Την… αθανασία μέσω της παράδοσης χάρισε η ποντιακή μούσα στο Τσ(ι)άμπασι(ν), το καλοκαιρινό θέρετρο των αστών κατοίκων των Κοτυώρων (τουρκικά.: Ordu) στον Εύξεινο Πόντο. Μάλιστα, η ερμηνεία του Στέλιου Καζαντζίδη για την πυρκαγιά του Σεπτεμβρίου του 1913 που το κατέκαψε θεωρείται από τις καλύτερες, ενώ το ίδιο τραγούδι περιλαμβάνεται στο φιλμ Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου, με τη φωνή του Νίκου Ξανθόπουλου.
Εντούτοις, το Τσάμπασι θεωρείται ιδιαίτερη περίπτωση και για έναν ακόμα λόγο· όπως σημειώνει ο Ξενοφών Άκογλου στο μνημειώδες Από τη ζωή του Πόντου: Λαογραφικά Κοτυώρων, οι καλοκαιρινές διακοπές στο συγκεκριμένο θέρετρο «είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο συνδυασμού καλοκαιρινής διαμονής και εργασίας των αστών μιας πόλης».
Ο Σάββας Ιωαννίδης στο Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος σημείωνε ότι το καλό κλίμα στο Τσάμπασι βοήθησε ώστε το καλοκαίρι τα Κοτύωρα να… αδειάζουν, καθώς σε αυτό μετακινούνταν και οι τουρκικές οικογένειες που ζούσαν κοντά σε έλη και ορυζώνες. Έτσι, οι Έλληνες δημιούργησαν κυριολεκτικά μια νέα παραθεριστική πόλη που έσφυζε από ζωή για τρεις μήνες, και ήταν κυρίαρχοι στο εμπόριο· «κατά πάσαν Δευτέραν γίνεται σημαντική αγορά» ανέφερε ο Σάββας Ιωαννίδης.
Με τον καιρό μαζί με τα Κοτύωρα άρχισε να επεκτείνεται και το Τσάμπασι. Γράφει ο Ξενοφών Άκογλου: «Η μεγάλη πλειονότητα των επαγγελματιών όλων των κλάδων είχαν εκεί σπίτια και μαγαζιά. Και το Τσάμπασι είχε τρεις ελληνικές συνοικίες, αντίστοιχες με τις συνοικίες των Κοτυώρων, με ομώνυμες εκκλησίες».
Συνήθως η αναχώρηση των οικογενειών γινόταν στις 15 Ιουνίου (με το παλαιό ημερολόγιο), καθώς τότε αφενός έκλειναν τα σχολεία και αφετέρου άρχιζαν να λιώνουν τα πολλά χιόνια στα βουνά. Ήταν σχεδόν… έθιμο οι προετοιμασίες να διαρκούν εβδομάδες και να ολοκληρώνονται με την μπουγάδα· συνήθως έφευγαν την Παρασκευή, μετά το εβδομαδιαίο παζάρι που γινόταν στην πόλη την Τετάρτη. Στόχος ήταν να προλάβουν να έχουν τακτοποιηθεί ώστε τη Δευτέρα να είναι έτοιμοι για την αγορά στο Τσάμπασι.
Για τη μεταφορά χρησιμοποιούσαν κυρίως μουλάρια και άλογα και Τούρκους αγωγιάτες που συνήθως ήταν χωρικοί που ζούσαν ανάμεσα σε Κοτύωρα και Τσάμπασι και ήξεραν καλά την περιοχή. Η αναχώρηση είχε πανηγυρικό χαρακτήρα – βοηθούσαν και τα κουδούνια στους λαιμούς των ζώων. Οι γειτονιές βρίσκονταν επί ποδός για το ξεπροβόδισμα, γι’ αυτό συνήθως οι γυναίκες διέσχιζαν την πόλη πεζή, χαιρετώντας φίλες και γνωστές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η διαδικασία για τα παιδιά, τα οποία στέκονταν από νωρίς στους δρόμους για να δουν ποιοι φεύγουν και να πάρουν (αν δεν είχαν πάρει ήδη) τα σελεμετλίκια, τα κεράσματα.
Μάλιστα, για μια περίοδο από την αναχώρηση δεν έλειπαν και οι λυράρηδες των Κοτυώρων, οι οποίοι μόλις έβλεπαν ένα αγώγι να καταφτάνει άρχιζαν διάφορους σκοπούς, και ιδιαιτέρως τ’ αχπαστικόν (του ξεκινήματος), μαζεύοντας φιλοδωρήματα από τους παραθεριστές.
Περιγράφει ο Ξενοφών Άκογλου: «Σε ορισμένα μουλάρια φορτώνανε τα μεγάλα δέματα με τα στρώματα, ένα σε κάθε μεριά – τα μαφράσα. Απάνω και στη μέση μπορούσε να κάτσει κανείς, μικρός ή μεγάλος, ανάλογα με το βάρος του φορτίου, του αναβάτη και την αντοχή του ζώου. Σε άλλα μουλάρια, φορτωμένα ελαφρά, είχαν και από τις δύο μεριές καλάθια μεγάλα (μπουγαδοκόφινα) ή κάσες ξύλινες (σουντούκια) όπου μέσα ’βάναν τα παιδιά. Από κάτω φκιάνανε με βέργες και άσπρα πανιά κατάλληλη τέντα για να προφυλάγει από τον ήλιο. Εκεί μέσα μπορούσαν να κοιμούνται και στο δρόμο άνετα.
»Απάνω, ανάμεσα στα καλάθια ή στις κάσες, καθότανε κάποια ή κάποιος, για να ’χουν το νου τους στα παιδιά κατά τη διαδρομή, και προπαντός στα επικίνδυνα σημεία του δρόμου, που δεν ήταν και λίγα. Σε άλογα με σέλες καβαλούσαν κυρίως οι άντρες ή και οι γυναίκες των εύπορων οικογενειών. […] Οι ενήλικοι άνδρες και τα μεγάλα παιδιά των όχι εύπορων οικογενειών, και κάποτε γυναίκες και κορίτσια, πήγαιναν πεζοί – πορπατευτά. Το σύνολο των μεταγωγικών μιας οικογένειας όταν ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν λεγόταν κέτσ’ (τα κέτσα). Για όποιον πήγαινε στο Τσάμπασι χωρίς οικογένεια έλεγαν: Ποϊτάχ’ς επήεν».
Συνήθως τη διαδρομή προς το Τσάμπασιν την έκαναν δύο, τρεις ή και περισσότερες οικογένειες μαζί. Η απόσταση ήταν περίπου μιάμιση μέρα· ανάλογα με την ώρα που ξεκινούσαν και τον καιρό μπορεί να διανυκτέρευαν σε χάνια.
Ο Ξενοφών Άκογλου περιγράφει ειδυλλιακά τη ζωή στο θέρετρο, όχι μόνο για τα κρυσταλλένια τρεχούμενα νερά, τα πεύκα, τα έλατα, το πράσινο και το ξηρό υγιεινό κλίμα, αλλά και για τη «σχετική οικονομική ευεξία σχεδόν όλων, τη φτήνια της ζωής και την αφθονία των εκλεκτών αγαθών της ορεινής εκείνης περιοχής της λαγγεμένης Ανατολής».
Οι παραθεριστές συνήθιζαν να κάνουν εκδρομές σε άλλες ορεινές τοποθεσίες, ή ακόμα και σε χωριά, για τις γιορτές και τα πανηγύρια των εκκλησιών. «Σ’ όλες τις εκδρομές αυτές και τα πανηγύρια πήγαιναν συνήθως και μουσικές –με ταούλια, ζουρνάδες, γκάιδες, λύρες κτλ.–, και γινότανε γλέντια τρικούβερτα με αρνιά ψητά στο φούρνο (κουζία), με εκλεχτά αλμυρά ψάρια ή χαμψία και τα χίλα καλά», τονίζει ο Ξενοφών Άκογλου.
Παρόλο που αρκετοί κατέβαιναν στα Κοτύωρα στις αρχές Αυγούστου για το φουντούκια, η ομαδική επιστροφή από το Τσάμπασι ξεκινούσε στις αρχές Σεπτεμβρίου και είχε ολοκληρωθεί έως τις 15 του μήνα. Και πάλι το εβδομαδιαίο παζάρι της Τετάρτης καθόριζε τη μετακίνηση, γι’ αυτό και άρχισαν να κατηφορίζουν Δευτέρα ή Τρίτη. Οι παραθεριστές θεωρούνταν… γεϊλετζήδες, δηλαδή καλοθρεμμένοι και ροδοκόκκινοι, και πάντα έφερναν μαζί τους τραταρίσματα από το Τσάμπασι.
Το χειμώνα τα σανιδένια σπίτια του παραθεριστικού οικισμού έμεναν κλειστά· παρόλο που οι περιπτώσεις κλοπών ήταν σπάνιες, οι διοικητική Αρχή είχε ορίσει έναν φύλακα.