Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιε’. Αφού τα άκουσ’ όλα αυτά, ο άθλιος ο βασιλιάς, ο ολέθριος δυνάστης,
σαν πυρωμένο σίδερο σπίθες πετάει και φλόγες·
βράζει και κράζει, αγκομαχάει από θυμό, και λέει και σ’ όσους ήτανε εκεί – ταχιά τους παραγγέλνει:
«Εφτά φορές πιο δυνατά ανάψτε το καμίνι!
»Νάφθα και πίσσα μπόλικη, καυσόξυλα σωριάστε·
»κάντε αν μπορείτε τη φωτιά αντάξια του θυμού μου.
»Όπως φουντώνει η φωτιά, έτσι κι εγώ έχω ανάψει και καίγομαι απ’ την οργή,
»καθώς αυτοί με αγνοούν και μ’ έχουνε γραμμένο!
»Μου φαίνεται ο ίδιος μου πρώτος θα λαμπαδιάσω, πριν από τα παλιόπαιδα·
»από τη μανία μου θα καώ! Κοίτα που τα λυπήθηκα, τους έδειξα συμπόνια, κι αυτά με ρεζιλεύουνε και συνεχώς φωνάζουν:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
ιϛ’. Όσοι λοιπόν ήταν εκεί, ακούγοντας τη διαταγή τρέχουν αλαφιασμένοι και βρίσκουν νάφθα και στουπιά και φρύγανα και θειάφι
και ό,τι άλλο εύφλεκτο μαζεύουν και το ρίχνουν τροφή στο φοβερό θεριό που λέγεται καμίνι.
Και τόσο που το έθρεψαν το πύρινο θηρίο, και μόνο στ’ άκουσμά του
δέος και τρόμος σ’ έπιανε, πέθαινες απ’ το φόβο.
Αλλά αυτό που σκόρπιζε σ’ όλον τον κόσμο φόβο, στους τρεις πανάγιους φάνηκε πως είν’ μάλλον για γέλια·
το καύχημα το τρομερό βρίσκαν πως είν’ της πλάκας.
Σαράντα πήχεις και εννιά σε ύψος πήγε η φλόγα,
κι εκεί που όλοι τρέμανε, η τριάδα η ηρωική ατρόμητη στεκόταν.
Την ίδια γνώμη είχανε, την ίδια ρώμη δείχνουν· με θείο πόθο έψελναν μαζί χαμηλοφώνως:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
ιζ’. Όταν λοιπόν η κάμινος π’ έστησαν οι Χαλδαίοι πυρώθηκε καλά-καλά,
και ο θυμός του βασιλιά πιότερο κι από τη φωτιά φάνηκε να φουντώνει,
κάποιοι από τους άρχοντες πλησίασαν τους νέους.
Δήθεν ως συμβουλάτορες… επίβουλοι, όμως, ήταν.
Κι αρχίσαν και τους έλεγαν: «Σεις είσαστε καλά παιδιά, ευχάριστα κι ωραία…
»Ποιος μέσα στο κεφάλι σας έβαλε τέτοια ιδέα;
»Ήμασταν φίλοι μέχρι χθες, τώρα μας πάτε κόντρα;
»Μα για ποιον λόγο από έμπιστοι, γινήκατε προδότες;
»Του βασιλιά υπέρμαχοι στέρεοι ήσασταν πάντα·
»τώρα ποιον λόγο έχετε, για να τον υποσκάπτετε μ’ αυτό που όλο λέτε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”;
ιη’. »Μήπως σας πρόσβαλε κανείς μες στο βασίλειό μας;
»Γι’ αυτό κι εσείς στραφήκατε στα ξαφνικά και πάτε ενάντια σε όλους μας;
»Γιατί, αυτό που κάνετε δεν γίνεται στα αλήθεια κάπως αλλιώς να ειπωθεί: πάτε να μας διαλύσετε, πάτε να καταλύσετε
»το έθνος και το γένος μας κι αυτόν τον βασιλιά μας.
»Μη φτάσετε μέχρις εκεί, παιδιά μου, σας το λέμε· τα βέλη που ’ν’ στο τόξο σας να μην τα εκτοξεύσετε, ακόμα προλαβαίνετε – κάντε το έστω τώρα.
»Τα νιάτα σας, τουλάχιστον, πρέπει να λυπηθείτε, τη χάρη αυτήν να κάνετε πρέπει στον εαυτό σας.
»Δεν σου χαρίζεται η ζωή ξανά αφού πεθάνεις·
»στα μαγαζιά δεν την πουλάν, για να την αγοράσεις.
»Φωτιά, φωτιά χαλδαϊκή ξέρετε τι σημαίνει; Δεν τρεμοπαίζει αυτή η φωτιά και δεν καταλαβαίνει, δεν πρόκειται να σεβαστεί, ούτε που υπολογίζει
»ετούτα που λατρεύετε οι Εβραίοι και μας λέτε, αυτά όλα τα θρησκευτικά και τούτον τον ψαλμό σας:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
ιθ’. Αφού τότ’ έτσι μίλησαν οι προύχοντες στους νέους,
νόμιζαν πως για τα καλά πέτυχαν το σκοπό τους.
Όμως οι νέοι δυνατοί, αφού τέτοιο μαρτύριο συνείδησης περάσαν, είχανε άλλες βουλές·
αντίθετα απ’ τις συμβουλές, πιο σταθεροί, πιο στέριοι, έτσι αποκριθήκανε μεγαλοφώνως τότε:
«Μα τι στ’ αλήθεια», ρώτησαν, «είναι αυτά που λέτε; Θαρρείτε με τα λόγια σας
»ή με τις απειλές σας, εμείς πως θα λυγίσουμε; Έννοια σας κι είναι ακλόνητη εμάς η πρόθεσή μας.
»Μες της ζωής το πέλαγος, είμαστε εμείς καράβι που έδεσε η πίστη δυνατά μ’ άθραυστο καραβόσκοινο κι όμορφα μας πηγαίνει. Κι ό,τι η πίστη έδεσε, τα λόγια δεν το λύνουν,
»μα ούτε και η κάμινος που ’χετε σεις ανάψει.
»Γιατί εκεί πάνω είναι Θεός που δεν Του είναι δύσκολο εμάς να μας λυτρώσει·
»κι αν στου Θεού το θέλημα δεν είναι να σωθούμε, έχει καλώς, πεθαίνουμε με τον ψαλμό στο στόμα:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.