1944. Ήταν Πέμπτη 17 Αυγούστου, κοντά στις 2:30 τα ξημερώματα, όταν τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, Γερμανοί οπλίτες της 11ης Αεροπορικής Μεραρχίας και μέλη της γερμανικής Μηχανοκίνητης Διμοιρίας περικύκλωσαν την Κοκκινιά, τη «Μικρή Μόσχα» όπως την ονόμαζαν οι κατοχικές δυνάμεις και οι ταγματασφαλίτες λόγω της δράσης του ΕΑΜ.
Έτσι ξεκίνησε η επιχείρηση που οδήγησε σε λουτρό αίματος με ομαδικές εκτελέσεις, περίπου 3.000 ομήρους, εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών.
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, όπως είναι γνωστό, έχει σημαδέψει την ιστορική μνήμη καθώς ήταν το πιο αιματηρό στην κατοχική Αθήνα. Οι ταγματασφαλίτες που πρωταγωνίστησαν στις εκατοντάδες ομαδικές εκτελέσεις αθωώθηκαν μεταπολεμικά, εν μέσω Εμφυλίου.
Η συσπείρωση της Κοκκινιάς στο ΕΑΜ εξηγείται και από τη σύσταση του πληθυσμού της· πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρασία αγωνίζονταν να επιβιώσουν.
«Οι Γερμανοί μαζί με τους ταγματασφαλίτες άρχισαν από τον Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο που έγινε το μπλόκο να μπαίνουν κρυφά με πολιτικά στην περιοχή. Γίνονταν όμως αντιληπτοί, τους κυνηγούσανε και έφευγαν. Υπήρχαν πληροφορίες πριν από το μπλόκο για κάποιες κινήσεις των Γερμανών και πάντα ο ΕΛΑΣ έπαιρνε τα μέτρα του. Και περιφρούρηση το βράδυ έβγαινε και φρουραρχείο είχε. Συλλαμβάναμε διάφορους γερμανοτσολιάδες με πολιτικά, τους παίρναμε τα ρούχα και φεύγανε γυμνοί.
»Οι μάχες στην περιοχή της Νίκαιας άρχισαν στις 7 του Μάρτη. Δόθηκε σκληρή μάχη από τον ΕΛΑΣ και έτσι δεν κατάφεραν να μπουν στην Κοκκινιά. Ξαναδοκίμασαν πάλι, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Τότε ετοίμασαν άλλο σχέδιο, και στις 15 Αυγούστου δεν επιχείρησαν να μπουν κατευθείαν στην Κοκκινιά, αλλά να μπαίνουν σιγά-σιγά, από την Αγια-Σοφιά, τα Μανιάτικα, να κυκλώνουν δηλαδή την Κοκκινιά», είχε πει στον συγγραφέα Νάσο Μπράτσο ο αντιστασιακός Δημήτρης Μαυράκης.*
Και άρχισε να ξημερώνει η 17η Αυγούστου, οπότε εισέβαλαν τελικά στην Κοκκινιά, έχοντας πρώτα φροντίσει για τον αποκλεισμό όλων των εισόδων και άρα την είσοδο μονάδων του ΕΛΑΣ στην πόλη.
«Με τις ντουντούκες που είχαν καλούσαν όλους τους άνδρες, από 15 χρονών έως 60, να παρουσιαστούν όλοι στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Tα συνθήματα τα φωνάζανε οι προδότες που ήξεραν ελληνικά», περιέγραψε ο Δημήτρης Μαυράκης.
Και συνέχισε: «Όταν γέμισε η πλατεία της Οσίας Ξένης από τους συγκεντρωμένους, τους γονάτισαν όλους. Βάλανε τότε τις κουκούλες οι χαφιέδες και περνάγανε δίπλα από τον κόσμο και έδειχναν. Όποιον έδειχναν τον έπαιρναν για εκτέλεση στη μάντρα. Όπου υπήρχε παράνομος που κρυβόταν οι Γερμανοί έβαζαν φωτιά στη συνοικία. Το μεγαλύτερο ολοκαύτωμα έγινε στην περιοχή Αρμένικα. Τα σπίτια τα λαμπάδιασαν και εκτέλεσαν πολλούς στη μάντρα που σήμερα είναι το γήπεδο».
Σύμφωνα με τη Δέσποινα Κρομμυδάκη,* τη μαρτυρία της οποίας κατέγραψε επίσης ο Νάσος Μπράτσος, «οι προδότες που ματοκύλισαν την Κοκκινιά δείχνοντας στους Γερμανούς τους προοδευτικούς ανθρώπους ήταν ο Μπατράνης, ο Βακαλόπουλος, ο Σγούρος, ο Πλυντζανόπουλος, κλπ. Οι χαφιέδες αυτοί είχαν παράδοση συνεργασίας και με τη δικτατορία του Μεταξά».
Όσοι δεν εκτελέστηκαν μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι, και κάποιοι στη Γερμανία, για καταναγκαστική εργασία. «Οι Γερμανοί εκτέλεσαν και έναν προδότη, τον Μπαστράνη, μέχρι κι αυτοί τον σιχάθηκαν. Έψαξαν τα σπίτια και όποιον έβρισκαν κρυμμένο τον εκτελούσαν επιτόπου στο δρόμο. Υπήρχε και κόσμος που κατάφερε να φύγει από την περιοχή και βγήκε στην παρανομία», ανέφερε ο Δημήτρης Μαυράκης.
Συγκλονιστική είναι και άλλη μια εικόνα που μετέφερε η Δέσποινα Κρομμυδάκη: «Οι εκτελεσμένοι ήταν γύρω στα 200 άτομα, αλλά δεν είναι οι μόνοι νεκροί της περιοχής, αφού τόσο στον αγώνα εναντίον των Ιταλών, όσο και ενάντια στους Γερμανούς, αλλά και αργότερα στους Άγγλους, είχαμε νεκρούς. Την ημέρα του μπλόκου, που θα μείνει στη μνήμη όλων μας, είναι το αιματοκύλισμα, αλλά πιο πολύ εντύπωση μου έκανε το σπάσιμο της επάνω μάντρας των Αρμένικων. Είχανε στοιβάξει όλα τα άτομα το ένα πάνω στο άλλο και βγήκε το χωνί και είπε να έρθουν οι οικογένειες να πάρουν τους νεκρούς τους για να τους θάψουνε.
»Όμως δεν υπήρχανε τότε τα κατάλληλα μέσα. Εμένα προσωπικά μου έκανε εντύπωση του Μπογδάνου η περίπτωση, που ήρθε στη μάντρα στα Αρμένικα και πήρε το παιδί του σαν σφαγμένο πρόβατο, το έβαλε στον ώμο του και το κατέβασε σπίτι του βάφοντας όλο το δρόμο με αίμα».