Σαν σήμερα λοιπόν, το 1934 γεννήθηκε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Επίσης τον ίδιο μήνα έφυγε από τη ζωή, στις 8 Αυγούστου 2004, 21 μέρες πριν κλείσει τα 70. Σύμπτωση. Πόσες φορές συμβαίνουν στην ζωή μας τέτοιες συμπτώσεις που πιθανότατα να μην έχουν καμία σημασία. Και ο Δημήτρης από μικρός έμαθε να μην αφήνει τίποτα στην μοίρα. Πάλεψε ή αν προτιμάται επί το λαϊκότερο έπιασε τη ζωή από τα μαλλιά. Και όσο και όπου μπόρεσε όρισε εκείνος το παιχνίδι της ζωής του. Ακόμα και μετά θάνατον. Μιλάμε φυσικά για την περιβόητη διαθήκη του που αποκλήρωσε τον γιο του από κάθε περιουσιακό στοιχείο –κινητό και ακίνητο– καθώς και από τα πνευματικά δικαιώματα της δουλειάς του. Ποιες, όμως, ήταν οι σχέσεις πατέρα-γιου;
«Ποτέ δεν με είχε πει “παιδί μου”», ομολογεί στο βιβλίο του Έχω ένα μυστικό ο Γιάννης αναφερόμενος στον πατέρα του. Προσθέτει πως όταν αρρώστησε με κολικό του νεφρού μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ δεν ενδιαφέρθηκε να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο, μολονότι είχε ειδοποιηθεί. Σημαδιακή για εκείνον είναι και η τελευταία φορά που τηλεφώνησε στον πατέρα του, μερικούς μήνες πριν από το θάνατό του: «Του ζήτησα να πάω κοντά του. Εκείνος, αντί να με δεχτεί, με έβρισε με πολύ άσχημα λόγια και μου έκλεισε το τηλέφωνο».
Από τους καφέδες στο Εθνικό
Ο Δημήτρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά, κάτι που το ανέφερε συνέχεια και με περηφάνεια. Οι γονείς του Γιάννης και η Ελένη είχαν ένα καφενείο στο Χατζηκυριάκειο, όπου ο Δημήτρης από μικρός βοηθούσε τους γονείς του. Μάλιστα, όταν έγινε μεγάλος και τρανός, οι πελάτες του μικρού καφενέ, θυμούνταν με συγκίνηση το μικρό αγόρι, που τους σέρβιρε τον καφέ.
Όμως ήταν και παιδί του πολέμου. Έχει αποκαλύψει πως το 1941 έζησε το βομβαρδισμό του Πειραιά και είναι κάτι που δεν ξέχασε και δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνος και η οικογένειά του. Ένα γεγονός, που στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια, αλλά και αργότερα την ενήλικη ζωή του. Μάλιστα, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, το πρώτο του όνειρο ως παιδί, ήταν να γίνει πιλότος και να βομβαρδίσει τους Γερμανούς, όπως έκαναν κι εκείνοι. Ο πόλεμος δυσκόλευε την κατάσταση και οι γονείς του, τον έστειλαν στο Κρανίδι τον τόπο καταγωγής τους, όπου έζησε για δύο χρόνια, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Η δική μου γενιά είναι η γενιά του πολέμου. Μεγαλώσαμε σε δύσκολες συνθήκες, μέσα σε καταστροφές και βομβαρδισμούς. Παρ’ όλες τις κακουχίες, όμως, όλα τότε ήταν διαφορετικά. Υπήρχε η επικοινωνία της γειτονιάς κι οι αυλές των σπιτιών ήταν πάντα γεμάτες. Οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί και ήταν όμορφα», είχε εξομολογηθεί σε μία από τις συνεντεύξεις του ο Παπαμιχαήλ, περιγράφοντας τα φτωχικά μεν, ευτυχισμένα δε, παιδικά του χρόνια στον Πειραιά.
Στα γυμνασιακά χρόνια άρχισαν να του μπαίνουν οι ιδέες του θεάτρου. Φυσικά δεν είχε πει τίποτα στους δικούς του, αφού μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να τον σταματήσει από το σχολείο. Στα γυμνασιακά χρόνια κερδίζει μια υποτροφία για να σπουδάσει υφαντουργία στην Αγγλία. Αλλά δεν πήγε ποτέ. Προτίμησε τη Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Υπάρχει κάτι που δεν ξέρουμε
Όταν πέρασε στη δραματική σχολή και το ανακοίνωσε στο σπίτι, έγινε σκοτωμός. Τότε ο νεαρός Δημήτρης έφυγε από την οικογενειακή εστία και πήγε να μείνει σε μια θεία του. Τελικά ο πατέρας Γιάννης συμφώνησε και ο Δημήτρης ξεκίνησε να σπουδάζει. Μόνο που από την πρώτη μέρα γνωρίζεται με ένα κορίτσι, συνομήλικο του, την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και όλα τα άλλα ανήκουν στην ιστορία.
Οι συνεχόμενοι καυγάδες μεταξύ τους και στη σχολἠ και μετά. Στο μετά όμως προκύπτει ο κινηματογράφος και ο κόσμος τους θέλει μαζί. Και κάπου εκεί, όταν είχαν ανεβάσει στο θέατρο την Κολόμπ προκύπτει έρωτας. Αλλά και η άβολη φάση που στον θίασο ήταν και η Δέσπω Διαμαντίδου που κόντρα στην αισθητική της εποχής, είχε σχέση με τον Παπαμιχαήλ. Και ας είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας.
Για να καταλάβει κάποιος την ψυχολογία της σχέσης του, μπορεί σημειολογικά να δει τις παραστάσεις που ανέβαζαν μαζί. Συνήθως ξεκινούσαν με έργο που ήθελε ο Παπαμιχαήλ που όμως δεν τραβούσε τον κόσμο, το κατέβαζαν και αναλάμβανε η Αλίκη η οποία χαλούσε τον κόσμο… Τότε γίνονταν οι επιτυχίες. Με το δεύτερο έργο.
Το κοινό τους ήθελε μαζί, αλλά σε δικά της πράγματα. Και εκεί ερχόταν η σύγκρουση. Και ο Δημήτρης ήξερε ότι ήταν παντρεμένος με την εθνική μας σταρ. Και το μενού του έγγαμου βίου είχε ανταγωνισμό, λεκτική και σωματική βία αλλά και απιστία όπως αποδείχθηκε πολλά χρόνια μετά όταν έγινε γνωστή η σχέση του με την παρτενέρ του στον Παπαφλέσα Κάτια Δανδουλάκη.
20 Ιουλίου 1974, την ημέρα της απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο. Καθώς είχε εκδοθεί από την ελληνική κυβέρνηση απόφαση για γενική επιστράτευση, ο Παπαμιχαήλ κατευθύνθηκε στο εξοχικό σπίτι του ζευγαριού στο Θεολόγο για να πάρει το γιο του, ο οποίος βρισκόταν εκεί με την γκουβερνάντα του, ενώ στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα της Αλίκης. Σύμφωνα με την καταγγελία της ηθοποιού, «εις τα καλά καθούμενα» ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ τη γρονθοκόπησε, την κλώτσησε και επιχείρησε να τη στραγγαλίσει παρουσία του «ολολύζοντος» γιου τους, όμως σώθηκε χάρη στην επέμβαση της μαγείρισσας της, Θεώνης.
Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε ο δικηγόρος της Αλίκης Γεώργιος Μαγκάκης, η ηθοποιός βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας ζητώντας βοήθεια, οπότε βγήκαν κάποιοι ένοικοι και την συνόδευσαν σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία που έσπευσε, όμως δεν συνέλαβε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, λόγω της επιστράτευσης. Καθώς εκείνος αρνείτο να φύγει από το διαμέρισμα, συνόδευσαν την Αλίκη στο σπίτι της μητέρας της, ενώ αργότερα –το ίδιο βράδυ– η ηθοποιός επισκέφτηκε τον ιατροδικαστή, ο οποίος επιβεβαίωσε με τη γνωμάτευση του ότι είχε υποστεί ξυλοδαρμό και ελαφρές σωματικές βλάβες. Μιλώντας στους δημοσιογράφους την ημέρα που συζητήθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα (30.07.1974) σημείωσε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση συμβιβασμού μας, διότι κατ’ επανάληψη ο εν διαστάσει σύζυγός μου έχει φερθεί κακώς και βαναύσως».
Επίσημα, οι τίτλοι τέλους στο γάμο του ζευγαριού έπεσαν στις 2 Ιουλίου 1975, οπότε βγήκε η υπ’ αριθμ. 7953/1975 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αποδιδόταν «κοινή υπαιτιότητα» στο ζευγάρι. Μάλιστα υπογραμμιζόταν ότι τόσο η Αλίκη Βουγιουκλάκη όσο και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, μετά την τέλεση του γάμου τους δεν είχαν συναίσθηση των «απορρεουσών εξ αυτού υποχρεώσεων» κι έτσι, ως συνέπεια της συμπεριφοράς που επιδείκνυε ο ένας απέναντι στον άλλο, η συμβίωση τους δεν αναμενόταν να διαρκέσει για πολύ.
Ο «άλλος» Δημήτρης και ο β’ γύρος
Μετά το διαζύγιο ήρθε και ο χωρισμός επί σκηνής. Και τότε σαν να απελευθερώθηκε ο Παπαμιχαήλ, θεατρικά. Κυνήγησε τους κλασικούς ρόλους αλλά και το διαφορετικό ρεπερτόριο. Αυτό που όταν το προσπάθησε με την Αλίκη, το κοινό τους γύρισε την πλάτη. Όχι ότι τώρα ήταν εύκολα τα πράγματα. Εδώ είχε να αντιμετωπίσει τις ταμπέλες που του είχαν βάλει. Όμως τόλμησε. Και το κοινό τον ακολούθησε. Γιατί η εικόνα του «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» είναι μεν κλασική αλλά ανήκε στο παρελθόν. Και ήρθε ο Τσέχοφ, αλλά και η Φιλουμένα και τα δύο με την Έλλη Λαμπέτη. Και η απόδειξη ότι το παιδί από το Εθνικό που πέρασε από Επίδαυρο και κλασικά κείμενα, έγινε λαϊκό είδωλο, αλλά εξακολουθούσε να είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός.
Ήρθε όμως και ένας δεύτερος γάμος. Και μάλιστα το 1975, μόλις είχε στεγνώσει το μελάνι από το διαζύγιο του με την Αλίκη.
Η Νανά Ειλικρινή ήταν μια γυναίκα, η οποία αγάπησε πολύ και τον γιο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και της Αλίκης Βουγιουκλάκη Γιάννη και εκείνος στο βιβλίο Έχω ένα μυστικό τη χαρακτηρίζει πολυαγαπημένη, αλλά και «πυροσβέστη» αφού ήταν εκείνη που δρούσε σαν «ασπίδα» στις σχέσεις με τον πατέρα του. Μάλιστα, η Νανά Ειλικρινή έκανε και πολύ καλή παρέα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη που της μιλούσε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο γάμο της. Όταν η Νανά παρουσιάστηκε σε μια τηλεοπτική εκπομπή δήλωσε: «Η Αλίκη κι εγώ κάναμε στρατό με τον Δημήτρη».
Ναι με την Αλίκη όχι απλά ξαναμίλησαν, αλλά έπαιξαν και στο θέατρο. Η επανένωση του εθνικού ζευγαριού έγινε το 1984 στο θέατρο Αλίκη που είχαν στήσει μαζί. Και με έργο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους και ολόφρεσκο. Λίγους μήνες μετά την προβολή του Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα στις αίθουσες, Αλίκη-Δημήτρης το ανέβασαν στο θέατρο, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Και οι ουρές έφταναν μέχρι τη Σταδίου. Και πήγανε και περιοδεία εκτός Ελλάδος. Φυσικά τα έντυπα μίλαγαν για επανένωση και στη ζωή. Αλλά αυτά ήταν απλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Τα μαύρα φεγγάρια
Δυο χρονιές μετά, το 1986 οι δυο τους συνεργάστηκαν ξανά επί σκηνής. Αυτή τη φορά στη Φιλουμένα, έργο και ρόλο που είχε παίξει 8 χρόνια πριν με την Λαμπέτη. Εδώ δεν έγινε η τεράστια επιτυχία της Ρίτας, αλλά ιστορικά παραμένει η τελευταία τους συνεργασία. Ο ίδιος συνέχισε να ψάχνεται με διαφορετικούς ρόλους, όπως ο Αμπιγιέρ που ήταν τεράστια επιτυχία, ενώ την επόμενη χρονιά θα παίξει στην Πριμαντόνα δίπλα στην τότε αντίπαλο της Αλίκης, τη Μιμή Ντενίση. Γενικώς το θέμα Αλίκη, δεν το ξεπέρασε ποτέ. Μάλιστα λίγους μήνες πριν από το φευγιό εκείνης, είχε μιλήσει απαξιωτικά για εκείνη. Αν και δεν γνώριζε.
Και όμως μετά το θάνατό της κατέρρευσε. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Μετά την Αλίκη έχασα τη μητέρα μου και σε έξι-εφτά μήνες τον αδελφό μου. Το 1999 απέκτησα πρόβλημα με το γόνατό μου όπου έκανα και μια επέμβαση. Όταν αντιμετώπισα αυτές τις καταστάσεις, κλονίστηκα πάρα πολύ και ξαφνικά διαπίστωσα ότι λυτρώνομαι πάνω στο σανίδι».
Στο σανίδι λοιπόν κάνει την επιστροφή του το 2001 με το έργο Τρεις φορές ζωή που έμελλε να είναι η τελευταία του εμφάνιση. Δεν ήταν κάποιο φοβερό έργο. Η ερμηνεία εκείνου, το έκανε αξιομνημόνευτο. Και μετά σιωπή. Μια επιστροφή που δεν έγινε ποτέ και στις 8 Αυγούστου 2004, εν μέσω τρέλας Ολυμπιακών αγώνων, η ξαφνική απώλεια του. Και βέβαια όλη η φημολογία που ακολούθησε.
Είτε συμφωνεί κανείς με τη ζωή και τις ενέργειες του, οφείλει να παραδεχτεί ότι ο Παπαμιχαήλ ήταν ηθοποιός μόνο στη σκηνή. Σε όλα τα άλλα ήταν ο εαυτός του. Ήταν ο ηθοποιός που εν γνώση του πήγε αλλού, γιατί όταν η επιτυχία σου χτυπάει την πόρτα, θα πρέπει να είσαι ανόητος να μην την ακολουθήσεις. Και ο Παπαμιχαήλ μόνο αυτό δεν ήταν.
Σπύρος Δευτεραίος