Πριν από τις έρευνες που απέδειξαν τις βλαβερές συνέπειες του τσιγάρου και τους συνακόλουθους περιορισμούς στην εμπορική διακίνηση του προϊόντος αυτού, μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής της κεντρικής Μακεδονίας –και ιδιαιτέρως του Κιλκίς– στηριζόταν στην καλλιέργεια του καπνού. Η παραγωγή καπνού και σιτηρών στήριζε τα νοικοκυριά των χωριών της μεθορίου, στις περιπτώσεις που η χάραξη των συνόρων παραχωρούσε μικρό μόνο μέρος του εύφορου κάμπου του Αξιού στην ελληνική πλευρά. Η βαμβακοκαλλιέργεια, για παράδειγμα, ή η παραγωγή ντομάτας και άλλων οπωροκηπευτικών ήταν πολύ περιορισμένη, αφού απαιτούσαν ιδιαιτέρως εύφορα εδάφη και πολύ νερό.
Η ποικιλία καπνού που επιλέχθηκε, γνωστή με την τουρκική ονομασία kaba-kulak, ήταν ιδιαιτέρως ανθεκτική. Έτσι, ακόμη και για τις οικογένειες που δεν διέθεταν τα μέσα για άρδευση, τα καπνά εξασφάλιζαν το βασικό για την επιβίωση εισόδημα.
Ο σπόρος του καπνού φυλασσόταν από την προηγούμενη χρονιά, ή πιο συχνά αγοραζόταν με κεφάλαια που έδινε με πίστωση η Αγροτική Τράπεζα, και συνήθως τέλη Μαρτίου φυτευόταν στα σπορεία, τα οποία στα ποντιακά χωριά των συνόρων του Κιλκίς ονομάζονταν «παρνίκια».
Τα παρνίκια αυτά ήταν μικρές υπερυψωμένες παραλληλόγραμμες νησίδες, στις οποίες οι σπόροι του καπνού γίνονταν μικρά φυτά (10-15 εκ.), με κατάλληλη λίπανση και με εντατικό ξεβοτάνισμα και πότισμα, έως τον μήνα Μάιο. Για τη λίπανση των μικρών φυτών του καπνού χρησιμοποιούνταν τόσο η αιγοπρόβεια κοπριά όσο και χημικά σκευάσματα άκρως τοξικά με την ένδειξη της νεκροκεφαλής τυπωμένη στις συσκευασίες που εμπεριέχονταν.
Συνήθως, μετά τη γιορτή των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, τα φυτά αυτά αποσπώνταν από τα «παρνίκια» και ετοιμάζονταν για τη «φυτεία».
Η φυτεία παλαιότερα γινόταν με πρωτόγονα μέσα. Υπήρχαν ξύλινα εργαλεία διάνοιξης τρύπας στο χώμα που σχημάτιζαν ορθή γωνία, ώστε να υπάρχει και λαβή και μυτερή απόληξη. Αυτά ήταν τα λεγόμενα «τσιβία» (ενικός «τσιβίν») όπως τα ονόμαζαν οι Πόντιοι καπνοπαραγωγοί. Νερό μεταφερόταν με βαρέλια, και στη συνέχεια, με τενεκέδες και μικρά δοχεία, έβρεχαν το οργωμένο χώμα για να τοποθετήσουν τα φυτά. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 όμως, εκτός από τα τρακτέρ που αντικατέστησαν τα ζώα στο όργωμα, εμφανίστηκαν και οι πιο εξειδικευμένες «σβάρνες» και «δισκοσβάρνες» που επιτάχυναν κατά πολύ τη διαδικασία της φυτείας.
Μετά από μικρό διάστημα, και έως και τα μέσα Ιουνίου, ακολουθούσε το τσάπισμα γύρω από τη ρίζα του καπνού, ώστε να κοπούν τυχόν αγριόχορτα και να «αναπνεύσουν» οι ρίζες. Έτσι το φυτό μεγάλωνε, και όταν έφτανε περίπου το μισό μέτρο ξεκινούσε (συνήθως μετά τη γιορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στις 29 Ιουνίου) η συγκομιδή, το λεγόμενο «τσάκωμα» (=σπάσιμο) των φύλλων. Στη διαδικασία αυτήν μπορούσαν πλέον να βοηθήσουν και τα παιδιά της οικογένειας, εφόσον είχε τελειώσει η σχολική χρονιά και είχαν ολοκληρωθεί οι εξετάσεις.
Το τσάκωμα ξεκινούσε από τα λεγόμενα «πατόφυλλα», τα φύλλα στο κάτω μέρος του καπνού που ωρίμαζαν πιο γρήγορα. Και ως ωρίμανση εννοούμε το ελαφρύ κιτρίνισμα των φύλλων, επειδή τα πρασινωπά δεν ήταν κατάλληλα για απόσπαση. Έως τις αρχές Σεπτέμβρη το «τσάκωμα» γινόταν σε τέσσερις με πέντε δόσεις, ή «σέρεα» (χέρια), όπως λέγονταν στη γλώσσα των Πόντιων καπνοπαραγωγών. Το τελευταίο χέρι περιελάμβανε αρκετά μικρά φύλλα («ούτσεα», η ονομασία τους), καθώς το φυτό έχει στην ανάπτυξή του κωνοειδές σχήμα.
Στο χωράφι η οικογένεια πήγαινε πολύ νωρίς, με το χάραμα τις μέρας (συνήθως στις 05:30). Έπρεπε να φορούν όλοι κάποιο παλιό πουκάμισο ανοιχτό πάνω από τις βαμβακερές μπλούζες, γιατί κατά το «τσάκωμα» τα χέρια μαύριζαν από την πίσσα του καπνού. Έτσι, αν λερωνόταν ο πήχης, μετά η κολλώδης αυτή μαύρη ουσία ξεκολλούσε μαζί με τις τρίχες… Την πίσσα οι «παλαιοί» την ονόμαζαν «ζεχίρ» (=δηλητήριο, στα τουρκικά), και όντως αν δοκίμαζε κανείς να φάει κολατσιό με «ζεχιρωμένα σέρεα», κατάπινε μαζί με το ψωμοτύρι και την ντομάτα του, την πίκρα από το κατάλοιπο αυτό που υπήρχε άφθονο στα φύλλα.
Φορούσαν επίσης μεγάλα ψάθινα καπέλα, και οι γυναίκες άσπρα μαντίλια, για να προστατεύονται υποτυπωδώς από τον ήλιο, και παλιά παντελόνια ή φόρμες. Ως παπούτσια προτιμούσαν τα γνωστά ελαφριά πάνινα χρώματος άσπρο-μπλε της ακμάζουσας τότε ελληνικής εταιρείας «Αλυσίδα». Μέχρι το τέλος της σεζόν, τα ωραία και βολικά αυτά πάνινα παπούτσια αποχρωματίζονταν και διαλύονταν από τις σκληρές συνθήκες.
Από το χωράφι δεν μπορούσε κανείς να φύγει μετά τις 11:00, το πολύ 11:30 το πρωί, επειδή αυτήν την ώρα «επάτνεν η ζέστεα» (ξεκινούσε η αφόρητη ζέστη). Τα καπνά που είχαν τοποθετηθεί σε μικρές δέσμες σε ειδικά τσουβαλένια πανιά σχημάτιζαν «πράσινους λόφους». Τα τσουβάλια τότε έκλειναν με κατάλληλο δέσιμο και γίνονταν μπόγοι. Εκείνη την ώρα τελείωνε και το νερό που φυλασσόταν σε παγούρια επενδυμένα με φελιζόλ και είχαν για ποτήρι το… καπάκι τους.
Πιο μπροστά, κατά τις 9:00, υπήρχε ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα για ένα ελαφρύ γεύμα που αποτελούνταν συνήθως από τυρί (φέτα) με καρπούζι, «χαρπούζ’» όπως λέγεται στα ποντιακά, ή ντομάτα-ψωμί και τυρί. Πολλές φορές όταν η φέτα έλειπε από το σπίτι (ως είδος πολυτελείας), η νοικοκυρά έπηζε από το βράδυ αγελαδινό γάλα το οποίο έπαιρνε μαζί της το πρωί στο χωράφι. Το τυρί εκείνο ήταν γρήγορης ωρίμανσης, μαλακό, και κάπως άγευστο σε σύγκριση με την αιγοπρόβεια φέτα.
Γυρίζοντας στο σπίτι, ετοιμαζόταν πρόχειρο γεύμα με τα λαχανικά του κήπου, αυγά και ό,τι διέθετε το αγροτικό νοικοκυριό ως γρήγορη λύση. Μετά κάθονταν όλοι μαζί στο «τίζεμαν» (dızmek στα τουρκικά σημαίνει ευθυγραμμίζω), ή αλλιώς το «παστάλιασμα τη καπνού». Δηλαδή, αφού άνοιγαν τους μπόγους, έβγαζαν τα φύλλα που ήταν ήδη σε δέσμες και τα έβαζαν σχολαστικότερα το ένα πίσω από το άλλο ενώνοντας τρόπον τινά τα κοτσάνια τους (τα κεντρικά νεύρα που χώριζαν το κάθε φύλλο στα δύο), προκειμένου να «γαζωθούν» στη μηχανή. Τέτοιου είδους μηχανές που είχαν αντικαταστήσει τις δύσχρηστες και επικίνδυνες για τα μικρότερα –και τα γηραιότερα– μέλη της οικογένειας μακριές βελόνες, υπήρχαν ακόμη και στα πιο φτωχά νοικοκυριά, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο η διαδικασία σύνδεσης των φύλλων σε «ράμματα» συνέχισε να ονομάζεται «βελονίαμα».
Στο «βελονίαμα» λοιπόν, μπορούσαν να συμμετέχουν εκτός από τα μέλη της οικογένειας, συγγενείς, γείτονες, και οποιοσδήποτε ήθελε να βοηθήσει. Ήταν η αγαπημένη ώρα των παιδιών, γιατί τότε έρχονταν και οι παππούδες για να πούνε ιστορίες από την «πατρίδα», όπως τον μπαρμπα-Γιάννη Τουλκερίδη που ήρθε 14 χρονών παλικαράκι από το Μερτινίκ του Καρς και θυμόταν πολλά πράγματα από το χωριό του.
Στο τρανζιστοράκι μπορούσες να ακούσεις μουσική, πολλές φορές και τις ηχογραφημένες εκπομπές του Φάρου Ποντίων με τον Στάθη Ευσταθιάδη…
Σημειωτέον πως και στο χωράφι έπαιρναν οι αγρότες και οι αγρότισσες τρανζιστοράκια για συντροφιά, όταν δεν τραγουδούσαν οι ίδιοι τα δημοφιλή τραγούδια του Καζαντζίδη λόγου χάρη είτε και ποντιακά δίστιχα όπως το «Έλα να μονάζω σε, καντσία θα φά(ι)ζω σε, ση καπνού το τσάκωμαν (ε)γώ θ’ απονεγκάζω σε», δηλαδή «Έλα να σε φιλοξενήσω, θα σε ταΐσω αμύγδαλα, θα σε ξεκουράσω στο σπάσιμο του καπνού».
Το απόγευμα, μετά τις 7:00, γιατί αλλιώς οι συνθήκες ήταν ασφυκτικές, ένα από τα νεότερα συνήθως μέλη της οικογένειας κρεμούσε τα «ράμματα» κάτω από ειδική κατασκευή με αντίσκηνο που ονομαζόταν «κούνεα» (κούνια). Η κατασκευή αυτή είχε σιδερένιους αρμούς με καρφάκια, για την τοποθέτηση των «ραμμάτων» που τις προσεχείς μέρες ξεραίνονταν και αποκτούσαν χρυσαφί χρώμα. Τότε τα έβγαζαν από τα αντίσκηνα, τα περνούσαν σε έναν μεγάλο γάντζο (τσιγκέλι ή τσαγκάλ’) ανά 6-8 ράμματα, και σχημάτιζαν τα λεγόμενα «σαντάλια» ή «σαντάλεα» επί το ποντιακότερον. Τα σαντάλια αυτά τα κρεμούσαν σε ένα ανοιχτό υπόστεγο (αράνι), είτε από την οροφή μιας κλειστής αποθήκης, και όταν τον Σεπτέμβριο αποκτούσαν λίγη υγρασία –τελείωνε άλλωστε και το μάζεμα του καπνού– τα κατέβαζαν για να φτιάξουν «δέματα».
Σε ειδική τετράγωνη κατασκευή (κάσα) έμπαιναν τα ράμματα που αποσπώνταν από τα σαντάλια «ξαπλωτά», το ένα πάνω στο άλλο σε στοίβες. Αν παρ’ ελπίδα κάποιο φύλλο δεν είχε ξεραθεί καλά και χαλούσε την ομοιομορφία των σειρών, το ξεχώριζαν και το πετούσαν. Τα ράμματα τα «πατούσαν» καλά, ώστε να χωρέσουν πολλά σε κάθε δέμα. Σε μικρή παραλληλόγραμμη σανίδα που τοποθετούνταν πάνω στα στοιβαγμένα ράμματα δυο-τρεις φορές, ανέβαιναν αυτοί που τα έφτιαχναν, καμιά φορά και τα παιδιά που παρευρίσκονταν και έβλεπαν τη διαδικασία ως παιχνίδι. Όταν το δέμα αποκτούσε το κατάλληλο ύψος, έβγαζαν την κάσα και έμεναν τα ράμματα δεμένα σφικτά περιμετρικά μέσα σε τσουβαλένιες λωρίδες πανιού. Η διαδικασία αυτή ήταν ιδιαίτερα κοπιώδης και πολύωρη.
Τα δέματα έπρεπε γρήγορα να ετοιμαστούν, για να περάσουν ειδικοί «εμπειρογνώμονες», εκπρόσωποι των καπνεμπόρων –είτε και οι ίδιοι οι καπνέμποροι– να τα δουν και να τα αγοράσουν.
Καθώς δεν υπήρχε καμιά κρατική προστασία στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι έμποροι, προφασιζόμενοι ατέλειες του προϊόντος (πολλές φορές ανύπαρκτες), κατέβαζαν τις τιμές όσο περισσότερο μπορούσαν, εκβιάζοντας ουσιαστικά τους οικογενειάρχες, ενώ τα δέματα που έμεναν απούλητα ή κρίνονταν (από τους ίδιους τους εμπόρους κεφαλαιούχους) ως ακατάλληλα, έπρεπε να καούν, και δεν επιτρεπόταν η κατανάλωσή τους από τους ίδιους τους παραγωγούς είτε η ανεπίσημη πώλησή τους. Ήταν τόση η αγωνία των φτωχών γεωργών, που προτιμούσαν να πουλήσουν τους κόπους τους έναντι εξευτελιστικού αντιτίμου παρά να αφήσουν την οικογένειά τους να λιμοκτονήσει.
Την κατάσταση αυτήν περιγράφουν εύγλωττα οι στίχοι: «Έρθαν οι εμπόρ’ να παίρ’νε τσάπα (τζάμπα) τον καπνόν, τον χωρέτε ’κ’ ερωτούνε σον λογαριασμόν», που τραγούδησε και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ενώ η υποχρεωτική… πυρπόληση των «άχρηστων» δεμάτων και τα δάκρυα των μητέρων στοιχειώνουν πολλές παιδικές αναμνήσεις.
Χαρακτηριστικό περιστατικό είναι το ακόλουθο: κάποια φορά από τις πολλές που οι έμποροι εξανάγκασαν τους Ευζωνίτες αγρότες να κάψουν τα δέματά τους γιατί τάχα δεν ήταν καλά και «προσπάθησαν να τους εξαπατήσουν», ένας χωριανός μην αντέχοντας την κατάφωρη αδικία δεν πήγε όλα τα δέματά του στο σημείο που θα ελάμβανε χώρα η πυρά, καταφέρνοντας να ξεγελάσει τους εμπόρους και κράτησε το μεγαλύτερο μέρος του καπνού του το οποίο πούλησε την επόμενη χρονιά ως «κατάλληλο εμπόρευμα». Το περιστατικό αυτό όμως ήταν μεμονωμένο, γιατί κανένας αγρότης δεν διακινδύνευε να μπλέξει με τους «μεγαλοκαρχαρίες» την εποχή εκείνη (μεταπολίτευση) που όλα ήταν ρευστά. Ήταν όμως ενδεικτικό της παράνοιας και της ασυδοσίας των εμπόρων.
Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού (EOK) ανέλαβε ενεργότερη δράση υπέρ των καπνοπαραγωγών. Πλέον δεν έμενε απούλητη η παραγωγή ούτε και καίγονταν οι κόποι και οι θυσίες των φτωχών οικογενειών. Ειδικά, κατά την πρώτη και πιο πετυχημένη –φιλολαϊκή– τετραετία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, επί πρωθυπουργίας του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, εξομαλύνθηκαν διάφορες ανισότητες στην εμπορία του καπνού και θεσπίστηκαν αποζημιώσεις όταν υπήρχαν απώλειες και καταστροφή της σοδειάς λόγω χαλαζόπτωσης, πλημμύρας ή άλλων φυσικών αιτίων. Οι έμποροι και οι μεγαλοκεφαλαιούχοι δεν μπορούσαν πια να δρούνε ανενόχλητα εις βάρος των φτωχών αγροτών.
Ο ΕΟΚ, που είχε ιδρυθεί το 1958, συνέχισε να υφίσταται μέχρι τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, οπότε και καταργήθηκε. Στο μεταξύ τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990 είχαν επιβληθεί «ποσοστώσεις» στην παραγωγή του καπνού, και νόμοι που δεν επέτρεπαν την καλλιέργεια σε νέους γεωργούς.
Σήμερα η παραγωγή του καπνού στα χωριά της μεθορίου έχει εκμηδενιστεί. Για πολλές δεκαετίες όμως αποτελούσε τη βασική πηγή εισοδήματος. Πολλοί νέοι και πολλές νέες κατάφεραν να σπουδάσουν και να προκόψουν χάρη σε αυτό το εισόδημα, συμμετέχοντας από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια «ση καπνού το τσάκωμαν».
Αλεξία & Σοφία Ιωαννίδου