Ήταν καλοκαίρι του 1921 όταν η χήρα Δέσποινα Αμπατζή εγκατέλειψε μαζί με τα δυο παιδιά της τον οικισμό Ιλεέν (από την τουρκική λέξη leğen που σημαίνει λεκάνη), κοντά στο Φελ, και ανέβηκε στα βουνά με τους αντάρτες για να γλιτώσουν από τον Τοπάλ Οσμάν. Στις 21 Μαΐου του 1965, έχοντας πλέον εγκατασταθεί στην Κατερίνη, μίλησε στην Ελένη Γαζή.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
«Σεφερμπερλίκ λέγανε τότες. Η διαταγή ήτανε να πάνε όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ χρονώ μέχρι σαρανταπέντε χρονώ. Τότες πήγε κι άντρας ο δικός μου και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Τα δύο πρώτα χρόνια τη γλίτωσε. Κάτι πλήρωσε, κάτι γνωστούς Τούρκους είχε, τα κατάφερε. Ύστερα ήρθε όμως ο ζαπτιές και τον πήρε. Στα αμελέ ταμπουρού τον βάλανε. Από άλλους πατριώτες έμαθα πως πέθανε σε ένα μέρος μακρινό, το Ερζερούμι.
»Εγώ χήρα ήμουνα με δύο παιδιά, ένα αγόρι, ένα κορίτσι. Στο χωριό απόμεινα. Με υποστηρίξανε όλοι. Τα παιδιά μου τα ζούσα. Πρώτη τρομάρα πήραμε άμα γίνηκε ο διωγμός των Αρμένηδων. Γυναίκα, άντρα, παιδί, γέρο, όλους τους μαζέψανε και τους σκοτώσανε μέσα στα ορμάνια. Εμείς γύρω μας αρμένικο χωριό δεν είχαμε, στο Νίκσαρ μέσα όμως είχε πολλούς Αρμένηδες και από αυτούς γνωρίζαμε. Όλοι χαθήκανε. “Οι Τούρκοι” μας λέγανε, “βάλανε χέρι στους χριστιανούς∙ κι εσείς κινδυνεύετε”.
»Από τα χωριά τα χριστιανικά, καμπόσοι, για να αποφύγουνε τη στράτευση, βγήκανε κατσάκηδες* στα βουνά. Οι Τούρκοι τούς κυνηγούσανε. Σιγά σιγά οι άλλοι βγήκανε. Διαταγές από άλλα μέρη ήρθανε, από Τραπεζούντα, από Κερασούντα, από αυτά τα μέρη. Λέγανε, ο Πόντος θα ελευθερωθεί, θα γίνει ελληνικός. Στέλνανε και όπλα. Συνεννοήσεις είχανε. Πώς γίνονταν δεν ξέρω. Εμείς τα ακούγαμε. Αυτοί ήταν οι αντάρτοι που λέγανε. Στο βουνό ζούσανε μέσα σε σπηλιές. Κρυφά κατεβαίναμε και παίρνανε τρόφιμα. Οι γυναίκες ανεβαίνανε και τους πήγαιναν στα μέρη που ξέρανε, να συναντήσουνε τους δικούς τους.
»Από το Ιλεέν τρία τέσσερα παλληκάρια βγήκανε στο βουνό. Ο Πανίκας βγήκε, ο Λάζαρος βγήκε, ο Κυριάκος βγήκε, άλλον δεν θυμούμαι. Από αυτούς οι δύο σκοτωθήκανε εκεί στις μάχες με τους Τούρκους, ο άλλος ήρθε στην Ελλλάδα και πέθανε στις Γούλες. Ο τουρκικός στρατός τούς κυνηγούσε και δίνανε μάχες. Αυτοί κατέβαιναν στα τουρκικά χωριά και κλέβανε ζώα, τρόφιμα. Αυτά είναι μεγάλη ιστορία και περιπέτεια, οι άντρες τα ξέρουνε που τα ζήσανε. Εμείς καθόμαστε στο χωριό με την αγωνία.
»Στα 1921, καλοκαίρι, ακούσαμε πως έρχεται στα μέρη μας ο Τοπάλ Οσμάν, το σκυλί της Κερασούντας. Αυτός έσφαζε κι έκαιγε τα χριστιανικά χωριά. Άμα το ακούσαμε, είπαμε χαμένοι ήμαστε. Μια απόφαση πήραμε όλα τα χωριά τα χριστιανικά, να βγούμε στο βουνό να γλιτώσουμε την ψυχή μας. Και οι Τούρκοι οι φίλοι μας αυτό μας είπανε: «Μακριά να πάτε, να γλιτώσετε, το κακό σας να μην το δούμε».
»Ύστερα από μία εβδομάδα ο Τοπάλ έφυγε από το Νίκσαρ. Από τα χωριά μας δεν πέρασε. Τράβηξε για το Έρμπαα κι εκεί έκανε το μεγάλο κακό, όλους τους άνδρες έσφαξε μέσα σε μια νύχτα.
»Εμείς δεν γυρίσαμε πίσω, ούτε το Κιλαβούζ, ούτε το Φελ. Οι ίδιοι οι Τούρκοι μας είπανε: “Να κρυφτείτε στο βουνό, άμα κατεβείτε θα σας στείλουνε εξορία και θα πεθάνετε”.
»Από άλλα χωριά που κατέβηκαν μερικοί, τους πήγανε όλους στο Νίκσαρ κι από κει στους στείλανε στο Σιβάς, στο Καραχισάρ, σε διάφορα μέρη, μακριά από τη θάλασσα. Εμείς μείναμε στο βουνό, ακολουθήσαμε τους άντρες. Ζωή δεν ήταν. Θάνατος και ζωή μαζί. Χιόνια, κρύο, πείνα. Στέγη δεν είχε, σε σπηλιές μπαίναμε, τσαρδάκια κάναμε. Πολύ μεγάλο κακό ήτανε. Χάσαμε τα πάντα. Τουφεκίδια γίνονταν, άνθρωποι σκοτώνονταν. Το αίμα έτρεχε σαν νερό, αξία δεν είχε. Σαν τρελή ήμουνα κι εγώ. Μια μάχη έγινε και πιάσανε οι Τούρκοι το παιδί μου. Τι το κάνανε δεν ήξερα. Το κορίτσι είχα, εφτά χρονώ ήτανε, οκτώ. Το φως των ματιών μου ήταν, και το ‘χασα κι αυτό.
»Τελευταίες μάχες δίνανε οι αντάρτες με μια ομάδα τουρκικού στρατού. Δώσανε διαταγή να φύγουμε αμέσως όλα τα γυναικόπαιδα. Επάνω στη ζάλη πώς έγινε και το παιδί χάθηκε από τα χέρια μου. Άμα το κατάλαβα, πουθενά δεν το έβρισκα. Άνθρωποι άλλοι μου είπανε ότι ζει το κορίτσι μου και το ‘χουνε κρατημένο οι Τούρκοι. Στο ραδιόφωνο φωνάξανε το όνομά της, γράμματα έβαλα και γράψανε, είδηση δεν έμαθα.
»Από τότες ξυπνώ και κοιμούμαι κι όλο τη φωνάζω. Να μπορούσα να την βλέπω που ζει και να πεθάνω με τη γιατριά στην καρδιά μου.
»Από το βουνό φύγαμε 1923. Ενάμιση χρόνο καθίσαμε. Χριστούγεννα του 1922 μάθαμε πως έχει βαπόρια στα λιμάνια και μπαίνουνε οι χριστιανοί και φεύγουνε για την Ελλάδα. Στα βουνά βαδίσαμε μια εβδομάδα και πήγαμε στη Σαμψούν. Μια εβδομάδα καθίσαμε εκεί, μας βάλανε σε βαπόρι και φύγαμε. Περάσαμε από το Ισταμπούλ, μισή ώρα σταθήκαμε και φύγαμε. Μας έβγαλε το πλοίο στη Θεσσαλονίκη. Από κει μας πήγανε στα Σέρβια, στους Παζαρλάδες, στις Γούλες. Ύστερα εγώ ήρθα εδώ στην Κατερίνη. Ήρθε ο γιος μου από την αιχμαλωσία και μείναμε εδώ. Όπου να στάθηκα όλο στο βουνό γυρίζω της πατρίδας και την κόρη τη χαμένη φωνάζω».
____
* Κατσάκηδες, τουρκικά, από το kaçak = φυγάς, λαθραίος.
• Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμος ΣΤ’, «Μαρτυρίες από τις επαρχίες του μεσόγειου Πόντου». Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».