Εδώ και χρόνια διάφοροι επιστήμονες –και στην Ελλάδα– κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κλιματική αλλαγή και προτείνουν μέτρα που θα έπρεπε να πάρει το κράτος. Το κράτος, όμως, αδιαφόρησε στη λήψη μέτρων με αποτέλεσμα να παρακολουθούμε την τραγωδία των ημερών και την πολιτεία ανήμπορη να την αντιμετωπίσει. Οι φωτιές δύσκολα σβήνονται αν δεν τις προλάβεις. Αντιμετωπίζονται, όμως, με πρόληψη. Και στον τομέα αυτό η Ελληνική Πολιτεία δεν τα πάει καλά.
Ο κύριος σκοπός του κράτους είναι να παρέχει ασφάλεια στους πολίτες του αλλά η έννοια αυτή αποτελεί πολυτέλεια για την Ελλάδα.
Ακούμε, επίσης, κάτι για υβριδικούς πολέμους, την υπονόμευση, δηλαδή, μιας κρατικής οντότητας χωρίς προσφυγή στα όπλα και στις κλασικές πολεμικές μεθόδους αλλά και εδώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, είμαστε ουραγοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ύπνος στον οποίο μας έπιασε η Τουρκία με τα drones και η αγχώδης –και αγωνιώδης– προσπάθεια της Ελλάδας να καλύψει ένα μικρό, έστω, μέρος του κενού.
Δεν υπάρχει λογική εξήγηση γι’ αυτήν την αδιαφορία.
Όταν συνειδητοποιείται το κενό, και το πρόβλημα που δημιουργεί, λαμβάνονται κάποιες εξοπλιστικές αποφάσεις που επιβάλλουν αλλαγή της γενικότερης αντίληψης αποτροπής στην οποία οι αρμόδιοι θεσμοί είτε δεν προσαρμόζονται είτε προσπαθούν να προσαρμοσθούν νωχελικά. Ο κίνδυνος, όμως, της νωχελικότητας παραμονεύει.
Ανεξαρτήτως της αιτίας των πυρκαγιών (μερικές εκδοχές που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες ημέρες στο διαδίκτυο ήταν: Τούρκοι ή Ρώσοι πράκτορες, μετανάστες, κεραυνός εν αιθρία, οικονομικές σκοπιμότητες κτλ.) εκείνο που αποδείχθηκε είναι οι επιχειρησιακές αδυναμίες των θεσμών του κράτους. Και εδώ προβάλλει το ερώτημα: όταν η εικόνα που δίνει ο κρατικός μηχανισμός είναι αυτή που βλέπουμε, τι μας εγγυάται ότι στο άλλο, σοβαρότερο επίπεδο του άμεσου κινδύνου από την γειτονική χώρα θα τα πάμε καλύτερα; Μπορεί κάποιος να το εγγυηθεί; Ο πόλεμος δεν είναι υπόθεση, μόνο, του στρατού. Ο στρατός διεξάγει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο πόλεμος είναι υπόθεση του κράτους. Το κράτος έχει πείσει ότι είναι έτοιμο να κάνει έναν πόλεμο αν χρειαστεί; Στα λόγια ναι. Όπως ο πρωθυπουργός στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου όταν δήλωνε: «Είμαστε έτοιμοι με σχέδιο για την αντιπυρική περίοδο». Δεν είχε καν την προνοητικότητα να κρατήσει κάποιες επιφυλάξεις. Στην πράξη;
Έχουμε εισέλθει, ήδη, σε μια νέα περίοδο όπου οι έννοιες του τι είναι πολιτεία, τι είναι πολίτης και ποια η σχέση πολίτη-πολιτείας έχουν αλλάξει. Τα πάντα μετριούνται με το χρήμα.
Υπάρχουν μεγάλες χώρες στις οποίες το δόγμα είναι εάν το κόστος κατάσβεσης μιας πυρκαγιάς υπερβαίνει το όφελος, αφήστε την φωτιά να κάψει. Τα αποκαΐδια θα ανοικοδομηθούν και θα κινηθεί η οικονομία. Δεν γνωρίζω αν η Ελλάδα ανήκει στην χορεία των κρατών αυτών. Πάντως, οι φωτιές έχουν για την Ελλάδα και άλλες επιπτώσεις. Γιατί θεωρείται δεδομένο ότι οι τουρίστες θα καταφθάνουν κάθε χρόνο στη χώρα ανεξαρτήτως της ποιότητας των υπηρεσιών που τους προσφέρονται, ανεξαρτήτως των τιμών και της συμπεριφοράς απέναντί τους, ανεξαρτήτως του εάν θα υπάρχουν πυρκαγιές ή όχι;
Μάλλον δεν έχουμε καταλάβει καλά τι συμβαίνει. Η ζημιά που έχει γίνει στο συλλογικό τουριστικό υποσυνείδητο θα πάρει χρόνια να επουλωθεί.
Το εάν οι φωτιές είναι αποτέλεσμα τυχαίων ή εξ αμελείας περιστατικών ή υβριδικού πολέμου είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την πολιτεία.
Η χώρα δίνει την εντύπωση ανοχύρωτης πολιτείας, μιας ρευστής, υπόστασης με διάτρητα εξωτερικά σύνορα, αν πιστέψει κανείς την ΕΛΑΣ η οποία ανακοίνωσε πως συλλαμβάνει ημερησίως περί τους 900 μετανάστες που εισέρχονται στο εσωτερικό της. Πόσοι άλλοι θα της έχουν διαφύγει; Το γεγονός αποκαλύπτει μια αντικειμενική αδυναμία.
Η συνοριοφυλακή δεν μπορεί να καλύψει τις πιέσεις που δέχεται, ο στρατός έχει χαμηλή πληρότητα, ακόμη και στα σύνορα σε σχέση με τις ανάγκες του, και τα σύνορα έχουν γίνει σουρωτήρι.
Αποτέλεσμα, οι αγανακτισμένοι πολίτες να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους κάτι επικίνδυνο για μια, υποτίθεται, ευνομούμενη πολιτεία.
Και εδώ ερχόμαστε σε ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά στο στρατό.
Ενώ η χώρα βρίσκεται επί ξηρού ακμής στις σχέσεις της με την Τουρκία οι μονάδες είναι υποστελεχωμένες, με ένα σημαντικό τμήμα τους να βρίσκεται στις νότιες περιοχές της χώρας. Όπου βρίσκονται, και τα Κέντρα Εκπαίδευσης.
Σε αντίθεση με τις γλαφυρές και εκτός τόπου και χρόνου δηλώσεις του υπουργού Άμυνας για tablet στους στρατιώτες, αν η πολιτεία επιθυμεί να δημιουργήσει αξιόπιστη δύναμη αποτροπής, πρέπει η θητεία να αυξηθεί στους 12 μήνες και ο στρατιώτης στους μήνες αυτούς να εκπαιδεύεται σοβαρά. Ο ενιαύσιος κύκλος δίνει τη δυνατότητα εκπαίδευσης σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Η στράτευση πρέπει να γίνεται στα 18 χρόνια, για να υπηρετούν όλοι και να μην διαχέονται με τις αναβολές επί των αναβολών οι στρατεύσιμοι. Όσοι επιθυμούν να ακολουθήσουνε σπουδές σε ανώτατες σχολές θα δίνουν εξετάσεις, θα κρατείται η θέση τους εκεί που επιτυγχάνουν και θα συνεχίζουν τις σπουδές τους μετά το πέρας της στρατιωτικής θητείας τους, πλην των γιατρών οι οποίοι θα υπηρετούν αμέσως μετά τη λήξη των σπουδών τους. Για να έχει το στράτευμα γιατρούς που τους χρειάζεται.
Τα Κέντρα Εκπαίδευσης θα πρέπει να κατανεμηθούν ανά περιφέρεια –και όχι ως ρουσφέτια των πολιτικών– για να μην παρουσιάζεται το φαινόμενο στρατιώτες από τον Έβρο να εκπαιδεύονται στην Πελοπόννησο. Τα Κέντρα θα είναι ανεξάρτητα από τις μονάδες.
Θα πρέπει να δοθεί λύση και στο θέμα της ασφάλειας των μονάδων χωρίς να απασχολείται με αυτό ο στρατιώτης. Η σκοπιά δεν αποτελεί εκπαίδευση. Και οι μονάδες που βρίσκονται στην Αττική ή όπου αλλού δεν χρειάζεται, να μετακινηθούν εκεί που η άμυνα της χώρας το επιβάλλει.
Στο θέμα της ασφάλειας των στρατοπέδων υπάρχουν ιδέες και προτάσεις αλλαγής φιλοσοφίας με τη δημιουργία τμημάτων ασφαλείας εγκαταστάσεων και στρατοπέδων αξιοποιώντας τους μεγαλύτερης ηλικίας επαγγελματίες οπλίτες, σε συνδυασμό με μέσα επιτήρησης και περιπόλους. Η τεχνολογία έχει μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα αυτό και ιδιωτικές εγκαταστάσεις αξίας δισεκατομμυρίων ασφαλίζονται/φυλάσσονται με λιγότερο κόστος είτε σε ανθρώπινο δυναμικό και σε χρήματα. Ιδέες και εμπειρίες υπάρχουν.
Για την υπεράριθμη παρουσία του στρατού στην Αττική ορισμένοι προβάλλουν το επιχείρημα των υποδομών που έχουν αναπτυχθεί, αλλά υποδομές κατασκευάζονται και εκεί που χρειάζεται ο στρατός. Στην Ελλάδα, πρώτα αποφασίσθηκε που θα εγκατασταθεί ο στρατός και μετά διαμορφώθηκαν τα διάφορα δόγματά του. Έστω κι αν ο τόπος της εγκατάστασης έρχεται σε αντίθεση με τη στρατιωτική λογική.
Σήμερα, υπάρχει μια αντιδικία μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού και της ηγεσίας του στρατεύματος για τη μεταφορά των ναυτών σε ναύσταθμο στον Αλμυρό Βόλου. Το επιχείρημα της ηγεσίας είναι ότι από εκεί συντελούνται καλύτερα οι επιχειρήσεις ενώ το Πολεμικό Ναυτικό επικαλείται τις σημερινές υποδομές του στην Αττική.
Οι πολίτες θέλουν να γνωρίζουν εάν ο Αλμυρός ενδείκνυται ως καταλληλότερη επιλογή γιατί μέχρι σήμερα δεν είχαν εγκατασταθεί εκεί τα στρατεύματα; Δεν αποτελούσε αυτό επικίνδυνη ολιγωρία της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας;
Και στο θέμα της καθημερινής διατροφής των στρατιωτών θα πρέπει να εξετασθεί το catering. Ο Ελληνοαμερικανός Αντιστράτηγος William Gus Pagonis υπηρέτησε ως διευθυντής της αμερικανικής επιμελητείας κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου του 1991 και σίτιζε ημερησίως, με catering 750.000 στρατού.
Αυτές είναι μερικές από τις ήπιες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο στράτευμα, παράλληλα με την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που επιβάλλουν οι προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων.
Υπάρχει μια ανησυχία στην κοινή γνώμη για την αποδοτικότητα των θεσμών ασφαλείας του κράτους η οποία εκτονώνεται με την αναζήτηση ευθυνών εκεί που, ενδεχομένως, να μην υπάρχουν. Φθάσαμε στο σημείο για όλα να φταίνε οι μετανάστες.
Η εικόνα διάλυσης θα αποτελέσει αφορμή για ριζικές αλλαγές; Δεν διαφαίνεται καμιά αισιόδοξη απάντηση.