Με τον πλέον γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο δημοσιογράφος της Πατρίδος Αθηνών Αντώνης Σκουλούδης, στο βιβλίο του Έρημες χώρες, νεκρές πολιτείες (Αθήνα 1919), την αδιαφορία των τουρκικών Αρχών κατά το ξέσπασμα πυρκαγιάς, στις 30 Αυγούστου 1917, στην ελληνική συνοικία της Σινώπης που καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της.
Όπως σημειώνει, χρειάστηκαν μόλις δύο ώρες για να γίνουν στάχτη περίπου 400 σπίτια και καταστήματα στην ελληνική συνοικία και υπογραμμίζει ότι πρόκειται για εμπρησμό.
«Τούτο επιβεβαιώνει και η στάσις της αρχής. Δεν εκινήθη ούτε λίθος ούτε ελήφθη καν μέτρον προς καταστολής του πυρός, ενώ το πράγμα ήτο απλούστατον και λόγω της αραιότητος των οικοδομών και της νηνεμίας ήτις επεκράτει την ημέραν εκείνην. Αι οικίαι των δύο απομεινάντων εκεί Ελλήνων σώζονται μεταξύ των ερειπίων, τούτεο δε διότι οι ίδιοι ειργάσθηκαν αυτοπροσώπως και τας έσωσαν. Αυτοί δε διηγούνται την εγκληματικής αδιαφορίας των Τούρκων προ του πυρός», σημειώνει στο βιβλίο του που αποτελεί προϊόν ρεπορτάζ.
Από τη Σινώπη, συνεχίζει, «…Σώζεται μόνον το φρούριον, ο τουρκικός μαχαλάς. Η ελληνική συνοικία έχει ισοπεδωθή. Ερείπια ευρίσκονται εκεί όπου έως χθες ανθούσε ευτυχής η πολίχνη… Εις ένα από τα ολίγα σπίτια που εσώθησαν μας προσέφεραν καφέ. Η υπηρέτρια –μια υψηλή νέα έως 19 ετών–
προχωρεί σιγά ‐ σιγά μέσα εις μίαν μαύρην ποδιάν, ανυπόδυτη, με τα μάτια κάτω, και με ένα ύφος ριγμένο από θλίψιν, που νομίζεις πως κλαίει διαρκώς. Σαν άλλη Τραγωδία προχωρεί αργά η “υπηρέτρια” με το δίσκο εις τα χέρια. Είναι πολύ επίσημη δια να είναι υπηρέτρια, αλλά και πολύ ταπεινή δια να είναι αρχόντισσα. Κι όμως είναι η μοναχοκόρη ενός πλουσίου της Σινώπης. Ο πατέρας της κι η μητέρα της απέθανον εις την εξορίαν.
Εκείνη επέζησε, επανήλθε και εστάθη ξένη εμπρός εις τα ερείπια της πατρικής περιουσίας. Έμεινε στους πέντε δρόμους και η φιλάνθρωπη οικοδέσποινα της δίδει ένα μέρος από το υστέρημά της.
»Η θλιβερά εικών της “υπηρετρίας” αυτής παριστάνει την κατάστασιν όλων των επανελθόντων Σινωπέων. Από την μικράν Σινώπην, όπου δεν υπάρχει τίποτε όπου να δυνηθή να μετριάσει την εντύπωσιν της καταστροφής λαμβάνει κανείς μίαν γενικήν ιδέαν της κολάσεως εις την οποίαν μετεβλήθησαν αυτά τα μέρη. Ήκουσα ζωηράς περιγραφάς των καταστροφών τούτων και ανέγνωσα τας απαισιωτέρας εκθέσεις. Ποτέ, όμως, δεν εφανταζόμην τόσην φρίκην όπως αυτή που προκαλεί η θέα των ζωντανών αυτών θυμάτων.
»Ο καθένας διηγείται την ιστορίαν του ως να μη είναι ιδική του ιστορία. Και ο καθείς είναι ήρως. Πρέπει να μην έχουν καρδίαν πλέον οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι εκυλίσθησαν εις τα βοδάμαξα ωσάν κτήνη και περιήλθον εις τον έσχατον εξευτελισμόν. Παιδιά καχεκτικά, λογικόν έξαλλον και υστερία. Γενεά καταδικασμένη. Και όμως όταν είδαν την ελληνικήν σημαίαν εις το πλοίον μας ήλθαν τα συντρίμματα αυτά εις την παραλίαν. Μας εδέχθησαν με ενθουσιασμόν σαν σταλμένους από τον Θεόν…
»…Εις μίαν μικράν εκκλησίαν –την απομείνασαν– εψάλη δοξολογία μόλις εφθάσαμεν. Πτωχική η εκκλησία, πενιχρόν την θέαν το εκκλησίασμα. Ο μητροπολίτης Αμασείας προσφωνεί απλά, με ολίγα ενθουσιαστικά λόγια. Βλέπω γυναίκες να κλαίνε, γέρους να σκουπίζουν τα βουρκωμένα μάτια τους. Η συγκίνησις φθάνει και εις ημάς… Εις το σχολείον τα παιδιά –τα ορφανά– ψάλλουν τον εθνικόν ύμνον. Όλων τα ωχρά πρόσωπα χαίρουν.
Δεν φαντάζεται κανείς τόσον ζωηρόν συνδυασμόν χαράς και πένθους…».
Ο Αντώνης Σκουλούδης είχε ταξιδέψει στον Πόντο με την αποστολή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και έστελνε συχνά ανταποκρίσεις από την περιοχή.
«Ένα απόγευμα του Απριλίου έφευγε από τον Βόσπορον ένα μικρόν ατμόπλοιον, το «Ιωάννινα», με μερικά φορτία ορύζης, γάλακτος, καφέ, οσπρίων,
ενδυμάτων, φαρμάκων. Ο αρχίατρος κ. Αντύπας επήγαινε με ιατρούς και νοσοκόμους της αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού δια να ιδρύση ιατρεία εις τον Πόντον και ο καθηγητής κ. Θ. Πετμεζάς ήθελε να διανείμη αυτοπροσώπως εις τους κατεστραμμένους Έλληνας της μακρινής εκείνης Ελλάδος, τα ολίγα είδη όπου το «Πατριωτικόν Ίδρυμα» τους έστελνε –μίαν σκέψιν συμπαθείας από το ελεύθερο κράτος. Ένας ευγενής τύπος αληθινού πατριώτου, ο Μ. Πινιάτογλου, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντίων της Κωνσταντινουπόλεως, συνώδευε την αποστολήν. Είχα την τύχην να παρακολουθήσω το ταξίδι εκείνο…», γράφει στο βιβλίο του εξηγώντας πώς άρχισαν όλα.
Συγκινητικό είναι το σχόλιο του που αναφέρεται στην ελληνικότητα του Πόντου: «… φεύγων δια τον Πόντον εφανταζόμην ότι απομακρύνομαι από την Ελλάδα. Εν τούτοις εδώ βλέπω ότι θα ηδυνάμην να είπω “έρχομαι προς την Ελλάδαν”».
⇒ Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρημες χώρες, νεκρές πολιτείες (Αθήνα 1919) του Αντώνη Γ. Σκουλούδη και το βιβλίο Γη του Πόντου του Δημήτρη Ψαθά και εικόνες από το προφίλ της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών στο facebook.