Αν ο νεότερος Έλληνας θελήσει να πληροφορηθεί το άγνωστο δράμα της 20ής Αυγούστου [1922], θα σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένος – θα διαβάσει ότι ο στρατηγός [Νικόλαος] Τρικούπης, μπροστά στην άρνηση των στρατευμάτων του να συνεχίσουν τον αγώνα, αναγκάστηκε συντετριμμένος να υψώσει λευκή σημαία. Ο Στρατός μας δείλιασε… και παραδόθηκε.
Αυτά μας διδάσκει η Ιστορία μας. Και μας πρέπει ντροπή.
Όχι γιατί παραδόθηκαν τα μαρτυρικά εκείνα παλικάρια. Μας πρέπει ντροπή γιατί βρέθηκαν άνθρωποι που –θέλοντας να συγκαλύψουν τις ευθύνες λίγων– δεν δίστασαν να ρίξουν στο βούρκο της συκοφαντίας, στην ατίμωση, και τον υπέροχο ελληνικό Στρατό.
Οι στρατιώτες μας δεν πέταξαν τα όπλα – δεν είχαν όπλα για να τα πετάξουν, δεν είχαν φυσίγγια. Κι αν έχει σήμερα κάποιος το δικαίωμα να βροντοφωνάξει το «Κατηγορώ», είναι αυτός: ο προδομένος Έλληνας στρατιώτης.
[…]
Το πρωί της 20ής Αυγούστου οι προφυλακές της φάλαγγας βρίσκονται μπροστά στο Καρατζά Χισάρ. Είναι ένα άθλιο τουρκικό χωριό, μισοεγκαταλειμμένο. Μερικοί γέροι μόνο έχουν μείνει. Κι αυτοί πληροφορούν τον Τρικούπη ότι το Ουσάκ, η μεγάλη ελπίδα του, έχει καταληφθεί από την προηγουμένη. Η κατάσταση είναι σχεδόν απελπιστική. Ο Τρικούπης δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να στραφεί προς Καπακλάρ, προσπαθώντας να παρακάμψει το Ουσάκ.
Αλλ’ οι άνδρες του είναι τελείως εξαντλημένοι – έχουν ξεπεράσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Και διατάζει να «λουφάξουν» στη δασωμένη πλαγιά μέχρι το βράδυ. Θέλει να μείνει απαρατήρητος την ημέρα και να διαφύγει μέσα στο σκοτάδι. Αλλ’ όταν οι άνδρες, που είχαν διαταχθεί να εγκαταστήσουν φυλάκια στην κορυφογραμμή, επιχειρούν να σκαρφαλώσουν στην πλαγιά, δέχονται θεριστικά πυρά. Περίπολος ιππέων, που διατάζεται ν’ ανιχνεύσει την οδό προς τα εμπρός, αναφέρει ότι η φάλαγγα είναι κυκλωμένη. Το παν έχει απολεσθεί.
Στην επίσημη έκθεσή του ο Τρικούπης αναφέρει ότι διέταξε αμέσως επίθεση, αλλ’ οι στρατιώτες μας αρνήθηκαν. Και όταν κάλεσε το πυροβολικό ν’ ανοίξει πυρ κατά των Τούρκων, αυτοί που αρνήθηκαν να πολεμήσουν απείλησαν να πυροβολήσουν τον διοικητή της Πυροβολαρχίας, ταγματάρχη Ματσούκα. Έτσι γράφτηκε η ιστορία. Αλλ’ η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Οι άνδρες του είχαν τρία μόνο φυσίγγια. Κανείς, όμως, δεν διέταξε γενική επίθεση. Αντίθετα μάλιστα…
Όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι στρατιώτες μας έτρεξαν ενστικτωδώς να καλυφθούν, περιμένοντας διαταγές. Έξαφνα όμως, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Κι οι σαλπιγκτές κάλεσαν τους αξιωματικούς. Τότε, για πρώτη φορά, πέρασε από τους στρατιώτες μας η σκέψη ότι επρόκειτο να τους παραδώσουν στους Τούρκους. Και νεκρική σιγή απλώθηκε στη μικρή κοιλάδα. Οι στρατιώτες δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Μαντεύουν, όμως, ότι εκεί στη μικρή τούμπα, όπου ο Τρικούπης είχε συγκεντρώσει τους αξιωματικούς του, παιζότανε η τελευταία πράξη του δράματος.
Στο πρόσταγμα της σάλπιγγας οι αξιωματικοί έτρεξαν, πιστεύοντας ότι θα διατάζονταν να πολεμήσουν σκληρά – να πέσουν μέχρις ενός. Αλλ’ αυτό που άκουσαν τους άφησε άφωνους. Έγιναν κατάχλομοι, λες κι είχε στραγγίσει το αίμα από τις φλέβες τους· δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους.
Άκουσαν τον Τρικούπη να τους λέγει ότι η συνέχιση της άμυνας θ’ αποτελούσε άσκοπη θυσία – είχε ήδη στείλει αντιπροσωπεία για να διαπραγματευτεί την παράδοση. Έσκυψαν τα κεφάλια κι άρχισαν να χύνουν πικρά δάκρυα.
Έσκυψαν το κεφάλι όλοι – πλην ενός. Ο αντισυνταγματάρχης Α[θανάσιος] Σακέτας, μόλις άκουσε τα λόγια του σωματάρχη του, γίνεται έξω φρενών· αφήνει βαριές λέξεις να ξεφύγουν από τα χείλη του· και πριν προλάβει να τον συγκρατήσει κανείς, ορμά στο άλογό του. Δεν έχει τμήμα δικό του – είναι επιτελικός αξιωματικός. Κι ορμά μόνος του σε μια χωρίς ελπίδα έξοδο, προτιμώντας να σκοτωθεί παρά να παραδοθεί, πιστός στις παραδόσεις της πατρίδας του, της Σπάρτης.
Είχε ένα τραγικό μεγαλείο η επίθεση εκείνη. Οι Τούρκοι, βλέποντάς τον να ορμά κραυγάζοντας, τα χάνουν, δειλιάζουν προς στιγμή. Αλλ’ όταν αντιλαμβάνονται ότι είναι μόνος του, συγκεντρώνουν τα πυρά τους εναντίον του. Κι ο Σακέτας πέφτει, με το κορμί διάτρητο από τις εχθρικές σφαίρες.
Ο περήφανος θάνατός του είναι μια φωτεινή ακτίνα στη μαύρη σελίδα της 20ής Αυγούστου – ένα οδυνηρό ράπισμα γι’ αυτούς που παρέδωσαν το Στρατό μας.