Στις 22 Απριλίου 1919 ο Αρμένιος παππούς μου έβαλε μια αγγελία στην κορυφαία αρμενική εφημερίδα των ΗΠΑ, τη Hairenik.
Το μήνυμά του ήταν απλό και άμεσο:
«Είμαι από τη γειτονιά Aygestan του Βαν», έγραφε ο παππούς μου στην αγγελία. «Ο πατέρας μου ήταν ένας Vartabed (αρχιερέας) ονόματι Yeghishe Kharanyan. Τα αδέρφια μου είναι ο Mrgdtich και ο Garabed Kharanyan. Αν έχετε κάποια πληροφορία γι’ αυτά, παρακαλώ γράψτε μου», κατέληγε το κείμενο.
Το μήνυμα ήταν γραμμένο στα αρμενικά, τη γλώσσα αυτών οι οποίοι ήλπιζε να διαβάσουν την έκκλησή του. Παρακάτω είχε σημειώσει τη διεύθυνσή του στα αγγλικά, μια ταχυδρομική θυρίδα στη Νέα Βρετανία του Κονέκτικατ των ΗΠΑ, την οποία είχε ανοίξει εν αναμονή μιας πλημμυρίδας απαντήσεων.
Στο γραμματοκιβώτιο του παππού μου όμως δεν έφτασε ποτέ κανένα γράμμα. Κανένας δεν απάντησε στην αγγελία του.
Ο παππούς μου ήταν ο Hovhannes Kharanyan (Καρανιάν) και ήταν 24 ετών όταν δημοσίευσε αυτή την αγγελία. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι του στο Βαν και είχε ταξιδέψει στις ΗΠΑ το 1912, λίγο πριν από την έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Τώρα έψαχνε για τυχόν συγγενείς που μπορεί να είχαν επιζήσει από τις κτηνωδίες.
Η μέθοδος του παππού μου να ψάχνει για επιζώντες της Γενοκτονίας δεν ήταν ασυνήθιστη για εκείνη την εποχή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τις σφαγές των Αδάνων το 1909 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, πολλοί από αυτούς που επέζησαν και είχαν καταφύγει σε άλλες χώρες προσπάθησαν να εντοπίσουν τα χαμένα μέλη των οικογενειών τους δημοσιεύοντας αγγελίες και ανακοινώσεις σε εφημερίδες.
Η Hairenik, μια αρμενική εφημερίδα που εξακολουθεί να εκδίδεται ασταμάτητα στις ΗΠΑ από το 1899, είχε κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.
Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στις ΗΠΑ έβαζαν αγγελίες στην εφημερίδα, στις οποίες γνωστοποιούσαν ότι είχαν επιζήσει και με αυτό τον τρόπο προσπαθούσαν να μάθουν αν είχε επιζήσει και κάποιος άλλος από την οικογένειά τους.
Η Hairenik εκδιδόταν καθημερινά από το 1915 έως το 1991, και εβδομαδιαία πριν από το 1915 και μετά το 1991 έως σήμερα, και η δημοσίευση μιας δημόσιας ανακοίνωσης στα φύλλα της ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος εκείνη την εποχή για να προσεγγίσει κάποιος ένα μεγάλο κοινό Αρμενίων.
Η αγγελία του παππού μου ήταν μία από τις χιλιάδες παρόμοιες ανακοινώσεις που δημοσιεύτηκαν στον απόηχο της Γενοκτονίας από Αρμένιους που προσπαθούσαν να εντοπίσουν τις οικογένειές τους.
Αυτός, όπως και οι υπόλοιποι, πρέπει να γνώριζαν βαθιά μέσα τους ότι οι οικογένειές τους είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας. Ωστόσο, δημοσίευαν τις αγγελίες περιμένοντας νέα.
Το 1912, επτά χρόνια πριν από τη δημοσίευση της συγκεκριμένης αγγελίας, ο τότε 17χρονος παππούς μου είχε αφήσει το σπίτι του στο Βαν και είχε ταξιδέψει στο Κονέκτικατ. Είχε σχεδιάσει να μείνει στην Αμερική για μερικά χρόνια, με στόχο να κερδίσει πολλά χρήματα και στη συνέχεια να τα φέρει πίσω στην οικογένειά του, στην πατρίδα.
Το σχέδιό του δεν ήταν ασυνήθιστο μεταξύ των νεαρών ανδρών στη γενέτειρά του, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις και χωριά στα αρμενικά υψίπεδα, μια περιοχή που είναι πιο γνωστή σήμερα ως Δυτική Αρμενία. Ωστόσο, η Γενοκτονία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σχέδιό του για επιστροφή στο Βαν.
Πολλά χρόνια αργότερα, θα αλληλογραφούσε τελικά με τα λίγα επιζώντα μέλη της οικογένειάς του που είχαν διαφύγει στο Γερεβάν. Όμως δεν κατάφερε ποτέ να τους ξαναδεί.
Η αγγελία του Hovhannes Kheranyan, όπως και πολλές ανάλογες δημοσιεύσεις που αναζητούν επιζώντες της γενοκτονίας των Αρμενίων, έχουν διατηρηθεί ηλεκτρονικά από το Armenian Immigration Project (Αρμενικό Ερευνητικό Σχέδιο Μετανάστευσης), το οποίο διαχειρίζεται ο Mark B. Arslan. Πρόκειται για μια βάση δεδομένων με χιλιάδες αγγελίες για αγνοούμενους που δημοσιεύτηκαν στα φύλλα της Hairenik το 1919 και το 1920.
Matthew Karanian