Η αφήγηση της Shogher Tonoyan αρχίζει το 1915, ανήμερα της γιορτής του Βαρδαβάρ, όταν έγινε η σφαγή στο χωριό τους από Τούρκους και Τσετσένους. Από την οικογένειά της 60 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί και μόνο αυτή και ο αδελφός της επέζησαν.
Η μαρτυρία που ακολουθεί εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας, καθώς και τη συνέχεια της πορείας τους μέχρι να εγκατασταθούν μετά από πολλές περιπέτειες στο χωριό Katnahbyur στην περιοχή του Ταλίν.
≈
«Την ημέρα του Βαρδαβάρ*, το 1915, οι Τούρκοι στρατιώτες έφεραν Τσετσένους ληστές από το Νταγκεστάν για να μας σφαγιάσουν. Ήρθαν στο χωριό μας και λήστεψαν τα πάντα. Μας πήραν πρόβατα, βόδια και ολόκληρες περιουσίες. Όσοι ήταν εμφανίσιμοι τούς πήραν μαζί τους. Πήραν και τον μικρό γιο της θείας μου που έμενε μαζί μας, μαζί με όλους τους άντρες της πόλης.
»Μάζεψαν τους πιο νέους και όλους τους ηλικιωμένους στους μεγάλους στάβλους του χωριού Αβζούτ, στοίβαξαν γύρω τους σανό, έριξαν κηροζίνη και τους έβαλαν φωτιά.
»Περί τα 60 μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μας κάηκαν σε εκείνους τους στάβλους. Ούτε στον εχθρό μου να αντικρίσει αυτά που είδα…
»Μόνο εγώ και ο αδερφός μου σωθήκαμε από εκεί μέσα. Στην αρχή ξεδιάλεξαν τα πιο όμορφα κορίτσια για να τα κάνουν νύφες τους, καθώς και τα αρσενικά μωρά από την αγκαλιά της μητέρας τους για να τα κάνουν στο μέλλον αστυνομικούς. Πολύ γρήγορα ο στάβλος γέμισε καπνό και φωτιά, με αποτέλεσμα ο κόσμος να αρχίσει να βήχει, να πνίγεται και να καίγεται ταυτόχρονα.
»Ήταν πραγματικά τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Οι μανάδες παράτησαν τα παιδιά τους, οι άνθρωποι έτρεχαν πέρα δώθε έχοντας πιάσει φωτιά και ποδοπατώντας τα βρέφη και όσους είχαν πέσει στο έδαφος, ενώ χτυπούσαν απεγνωσμένα τους τοίχους. Τι έχω δει με τα μάτια μου… Δεν εύχομαι να τα δουν ούτε οι λύκοι του βουνού!
»Λένε ότι, μπροστά σε αυτές τις οδυνηρές σκηνές, ο Τούρκος μουλάς πήγε και κρεμάστηκε. Κατά τη διάρκεια εκείνου του πανικού οι περισσότεροι άνθρωποι πνίγηκαν από τους καπνούς και πέθαναν. Κάποια στιγμή η στέγη του στάβλου κατέρρευσε και έπεσε πάνω στους νεκρούς.
»Μακάρι εγώ και ο μικρός μου αδερφός να είχαμε καεί σε εκείνο το στάβλο και να μην είχα δει πώς κάηκαν ζωντανές όλες εκείνες οι ψυχές.
»Μακάρι να μην είχα δει τις σκληρές και ασεβείς πράξεις αυτών των άθρησκων ανθρώπων. Με τον ίδιο τρόπο κάηκαν στους στάβλους τους οι Αρμένιοι των γειτονικών χωριών Vardenis, Meshakhshen, Aghbenis, Avzut, Khevner και άλλοι.
»Ανάμεσά μας ήταν μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα. Όσοι τη γνώριζαν την αποκαλούσαν Πόλο, πεθερά του Αρτσάχ. Ήταν περίπου 100 ετών. Όταν άρχισε ο στάβλος να γεμίζει καπνό, μάζεψε τα παιδιά και τα έβαλε να ξαπλώσουν με τα πρόσωπά τους, τη μύτη και το στόμα τους στο έδαφος και μετά έβαλε τις μητέρες τους να ξαπλώσουν από πάνω τους. Έβαλε και τον αδερφό μου να ξαπλώσει στο έδαφος. Έβγαλε την ποδιά της, τον σκέπασε με αυτήν και με έσπρωξε να ξαπλώσω πάνω του και να μην τον αφήσω να σηκωθεί, όσο και να έκλαιγε. Ο Θεός να ευλογεί την ψυχή της.
»Τότε η γυναίκα είπε: “Παιδί μου, τι ωφελεί το κλάμα, πρέπει να φροντίσουμε ώστε από κάθε σπίτι να μείνει τουλάχιστον ένα αγόρι ζωντανό και να καταφέρει να βγει από τη φωτιά, για να μην σβήσει η γενιά τους, για να πουν αργότερα στον κόσμο τις πράξεις αυτών των άθεων και αδίστακτων Τούρκων. Άνθρωποι, μην απογοητεύεστε, μην σκύβετε το κεφάλι σας, μείνετε σταθεροί στην πίστη σας. Ο Θεός είναι μεγάλος. Θα ανοίξει μια πόρτα”.
»Κάλυψα τον αδερφό μου με το σώμα μου. Έτσι όπως ήταν πεσμένος με τη μύτη και το στόμα πάνω στο χώμα του στάβλου, το καημένο το αγόρι δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ήθελε να βγει. Έκλαψε και έκλαψε, έκλαψε τόσο πολύ που λιποθύμησε και ηρέμησε. Όταν η οροφή του στάβλου κατέρρευσε,η φλόγα και ο καπνός βρήκαν διέξοδο στο άνοιγμα και εισχώρησε καθαρός αέρας στο χώρο.
»Εγώ και η ξαδέλφη μου, η Areg, πήραμε τον αναίσθητο αδερφό μου από τα χέρια και τα πόδια και, πατώντας πάνω σε πτώματα και καμένους κορμούς, βγήκαμε από ένα άνοιγμα. Εκεί είδαμε τους Τούρκους στρατιώτες να χορεύουν, κουνώντας και χτυπώντας τα σπαθιά τους και να τραγουδούν εύθυμα «Yürü, yavrum, yürü!» (Χόρεψε, παιδί μου, χόρεψε!).
»Μέχρι σήμερα αυτό το τραγούδι αντηχεί στα αυτιά μου. Αυτός ο χορός δεν πρέπει ποτέ να χορεύεται σε ένα αρμενικό σπίτι, είναι ο χορός των αδίστακτων, των άθεων, των άγριων θηρίων.
»Συνεπαρμένοι από το χορό τους, οι Τούρκοι στρατιώτες δεν μας είδαν. Έβαλα τον αδερφό μου στην πλάτη μου και έφυγα τρέχοντας. Κατάφερα να βγω από το χωριό και κρύφτηκα σε κάτι κοντινά καλάμια. Όταν έπεσε το σκοτάδι τον πήρα πάλι στην πλάτη και φύγαμε. Πόσο μακριά έτρεξα ή πού, δεν ξέρω. Ξαφνικά είδα κόσμο να έρχεται προς το μέρος μας. Πήρα τον αδερφό μου και κρύφτηκα πίσω από τους θάμνους.
»Τότε άκουσα αυτούς τους ανθρώπους να μιλούν αρμενικά. Έτρεξα κοντά τους. Ήταν η ομάδα του Αρμένιου στρατηγού Andranik. Μακάρι να πέθαινα μπροστά στα πόδια του! Πήγαμε μαζί τους. Από όπου περνούσαμε όμως οι Τούρκοι μας έκοβαν το δρόμο. Πήγαμε στην Περσία· στο δρόμο για το Χόι οι Τούρκοι ήταν μπροστά μας. Τρέξαμε και πήγαμε στο Nakhidjevan, στο Gharabagh, στο Ghapan, στο Goris, στο Sissian, στο Sevan… Ε, και πού δεν πήγαμε, κι αν δεν υποφέραμε! Τελικά βρεθήκαμε στο Ταλίν. Τι μέρες έχω δει, δεν θέλω να τις δει ούτε ο εχθρός μου!
»Σε ένα χωριό κοντά στο Σίσσιαν ή στο Γκόρις –το όνομά του ήταν Αγούδι-Βαγούδι– οι πρόσφυγες είχαν μαζέψει στάχυα και μαζί με 8-10 μικρά αγόρια είχαν πάει στο νερόμυλο της κοιλάδας να αλέσουν το σιτάρι. Εκείνα τα παιδιά πήγαν, αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ. Τότε οι άνδρες πήγαν να δουν τι συνέβαινε. Τι είδαν; Μακάρι να είχαν τυφλωθεί τα μάτια μου, να μην έβλεπα…
»Οι Αζεροτούρκοι είχαν παραχώσει τα παιδιά μέσα στην καμινάδα του μύλου και τα είχαν κάψει ζωντανά.
»Οι Τούρκοι εδώ δεν διέφεραν από τους Τούρκους εκεί. Ή μάλλον, για να πω την αλήθεια, ήταν ακόμα χειρότεροι, πιο αδυσώπητοι και πιο σκληροί από τους Τούρκους πίσω στην πατρίδα.
»Οι άνδρες του χωριού ήρθαν και είπαν στον στρατηγό Andranik ότι οι Τούρκοι είχαν κάψει τα αγόρια στην καμινάδα. Τότε ο στρατηγός έβγαλε το παπάχ, το γούνινο καπέλο του, γονάτισε στο έδαφος και ορκίστηκε ότι θα εκδικηθεί τη σφαγή των παιδιών. Και το έκανε. Εκδικήθηκε το θάνατο των αγοριών σκοτώνοντας τους Τούρκους εκείνου του χωριού – που να με θυσίαζε ο Θεός στα πόδια του.
»Το 1922 ήρθαμε στην περιοχή Ταλίν, στο αρμενικό χωριό Mehriban (τώρα: Katnaghbyur). Οι Τούρκοι το είχαν καταλάβει και είχαν καταστρέψει τις εκκλησίες μας. Όταν αργότερα άρχισαν να κατασκευάζουν δρόμο στην περιοχή έσκαψαν το έδαφος και βρήκαν πολλά khachkar, πέτρινες εγχάρακτες στήλες με σταυρούς.
»Στο μεταξύ εγώ μεγάλωσα και παντρεύτηκα τον Grigor Tonoyan από τη Σασούν, στο χωριό Άρπη. Ο άντρας μου έγινε ο πρώτος πρόεδρος του συμβουλίου του χωριού, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μορφωμένος. Ήταν όμως πολύ έξυπνος· πέθανε νωρίς, το 1955. Μεγάλωσα μόνη μου τα εννιά παιδιά μας, Aghavni, Vardoush, Gulnaz, Mkrtich, Sargis, Vachagan, Hreghen, Anahit, Shoushik. Έχω 36 εγγόνια και δισέγγονα. Είναι όλα τους καλά παιδιά. Κανένα τους τους δεν έγινε χούλιγκαν».