασμένη, τότε θα σβήσει καθώς έσβησε και τούτο το καμίνι.
»Τώρα μας φανερώθηκε και μας προεικονίζει
»στο μέλλον τι έχει να συμβεί.
»Την πυρωμένη κάμινο τώρα ήρθε να δροσίσει· έτσι ακριβώς ξανά θα ’ρθει
»στο μέλλον να επισκεφτεί σαν τη βροχή την κόρη, την κόρη την ανύμφευτη, και έτσι θα ποτίσει όλες εκείνες τις ψυχές που διψασμένες ψέλνουν:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
κζ’. »Ύμνος λοιπόν στον Εύσπλαχνο, κι εγκώμιο δοξαστικό αυτό είναι που Του πρέπει του Θεού μας του φιλάνθρωπου,
»γιατί μας αξιώνει μια πρόγευση της Χάρης Του να πάρουμ’ από τώρα – τη Χάρη αυτήν κανονικά στο μέλλον θα την δώσει.
»Εμπρός λοιπόν! ολάκερη η κτίση ας ενώσει μαζί μας τώρα τη φωνή και να βροντοφωνάξει· παράκληση να κάνουμε και μια θερμή ικεσία,
»σ’ Αυτόν που κτίση κυβερνά και φύση διαφεντεύει:
»“Κοντά μας είσαι πάντοτε και πάλι –ταυτοχρόνως– ψηλά στα Ουράνια βρίσκεσαι μα και σε κάθε τόπο·
»”αν κι Είσαι Απερίγραπτος, Περιώνυμος υπάρχεις, κι αν Είσαι και Αχώρητος, χωράς σε σώμα ανθρώπου·
»”καβάλα πά’ στις πτέρυγες τ’ ανέμου είσαι παντού,
»”μα τα ίχνη Σου για τους βροτούς αόρατα είναι πάντα.
»”Εσύ που ουρανό και γη και θάλασσα ορίζεις
»”και που τον κόσμο κυβερνάς κατά το θέλημά Σου, εισάκουσέ μας Κύριε που σε παρακαλούμε:
»”Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
κη’. Κι ενώ αυτοί έτσι ψάλλανε και τον Θεό ικετεύαν,
κοντοζυγώνει ο βασιλιάς· στήνει αυτί στην κάμινο, ψαλσίματα ακούει.
Πήγε ατός του αυθημερόν, καθώς το γράφει κι η Γραφή,
από κοντά να ελέγξει, να δει τις στάχτες των παιδιών που ρίχτηκαν στην κάμινο με εντολή δική του.
Άλλο όμως περίμενε και άλλο διαπιστώνει· μάταια η προσδοκία του.
Οι ελπίδες του διαλύθηκαν σαν τον καπνό που βγαίνει κι είναι πυκνός τη μια στιγμή, διαλύεται την άλλη.
Και όπως σκύβει ο άθλιος να δει μες στο καμίνι, σκύβει, κοιτάζει, τι να δει;
Πράγμα φρικτό και θαυμαστό τα μάτια του θωρούνε:
Αντί να έχουν τα παιδιά δεσμά να τα δεσμεύουν, δεμένη είναι η φωτιά· αυτούς που χειροπόδαρα τους έριξε εκεί μέσα, λυμένοι είν’ και χορεύουνε, εδώ κι εκεί χοροπηδάν κι από χαρά σκιρτούνε, και ψέλνουνε με μια φωνή:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
κθ’. Άλλαξε δέκα χρώματα, έχασε τα μυαλά του,
κι όπως τελείως τα ’χασε, δεν ξέρει τι να κάνει, γυρίζει στους σατράπες του κι αυτά είναι που τους λέει:
«Μες στη φωτιά τρεις ρίξαμε, μα εγώ τέσσερις βλέπω!
»Σαν τον κοιτώ τον τέταρτο, με πιάνει μία ταραχή και πάει η καρδιά μ’ να σπάσει.
»Μα είναι απερίγραπτος! Δεν έχω ιδέα τι να πω, δεν ξέρω με τι μοιάζει, δεν βρίσκω κάτι ανάλογο μ’ αυτό να τον συγκρίνω, ώστε να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλάω.
»Να πω πως είν’ κοινός θνητός; Ψέμα δεν θέλω να σας πω, για άνθρωπος δεν μοιάζει. Για Γιος Θεού μού φαίνεται, δεν είν’ του κόσμου τούτου.
»Έτσι εξηγείται το λοιπόν… Γι’ αυτό νικήθηκε η φωτιά. Πώς να νικήσει η δόλια;
»Στέκετ’ η φλόγα βρε παιδιά μπροστά σε πύρινο άστρο;
»Καλά έκανε η κάμινος και έσβησε μπροστά του. Ν’ αντέξει δεν γινότανε,
»καθώς σαν ο ήλιος πρόβαλε και άστραψε μπροστά της, και ένωσε φωνή κι Αυτός ψάλλοντας με τους νέους:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
λ’. »Καθόλου δεν το επιθυμώ, μα πρέπει να το κάνω· σέβας να δείξω είν’ σωστό στον Κύριο των Εβραίων.
»Και βέβαια οι πάντες που ζούνε εδώ στη χώρα αυτή, στη γη που εγώ ορίζω, διατάζω τώρα άμεσα, όπως εγώ να πράξουν.
»“Εμπρός λοιπόν, καλά παιδιά, βγείτ’ από το καμίνι!
»”Βλέπετε πείσθηκα κι εγώ πως ο δικός σας ο Θεός, Θεός στ’ αλήθεια είναι”».
Αυτά είναι που συνέβησαν –καθώς τα γράφει κι η Γραφή– εκεί στη Βαβυλώνα,
στο μέρος που βρεθήκανε αιχμάλωτοι οι Εβραίοι, γιατί το επέτρεψ’ ο Θεός, αφού τον παροργίσαν.
Γι’ αυτό σας λέω αδέρφια μου: κοιτάξτε μη λυπήσουμε
των πάντων τον Δεσπότη, και μας αφήσει και εμάς να πέσουμε αιχμάλωτοι στα χέρια των εχθρών μας.
Και πώς θα Τον λυπήσουμε; Αν Τον εγκαταλείψουμε
και φύγουμε από τις αυλές του ωραίου αρχοντικού Του και δεν ψάλλουμε πάντοτε:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».