Έναν αιώνα πριν, οι πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα και προσπαθούσαν να ανασυγκροτήσουν τους παλιούς κοινοτικούς τους δεσμούς.
Ιδιαίτερα οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας είχαν την αίσθηση ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν όπως ο υπόλοιπος προσφυγικός πληθυσμός.
Οι κοσμοπολίτες Σμυρνιοί, φορείς υψηλής παιδείας και μέχρι πρόσφατα οικονομικά ισχυροί, επιδίωξαν να διατηρήσουν την ξεχωριστή θέση που κατείχαν στη Μικρά Ασία και στη νέα τους πατρίδα, οριοθετώντας έναν χώρο εγκατάστασης «διαφορετικό» από εκείνο των υπόλοιπων προσφύγων.
Στις διαδικασίες ίδρυσης οικισμού για τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, καθώς και στην επιλογή του σχετικού χώρου, πρωτοστάτησε ο Βασίλειος Παπαδόπουλος, αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητρόπολης Σμύρνης, ο οποίος διορίστηκε τοποτηρητής της Ιεράς Μητρόπολης Σμύρνης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Νοέμβριο του 1922.
Ο ρόλος του Ν. Πλαστήρα
Ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία του οικισμού έπαιξε και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ένας από τους πιο θερμούς και ενεργητικούς υποστηρικτές των προσφύγων στην Ελλάδα, με πολυάριθμες διακρίσεις στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας.
Όντας ένας από τους θεμελιωτές της επαναστατικής κυβέρνησης, που σχηματίστηκε μετά τη στρατιωτική επανάσταση του 1922, ο Πλαστήρας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δράσης του στην περίθαλψη και τη στέγαση των χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
Όταν, λοιπόν, ο Βασίλειος Παπαδόπουλος και ο Απόστολος Ψαλτώφ τού παρέδωσαν ιδιοχείρως υπόμνημα «περί απαλλοτριώσεως του παρά την λεωφόρον Συγγρού εκλεγέντος γηπέδου» και του εξέθεσαν προφορικώς την πατριωτική σημασία της ίδρυσης της Νέας Σμύρνης, ο «Μαύρος Καβαλάρης» έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Έτσι, διέταξε άμεσα την έκδοση του Ν.Δ. 8/14-8-1923 «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γηπέδου παρά την Λεωφ. Συγγρού» κατ’ αναστολή του άρθρου 12 του Συντάγματος.
Και εγένετο Νέα Σμύρνη
Η έκταση που απαλλοτριώθηκε προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ειδικότερα για την ανασύσταση της ελληνορθόδοξης κοινότητας της μικρασιατικής Σμύρνης και ο νέος προσφυγικός συνοικισμός ονομάστηκε Νέα Σμύρνη.
Ήταν από τις λίγες περιπτώσεις πανελλαδικά που μια προσφυγική συνοικία σχεδιάστηκε εξαρχής ως αστική περιοχή, προκειμένου να αναδημιουργηθεί στην Ελλάδα η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που χαρακτήριζε τη Σμύρνη.
Έτσι, επιδιώχθηκε να απαλλοτριωθεί μια μεγάλη έκταση, να χαραχτεί σχέδιο με μεγάλα οικόπεδα, να μεσολαβήσει το κράτος για την προμήθεια οικοδομικού υλικού απαλλαγμένου από τη φορολογία και να ανατεθεί η ανοικοδόμηση σε μεγάλη εταιρεία, στην οποία οι δικαιούχοι θα προκατέβαλαν το 20-25% της οικοδομής. Στη συνέχεια, οι οικοδομές θα ήταν υποθηκευμένες μαζί με το οικόπεδο μέχρι την τοκοχρεωλυτική εξόφληση του υπολοίπου. Βέβαια, τα αρχικά σχέδια γρήγορα άλλαξαν και το μέγεθος του κάθε οικοπέδου μειώθηκε δραστικά.
Πριν αρχίσει να οικοδομείται ο συνοικισμός, χαράχτηκε λεπτομερές σχέδιο από τον πολεοδόμο Πέτρο Καλλιγά, με πρόβλεψη για κοινόχρηστους χώρους και χώρους πρασίνου. Οι ως επί το πλείστον ακαλλιέργητοι αγροί κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού θα μετατρέπονταν σε αξιοποιήσιμα οικόπεδα.
Βίαιες αντιδράσεις
Η προοπτική της ανοικοδόμησης ενός σύγχρονου οικισμού προκάλεσε την αντίδραση των ιδιοκτητών των εν λόγω εδαφών, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτρέψουν, πολλές φορές ακόμα και με τη βία, τη χάραξη των οικοπέδων και την υλοποίηση του σχεδίου Καλλιγά. Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από τις αντιδράσεις αυτές, καθώς συχνά ήταν απαραίτητη η επανάληψη των ίδιων εργασιών πολλές φορές, αντιμετωπίστηκαν με την εκμετάλλευση πόρων από την περιουσία της Κοινότητας Σμύρνης, ύστερα από πρόταση του Απόστολου Ορφανίδη.
Τα οικόπεδα διανεμήθηκαν στους δικαιούχους έναντι αντιτίμου. Τα νομικά διατάγματα για την απαλλοτρίωση των οικοπέδων κοντά στη λεωφόρο Συγγρού, από το ύψος του Αγίου Σώστη και προς τα νότια, εκδόθηκαν τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο του 1923 καθώς και τον Απρίλιο του 1924.
Από τη Σμύρνη προερχόταν το 23% όσων έλαβαν κλήρους στον συνοικισμό, από το Αδραμύττιο, το Αϊβαλί, τη Φώκαια, τα Μοσχονήσια, τα Βουρλά, τον Τσεσμέ και την Έφεσο το 17%, από τον Πόντο το 12%, από τη νότια Μικρά Ασία το 10%, από την Κωνσταντινούπολη το 9%, από τη Θράκη, επίσης, το 9% και από την κεντρική Μικρά Ασία το 8%.
Οι πρώτοι κάτοικοι
Οι δικαιούχοι στην πρώτη απαλλοτρίωση ήταν 2.400 οικογένειες, στις οποίες το υπουργείο Πρόνοιας χορηγούσε παραχωρητήρια. Ακολούθησε απαλλοτρίωση δεύτερης έκτασης στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι εκτάσεις που προσαρτήθηκαν κατά τη δεύτερη απαλλοτρίωση χωρίστηκαν σε 2.200 οικοδομήσιμα οικόπεδα.
Πρώτος οικιστής του νέου προαστίου ήταν ο ξυλουργός Αλέξανδρος Βαπορίδης, ο οποίος εγκαταστάθηκε (σε οικία στο οικόπεδο 6 του οικοδομικού τετραγώνου 80) το 1926. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο δρόμος μπροστά στο σπίτι αυτό ονομάστηκε οδός Βαπορίδου προς τιμήν του πρώτου κατοίκου της Νέας Σμύρνης. Συστηματική ανοικοδόμηση δεν άρχισε πριν από το 1929. Μέχρι τότε είχαν χτιστεί μόλις 100 σπίτια, τα περισσότερα μονώροφα και μικρά, με δαπάνες των ίδιων των κατοίκων.
Το 1926 στη Νέα Σμύρνη κατοικούσαν μία-δύο οικογένειες, το 1927 δεκαεπτά και το 1928 γύρω στις τριάντα έξι.
Η ανέγερση του συνοικισμού ξεκίνησε συστηματικά τη δεκαετία του 1930. Αρχικά υπογράφτηκε σύμβαση με τη γαλλική εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann για την ανέγερση των προσφυγικών κατοικιών της Νέας Σμύρνης, ωστόσο η σύμβαση καταγγέλθηκε από το υπουργείο Πρόνοιας λόγω καθυστερήσεων και έτσι προκρίθηκε η ανέγερση οικιών από τους ίδιους τους πρόσφυγες.
Το 1934 η Νέα Σμύρνη, έχοντας πάνω από 1.000 κατοίκους αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή κοινότητα και το 1943 ξεχωριστός δήμος με περισσότερους από 15.000 κατοίκους.
Πηγή: Δήμος Νέας Σμύρνης, Γενικά Αρχεία του Κράτους